Όσο κυβέρνηση και οικονομολόγοι περιγράφουν μία κατάσταση ελληνικής οικονομικής άνοιξης, μεταξύ των Ελλήνων πολιτών διεξάγεται ένα άτυπο debate «γιατί αυτό δεν περνά στην πραγματική τους ζωή».
Και πώς εξάλλου να διαχυθεί αυτή η αισιοδοξία στην κοινωνία όταν για παράδειγμα αρκετά, βασικά προϊόντα στην Ελλάδα -όπως τα αυγά, το λάδι, τα βρεφικά είδη- πωλούνται σε παρόμοιες τιμές με αντίστοιχες χώρες όπου οι εργαζόμενοι έχουν υπερδιπλάσιους μέσους μισθούς (Αγγλία, Γαλλία κλπ).
Ο ΟΤ με έρευνά του που βασίζεται σε στατιστικά στοιχεία, αναλύσεις οικονομολόγων και επιστημονικών φορέων καταγράφει 14 πηγές της ακρίβειας. Οι οκτώ εξ αυτών τροφοδοτούν μόνιμα τον πληθωρισμό και πρόκειται για διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και αγοράς, ενώ η απληστία για κέρδη από τις επιχειρήσεις, η εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής και κατανάλωσης από τις εισαγωγές, η πανδημία, η ενεργειακή και κλιματική κρίση αλλά και οι χαμηλοί μισθοί συνθέτουν το κοκτέιλ που ποτίζει την ακρίβεια.
Πρωταθλήτρια αυξήσεων
Το υψηλό κόστος στα τρόφιμα παραμένει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, όπου μάλιστα η Ελλάδα κατέχει τη 2η χειρότερη θέση στην ευρωζώνη από πλευράς κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα όσα μέτρα και αν έλαβε η κυβέρνηση δεν λειτούργησαν προς την κατεύθυνση των μειώσεων, ούτε σε αναίρεση της αισχροκέρδειας. Γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από τα πρόστιμα σε μεγάλες εταιρείες που ξεκίνησαν να επιβάλλονται μετά από σχεδόν ένα χρόνο πληθωρισμού. Δηλαδή μόλις το τελευταίο διάστημα ενώ για πολλούς μήνες η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» ανατιμήσεων σε αναγκαία αγαθά, όπως για παράδειγμα το βρεφικό γάλα. Παρά τα πρόστιμα οι αυξήσεις συνεχίζονται…
Ο πυρήνας του πληθωρισμού και οι μισθοί…
Είναι κοινότυπο το συμπέρασμα ότι οι ιστορίες έχουν πάντα δύο πλευρές και στην προκειμένη – όπου παρατηρείται μία τεράστια αντίφαση- οι εξηγήσεις δεν είναι απλές. Καταρχάς για λόγους ανεξήγητους αρκετοί οικονομολόγοι, διεθνώς, εστιάζουν σχεδόν εμμονικά στον «πυρήνα» του πληθωρισμού, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία ο ελληνικός πληθωρισμός είναι στο 3,5%, ενώ οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα (λάδια, φρούτα, απορρυπαντικά κλπ) μπορεί να ξεπερνούν το 10%, ακόμα και το 20%.
Παρά τα μέτρα στήριξης των αδύναμων εισοδηματικά πολιτών, ή των κρατικών παρεμβάσεων στην αγορά, το βασικό συμπέρασμα των οικονομολόγων, με τους οποίους συνομίλησε ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, είναι πως αν δεν αυξηθούν οι πραγματικοί μισθοί, τότε η ανελαστική ζήτηση σε τρόφιμα και καθημερινά είδη πρώτης ανάγκης (βάσει των πωλήσεων σε όγκο) θα συνεχίσει να τρέφει την ακρίβεια. Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επεξεργάστηκε ο ΟΤ δείχνουν ότι οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 30% ακριβώς, από τον Μάιο του 2021 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2023, δείγμα της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα.
Ο πληθωρισμός απληστίας
Θεσμικοί εγχώριοι οργανισμοί, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και ξένοι οίκοι έχουν αναφερθεί στον κίνδυνο του πληθωρισμού της απληστίας και αυτό διότι τα υψηλά κέρδη τροφοδοτούν ακόμη περισσότερο την άνοδο των τιμών, σε ένα περιβάλλον εκτεταμένης ακρίβειας. Ζητείται να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι για την αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας, ενώ οι επιχειρήσεις θα πρέπει να περιορίσουν, όπου είναι εφικτό, το περιθώριο κέρδους.
Βραχυπρόθεσμα απαιτείται εντατικοποίηση των ελέγχων των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών και της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και ολιγοπωλιακές πρακτικές. Μεσομακροπρόθεσμα απαιτείται η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, με άρση των πάσης φύσεως ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων. Οσον αφορά το πονεμένο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας, δηλαδή τις μισθολογικές αυξήσεις, εκείνες δέχονται πιέσεις λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας. Θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να καλύπτουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, με βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Οι οκτώ διαχρονικές παθογένειες της αγοράς
Σύμφωνα με οικονομολόγους και στελέχη της αγορά οι τιμές στα τρόφιμα θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα διεθνώς, ωστόσο στην Ελλάδα θα γίνεται πιο αισθητή η ακρίβεια, κυρίως, λόγω των χαμηλών μισθών. Οι πηγές της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι αρκετοί και έχουν δομικά χαρακτηριστικά, όπως:
- Τα λειτουργικά κόστη που ανταγωνίζονται τον πρωτογενή τομέα
- Οι μικρές και λίγες μονάδες παραγωγής σε κτηνοτροφία και γεωργία
- -Μικρός ανταγωνισμός, μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ολιγοπώλια
- Ανεπαρκής έλεγχος, ειδικά ως προς την εξέλιξη των τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα, λόγω πολλών ενδιάμεσων, άρα και αισχροκέρδεια
- Σχετικά υψηλός ΦΠΑ σε κάποια βασικά προϊόντα
- Κλιματική αλλαγή, καθώς οι συνθήκες θα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην τιμή των προϊόντων
- Λίγες εταιρείες, ειδικά σε κλάδους όπως η προμήθεια τροφίμων
- Στρεβλώσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, που λειτουργούν ως τροχοπέδη για παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα
Η πανδημία, οι εισαγωγές, η ενεργειακή και η κλιματική κρίση
Το έντονο πληθωριστικό κύμα εκδηλώθηκε μετά το τέλος της πανδημίας και των lockdown.
Γιατί συνέβη αυτό; Διότι η ανάκαμψη των οικονομιών μετά τα lockdown πυροδότησε ανατιμήσεις στα προϊόντα και έτσι οι τιμές δεν επανήλθαν πότε σε προ 2020 επίπεδα. Η άνοδος των μεριδίων κέρδους των επιχειρήσεων τον πρώτο χρόνο της πανδημίας και η μετέπειτα δυναμική τους επηρεάστηκαν από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις συγκυρίες που διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της πανδημίας και στη συνέχεια της ενεργειακής κρίσης.
Η μετέπειτα διατήρηση του μεριδίου κέρδους των επιχειρήσεων σε υψηλά επίπεδα μπορεί να εξηγηθεί από πληθώρα παραγόντων, όπως η ισχυρή ζήτηση, η οποία υπερκέρασε την περιορισμένη προσφορά σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (είδη διατροφής, βιομηχανικά αγαθά), η συσσώρευση αποταμιεύσεων των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η οποία τροφοδοτούσε τη δυναμική της καταναλωτικής ζήτησης, το έντονα πληθωριστικό περιβάλλον που επικράτησε.
Σε αυτό το κλίμα, σύμφωνα με τις οικονομικές μελέτες (ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος κ.λπ.) παρατηρήθηκε ισχυρή αύξηση των τιμών των εισροών (π.χ. κόστος εισαγόμενης ενέργειας) εντείνοντας περαιτέρω τις πληθωριστικές προσδοκίες και ενδεχομένως διευκολύνοντας τις επιχειρήσεις να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος τους στους καταναλωτές.
Οι ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό, σύμφωνα με το τμήμα αναλύσεων της Alpha Bank, όπως οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις και το δημοσιονομικό κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων στην Ευρωζώνη θα παραμείνουν. Στο χέρι λοιπόν της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει σε παρεμβάσεις και οι επενδύσεις να μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των πιέσεων των τιμών. Προς την κατεύθυνση αυτή ενισχυτικά μπορεί να λειτουργήσει και η «χαλάρωση» της νομισματικής πολιτικής, το επόμενο διάστημα, ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι μισθοί και η ψαλίδα με την Ε.Ε.
Στο τραπέζι της συζήτησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας έχει πέσει και το θέμα της αύξησης των μισθών.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες στην Ελλάδα έχουν ανεβάσει σε αρκετούς κλάδους τους τζίρους τους σε σχέση με το 2021, οι επενδύσεις αυξήθηκαν, τα κρατικά ομόλογα αναβαθμίστηκαν, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι στο 2%, ο πληθωρισμός στο 3,5% ( από 10% το 2022) συμβαίνει το εξης παράδοξο: Η ψαλίδα ανάμεσα στους μισθούς Ελλάδας και Ευρώπης ανοίγει. Το 2013 η διαφορά ήταν 11.561 ευρώ, δηλαδή σύμφωνα με την Eurostat, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ήταν στα 17.358 ευρώ και 28.919 στην ΕΕ.
Στα τέλη του 2022 η «ψαλίδα» μεγάλωσε σε 18.668 ευρώ. Ο μέσος μισθός στη χώρα μας ήταν 16.661 ευρώ και 35.329 ευρώ στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις οικονομικού και κοινωνικού κλίματος ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης δεν έχει περάσει στην πραγματική οικονομική κατάσταση των πολιτών, σε αντίθεση με την μετακύλιση των ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά. Παρά τους βελτιωμένους δείκτες και τη μείωση του γενικού πληθωρισμού οι έλληνες εργαζόμενοι λαμβάνουν από τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρωζωνη, ενώ παράλληλα οι τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ έχουν αυξηθεί σε επίπεδα χωρών με διπλάσιες ή τριπλάσιες απολαβές σε σχέση με τη Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, οι ονομαστικοί μισθοί είδαν μια μείωση το 2021 (-1,53%) και μια πολύ μικρή αύξηση το 2022 (0,87%).
Ωστόσο, η μείωση της αγοραστικής δύναμης ήταν αισθητή το 2021 και το 2022, με τους πραγματικούς μισθούς να παρουσιάζουν μείωση 3,93% και 6,87% αντίστοιχα! Αυτό υποδηλώνει ότι η αύξηση των τιμών (πληθωρισμός) ήταν πολύ υψηλότερη από την αύξηση των μισθών, με αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης. Οι πραγματικοί μισθοί στην Ευρωζώνη αυξήθηκαν επίσης σταθερά, με μια μικρή πτώση το 2022 (-1,07%). Η γενική εικόνα στην Ευρωζώνη είναι πολύ πιο θετική από την Ελλάδα, με την αγοραστική δύναμη να παραμένει σχετικά σταθερή ή να αυξάνεται.