Μπαίνοντας στο σούπερ μάρκετ, Σάββατο πρωί, επαναλαμβάνω από μέσα μου σχεδόν εμμονικά το απόλυτο μάντρα της εποχής: πάρε μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Στο δεξί μου χέρι η λίστα με τα απολύτως απαραίτητα. Τον τελευταίο καιρό έχει συρρικνωθεί τόσο ώστε πλέον χωρά – και μάλιστα άνετα – σε ένα από εκείνα τα χρωματιστά χαρτάκια σημειώσεων. Το σημαντικότερο τη σήμερον ημέρα όταν πηγαίνεις για τα ψώνια του Σαββατοκύριακου, της εβδομάδας, του μήνα είναι πρώτον και κύριον να μην ξεφεύγεις από τας γραφάς σε μέγεθος post-it.
Εξέχουσας σημασίας πλέον είναι όμως και η ταχύτητα, να μπορείς δηλαδή να διασχίζεις τους διαδρόμους – ειδικά τους δύσκολους – σαν σίφουνας, με τα μάτια στα παπούτσια σου, μην τυχόν και πέσεις σε κανέναν πειρασμό. Ανάθεμα όμως. Μια εικόνα καθηλώνει το βλέμμα μου. Στέκομαι στην άκρη του διαδρόμου της απόγνωσης. Μπροστά από μια πλούσια γκάμα σε ετικέτες ελαιόλαδου καμιά εικοσαριά καταναλωτές κοιτούσαν, απορούσαν κι απελπίζονταν.
Η τιμή του ελαιόλαδου κρεσεντάρει ασταμάτητα καιρό τώρα. Ξεκίνησε δειλά, σχεδόν αθόρυβα, πριν δύο χρόνια για να φτάσει τελικά στα τέλη του 2023 η μέση τελική τιμή στο ράφι να έχει αυξηθεί κατά 92,7% σε σχέση με το 2021. Ενδεικτικά, με βάση τα στοιχεία του e-katanalotis (09/01/2024), ένα λίτρο παρθένο ελαιόλαδο των δύο ισχυρότερων σημάτων που βρίσκουμε στα σούπερ μάρκετ διατίθεται σε ένα εύρος τιμής που κυμαίνεται μεταξύ 13,45 και 14,84 ευρώ. Πώς να μην κοιτάς με τρόμο τα ράφια;
Μακάριοι όσοι έχουν δική τους παραγωγή, σκέφτηκα. Άραγε, πώς μπορεί να είναι να έχει κανείς τις δικές τους ελιές, να βγάζει το δικό του λάδι, να είναι αυτάρκης αυτήν ακριβώς τη δεδομένη στιγμή που λέμε το λάδι λαδάκι; Βγήκα στην αναζήτηση ανθρώπων που έχουν τη δική τους μικρή παραγωγή – τέτοια που ίσα να καλύπτει επαρκώς τις οικογενειακές τους ανάγκες – και, παρόλο που οι ιστορίες τους διέφεραν, το πόρισμα ήταν κοινό. Η περιποίηση του ελαιώνα είναι δύσκολο κομμάτι, θέλει να είσαι εκεί. Αλλά αν τα βάλει κανείς κάτω, με βάση τις νέες δυσθεώρητες τιμές του λαδιού, συμφέρει να βγάζει κανείς το δικό του λάδι.
«Η οικογένεια μας είχε πάντοτε τη δική της μικρή παραγωγή. Είναι όμως άλλο να έχεις λίγες ελιές για ιδία κατανάλωση κι άλλο να έχεις μεγάλους ελαιώνες. Με την παλιά τιμή του λαδιού ήμασταν μία η άλλη. Τώρα που οι τιμές έχουν εκτοξευθεί, συμφέρει σίγουρα να βγάζεις το δικό σου λάδι», λέει μιλώντας στο Βήμα η Μαρία Γιαννοπούλου. Η καταγωγή της είναι από τη Μεσσηνία. Η ίδια μεγάλωσε εκεί. Στα 18 ήρθε στην Αθήνα για σπουδές και εγκαταστάθηκε μόνιμα.
Πλέον, χρόνο παρά χρόνο, εκεί περίπου στα μέσα του Νοέμβρη επιστρέφει στο χωριό της για το μάζεμα της ελιάς. «Από μικρό παιδί βοηθούσα τους γονείς μου με τις ελιές. Τώρα πια, ανυπομονώ κάθε φορά για την εποχή της συγκομιδής. Παίρνω πάντοτε άδεια από τη δουλειά μου κι επιστρέφω στο χωριό να βοηθήσω τους γονείς μου. Κι εκείνοι με ανταμείβουν με τον ετήσιο τενεκέ» προσθέτει χαριτολογώντας.
«Τώρα πια, ανυπομονώ κάθε φορά για την εποχή της συγκομιδής».
Φυσικά, αυτό προϋποθέτει βέβαια πως έχει γίνει η κατάλληλη περιποίηση των δέντρων μέσα στη χρονιά. «Οι γονείς μου μένουν μόνιμα εκεί και ασχολούνται. Όχι μόνο με τις ελιές. Έχουν το μποστάνι τους, τις λεμονιές τους, τις συκιές τους. Αφιερώνουν χρόνο καθημερινά, αλλιώς η καρποφορία της ελιάς περιορίζεται κι άρα μικραίνει κι η παραγωγή λαδιού», σημειώνει η Μαρία.
Σίγουρα, η περιποίηση του ελαιώνα έχει μυστικά και ένα κάποιο κόστος. Επιπλέον, απαιτεί ένα είδος τεχνογνωσίας που όμως, αν έχει κανείς δυνατότητα και μεράκι να αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο, μαθαίνεται σιγά σιγά. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του κ. Βασίλη Δημόπουλου, ο οποίος με το που συνταξιοδοτήθηκε πέρσι τέτοια εποχή, άλλαξε εντελώς τρόπο ζωής. Μαζί με την σύζυγό του, Ελένη, αποφάσισαν να επιστρέψουν στον τόπο όπου εκείνη γεννήθηκε και μεγάλωσε, την Ηλεία, και να ζήσουν πια με όρους αυτάρκειας.
«Όταν ήρθαμε να μείνουμε μόνιμα στο χωριό της Ελένης, εκείνη ήθελε να αγοράσουμε κάτι. Έτυχε να πωλείται αυτό το μικρό κτήμα, που είχε είκοσι ρίζες. Εγώ μέχρι τότε με τις ελιές δεν είχα καμία σχέση, δεν είχα ξανασχοληθεί. Αλλά μόλις είδα τα λιόδεντρα, τα ερωτεύτηκα. Όταν άρχισα να ασχολούμαι με την περιποίησή τους δε, τα αγάπησα ακόμα περισσότερο. Γιατί κατάλαβα ότι όσο πιο πολλά τους δίνεις, άλλο τόσο θα σου δώσουν πίσω. Δηλαδή, το λάδι που μας έδωσαν αυτές οι ελιές φέτος δεν το είχαμε ξαναφάει», λέει ο κ. Βασίλης.
«Σίγουρα, όταν έχεις δικές σου ελιές ξέρεις τι λάδι τρως. Ξέρεις τι περιποίηση έχει γίνει στα δέντρα, αν έχουν φάει ράντισμα, τι διαλογή έχει γίνει στον καρπό. Όταν έχεις λίγες ελιές για οικογενειακή παραγωγή, δεν θα κοιτάξεις μόνο αν σε συμφέρει οικονομικά – που σε συμφέρει σίγουρα. Θα κοιτάξεις και το λάδι που τρως να είναι όσο καλύτερης ποιότητας γίνεται», προσθέτει η κ. Ελένη.
«Φέτος, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, πάνω από το 50% των ελαιοπαραγωγών πήραν το λάδι σπίτι τους».
Με τις τιμές του ελαιόλαδου να έχουν εκτιναχθεί, την παραγωγή να παραμένει ελλειμματική και τις καταγγελίες για νοθεία να πληθαίνουν, φέτος, λοιπόν, παρατηρήθηκε μία τάση. Αρκετοί παραγωγοί – όχι μόνο εκείνοι που έχουν, για παράδειγμα, μέχρι 50 ρίζες, αλλά και ελαιοπαραγωγοί που αριθμούν πολλά περισσότερα δέντρα – κράτησαν το σύνολο του ελαιόλαδου που παρήγαγαν.
«Είχαμε χρόνια να κουβαλήσουμε τόσο λάδι στα σπίτια», λέει μιλώντας στο Βήμα ο κ. Νίκος Κουρής, ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου στο Κάστρο Ηλείας. «Εγώ έχω γεννηθεί μες στο λιοτριβειό. Και φέτος, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, πάνω από το 50% των ελαιοπαραγωγών πήραν το λάδι σπίτι τους γιατί καλλιεργείται η φήμη ότι πολύ πιθανόν θα έχουμε περαιτέρω άνοδο της τιμής μες στο 2024».
Η νέα «τρομοκρατία του λαδιού», όπως όλα δείχνουν, έχει επηρεάσει τους πάντες. Ακόμα και στο Reddit, στο thread «Personal Finance Greece» τέθηκε το ερώτημα εάν αυτή τη στιγμή συμφέρει πολύ περισσότερο να αγοράσει κανείς χωράφι με ελιές παρά να συνεχίσει να προμηθεύεται λάδι όπως συνήθιζε μέχρι σήμερα. Οι απαντήσεις των χρηστών δεν συνηγορούν, καθώς όπως πολύ σωστά παρατηρούν οι περισσότεροι, αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Πάντως, όσοι το έψαξαν και πολύ συνειδητά το έκαναν, δείχνουν να μην το μετανιώνουν.