Έτυχε το τελευταίο διάστημα να παρακολουθήσω δύο έργα με κοινό παρονομαστή τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, κυρίως για τις παρενέργειες από τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι η γυναίκα είναι κατώτερο, μοχθηρό, μειονεκτικό ον. Έτυχε το ίδιο διάστημα η ειδησεογραφία να είναι πάλι στραμμένη σε γυναικοκτονίες, βιασμούς, μπούλινγκ, καταγγελίες για κακοποίηση. Ανήλικα κορίτσια και ενήλικες γυναίκες ζουν και πεθαίνουν μέσα στον πόνο από κακοποιητικούς πατέρες, συζύγους, συντρόφους, εραστές. Ή μετατρέπονται σε αυτό που απεχθάνονται.
Το ένα έργο ήταν κινηματογραφικό, «Η Φόνισσα» για το οποίο έγινε πολύς λόγος για την προσέγγιση της Εύας Νάθενα στο έργο του Παπαδιαμάντη και το πως σκιαγραφεί τους άντρες. Το άλλο ήταν θεατρικό, «Η κακούργα πεθερά» στο θέατρο Πόρτα, με ένα εκπληκτικό κείμενο της 35χρονης Νεφέλης Μαϊστράλη, βασισμένο στη διάσημη δολοφονία του Αθανασόπουλου στου Χαρόκοπου. «Η ιερότητα του παντοδύναμου αρσενικού», όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα του έργου, απέναντι σε δύο ανίερες γυναίκες, πεθερά και σύζυγο, που αψήφησαν την στερεότυπα προδιαγεγραμμένη μοίρα τους. Ένα βάναυσο αρσενικό (ο καημένος Αθανασόπουλος) απέναντι σε δύο γυναίκες που ήθελαν η καθεμιά με τον τρόπο της να απελευθερωθούν από τα δεσμά του και από τις συμβάσεις τους φύλου τους. Η ποινή ήταν θάνατος χωρίς ελαφρυντικά.
Το θέμα όμως δεν είναι μόνο τα έργα. Είναι και οι θεατές. Να βλέπεις ένα, συνήθως άδειο, συνοικιακό σινεμά να είναι γεμάτο από νέα παιδιά, κορίτσια αλλά και πολλά αγόρια, και να τα ακούς μετά να συζητούν τα πάθη της Φραγκογιαννούς σαν να πρόκειται για κάτι που μόλις διάβασαν στα social media είναι κάτι αξιοπρόσεκτο.
Το να βρίσκεσαι σε ένα γεμάτο ένα θέατρο των 500 θέσεων, όχι μικρό, με πολλούς νέους στο ακροατήριο μια Τρίτη βράδυ, σε μια παγωμένη Αθήνα με χιονόνερο, είναι κάτι που δεν πρέπει να προσπεραστεί. Νέα παιδιά πήγαν να παρακολουθήσουν μια παράσταση με ένα θέμα που δεν τους είναι οικείο, το έγκλημα έγινε στις αρχές του 20 ου αιώνα, άντε να το θυμούνται οι παππούδες τους, ένα θέαμα που δεν είναι ευχάριστο, ένα έργο που δεν έχει διαφημιστεί και όπως παραδέχονται οι συντελεστές του έγινε γνωστό κυρίως από στόμα σε στόμα.
Αυτά τα παιδιά δεν θα απασχολήσουν τα πρωτοσέλιδα, δεν θα εκφοβίσουν τους συμμαθητές τους, δεν θα βάψουν κόκκινους τους υμέναιούς τους. Είναι τα παιδιά της άλλης Ελλάδας που θα ζήσουν, θα προκόψουν, θα διαπαιδαγωγήσουν την επόμενη γενιά με ότι αξίζει να διατηρήσει το μέλλον αυτής της χώρας. Η αθόρυβη πορεία τους είναι σωστή, έτσι πρέπει να γίνεται, αυτό είναι το αυτονόητο.
Αυτονόητο δεν είναι το ξέσπασμα βίας των τελευταίων ετών. Όσο δεν ψάχνουμε τις πραγματικές αιτίες του και επαναπαυόμαστε στην ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα υποχωρήσει, σαν τα νερά της θάλασσας, έπειτα από το τσουνάμι της πανδημίας, θα παραμένουμε θεατές στο μεγάλο θέατρο της ανατροφοδοτούμενης βίας. Μιας βίας που ξεκινάει από τα μικροπράγματα της καθημερινότητας, από την ένταση στο σπίτι, την αγένεια και τους καυγάδες στις ουρές των σούπερ μάρκετ, την αδιαφορία για την υπερβολική ταχύτητα, και φτάνει μέχρι τον εύκολο φόνο που δύσκολα διατηρείται στη μνήμη μας.
Τα φονικά της μιας εβδομάδας χάνονται μέσα στα φονικά της επόμενης, θύματα και θύτες μπαίνουν σε μια ασταμάτητη μηχανή προβολής που τους αφαιρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Είναι «άλλη μια γυναικοκτονία», «ένα ακόμα περιστατικό βίας μεταξύ ανηλίκων», «μια συγκλονιστική υπόθεση πατροκτονίας/βιασμού/κακοποίησης», περιστατικά που σερβίρονται συνέχεια με την ίδια σως και γι’ αυτό ελάχιστα συγκλονιστικά.
Πώς στο καλό ξεπήδησαν από αυτό το πολτοποιημένο αστυνομικό δελτίο δεκάδες παραστάσεις στα αθηναϊκά θέατρα για να ψηλαφίσουν με τον τρόπο τους αυτό που αρνείται ο δημόσιος διάλογος; Είναι ή δεν είναι συγκλονιστικό ότι όλες κόβουν εισιτήρια; Που να αναζητήσει η κοινωνία την κάθαρσή της αν όχι εκεί που η τραγωδία είναι μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, τελειώνει, δηλαδή, ολοκληρώνεται, δεν μένει σε εκκρεμότητα μέχρι το επόμενο «φρικτό έγκλημα» ούτε δικάζεται σε «ιδιώνυμες» τηλεδίκες.