Έχουν περάσει αισίως τέσσερις δεκαετίες από την τελευταία μεγάλη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στη χώρα, επί Ανδρέα Παπανδρέου. Στις αλλαγές ορόσημα η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου ως ισόκυρου του θρησκευτικού, η κατάργηση του θεσμού της προίκας αλλά και η καθιέρωση του δικαιώματος διατήρησης του επιθέτου των γυναικών μετά τον γάμο.
Φτάνουμε στο 2024 κι έχουμε μπροστά μας μια εξίσωση με μεταβλητές και αγνώστους χ. Το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία φαίνεται να είναι μια εξίσωση δύσκολη για το κυβερνών κόμμα καθώς ακόμα και στο εσωτερικό του διατυπώνονται ευθείες αντιρρήσεις αποδιδόμενες σε λόγους συνειδησιακούς, αλλά και για το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Γάμος ομόφυλων ζευγαριών: Οι αντιδράσεις εντός της Νέας Δημοκρατίας και το ζήτημα κομματικής πειθαρχίας
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη συνέντευξη που θα παραχωρήσει στην ΕΡΤ θα δώσει το έναυσμα του δημόσιου διαλόγου, παρουσιάζοντας με κάθε λεπτομέρεια το επικείμενο νομοσχέδιο. Στόχος διττός.
Από τη μια η βολιδοσκόπηση της τάσης της κοινωνίας και από την άλλη η κάμψη των -αρκετών- πολιτικών αντιδράσεων μέχρι την ψήφισή του. Μάκης Βορίδης, Θάνος Πλεύρης, Γιάννης Κεφαλογιάννης, Άννα Καραμανλή έχουν ανακοινώσει, πριν καν διαβάσουν το νομοσχέδιο, ότι θα το καταψηφίσουν την ίδια στιγμή που στο τραπέζι επανέρχεται διαρκώς το ζήτημα της κομματικής πειθαρχίας.
Ο Παύλος Μαρινάκης σε σχετική ερώτηση δήλωσε: «Όταν συμμετέχεις σε μία ομάδα που έχει μία σημαντική αποστολή και χρέος στους πολίτες, οφείλεις να στηρίζεις τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες, να ενημερώνεσαι γι’ αυτές και να βγαίνεις μπροστά». Δεν είναι όμως μόνο οι βουλευτές, υπάρχει και η κοινωνία.
Οι δημοσκοπήσεις και το μεγάλο όχι στην τεκνοθεσία
Τέσσερις είναι οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις (τρεις μέσα στον Δεκέμβριο και μία τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου) που έχουν κοινούς παρονομαστές. Αρνητική εμφανίζεται η πλειοψηφία αναφορικά με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Alco που παρουσιάστηκε στον Alpha. Σύμφωνα με τα στοιχεία το 49% λέει ότι διαφωνεί με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 58% μεταξύ των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Στο σύνολο του δείγματος, το 35% συμφωνεί, με το εν λόγω ποσοστό να μειώνεται στο 28% μεταξύ των ψηφοφόρων της Ν.Δ.
Οι ΤΑΣΕΙΣ της MRB έδειξαν ως προς τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών ότι οι πολίτες τοποθετούνται αρνητικά σε ποσοστό 52,9% και θετικά τοποθετείται το 40,3%. Η τεκνοθεσία συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό διαφωνίας 68,7% με μόνο το 24,2% να συμφωνεί με την παραχώρηση του συγκεκριμένου δικαιώματος.
«Το νομοσχέδιο που θα φέρει η κυβέρνηση οφείλει να προβλέπει ισότητα σε όλα τα πεδία: γάμο, τεκνοθεσία και πρόσβαση στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή για όλα τα άτομα και τα ομόφυλα ζευγάρια. Οτιδήποτε άλλο θα ισοδυναμεί πιθανά με νέα διάκριση, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτό συνεπάγεται».
Αντίστοιχη η εικόνα και στη δημοσκόπηση της Opinion Poll. Στην ερώτηση για τη «θεσμοθέτηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών», το 53,3% φαίνεται να διαφωνεί με τα ποσοστά να εκτοξεύονται όταν στο ερώτημα περιλαμβάνεται η τεκνοθεσία.
Περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες διαφωνούν (71,8%), και μόλις το 24,6% συμφωνεί. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων όλων των κομμάτων ανεξαιρέτως φαίνεται να διαφωνεί. Κι όσο το «ενάντια» κρατά γερά το ερώτημα που προκύπτει είναι ένα: είναι τελικά ζήτημα πλειοψηφίας;
Είναι τελικά ζήτημα πλειοψηφίας;
«Ο γάμος των ομοφύλων είναι ήδη καθεστώς σε όλες τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, πλην της Ιταλίας και της Ελλάδας. Η διακριτική μεταχείριση των ομόφυλων ζευγαριών είναι αντισυνταγματική. Αντιβαίνει στο άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος για την ισότητα μεταξύ όλων των πολιτών, στο άρθρο 5 παρ.1 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (χωρίς την υπαγωγή στους σ’αυτό αναφερόμενους περιορισμούς) και στο άρθρο 21 παρ.1 του Συντάγματος για την προστασία του γάμου, της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας.
Η οικογένεια δεν αναφέρεται τυχαία χωριστά από τον γάμο, αλλά γιατί προστατεύεται και ανεξάρτητα από την ύπαρξη του θεσμοθετημένου γάμου. Δεν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι τα ομόφυλα ζεύγη μπορούν να αρκεσθούν στο σύμφωνο συμβίωσης.
Η απαγόρευση του γάμου γι’ αυτά συνιστά διακριτική μεταχείριση, που προσκρούει στα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος και αφήνει νομικά ακάλυπτα τα παιδιά με τα οποία οι ομόφυλοι έχουν δημιουργήσει de facto οικογένεια», αναφέρει στο ΒΗΜΑ η Χριστίνα Σταμπέλου, Ομ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Και συνεχίζει ως προς τις αντιδράσεις: «Προβάλλεται το επιχείρημα, ότι ο γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου αποτελεί απειλή για την παραδοσιακή οικογένεια. Η θέση αυτή πηγάζει από τον φόβο ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των ομόφυλων ζευγαριών, με αντίστοιχο περιορισμό των ετερόφυλων. Όμως ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν προσδιορίζεται ούτε αλλάζει με νομοθετικές ρυθμίσεις.
Η σεξουαλική φύση του κάθε ατόμου είναι αυτή που είναι, τυχόν δε καταπιεστικοί κανόνες και απαγορεύσεις μόνο σε υποκριτικές συμπεριφορές μπορεί να οδηγήσουν. Ας λάβουμε υπόψη ότι συχνά το νέο και το άγνωστο μπορεί να προξενήσει φόβο, όμως ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει ανοιχτούς ορίζοντες και να κρίνει με γνώμονα τη λογική. Ο νομοθέτης έχει και παιδαγωγικό ρόλο, όπως είχε πει ο κορυφαίος οικογενειακολόγος και κοινωνιολόγος του δικαίου, Jean Carbonnier.
Ο νομοθέτης πρέπει να παρακολουθεί τον σφυγμό της κοινωνίας, να πηγαίνει και λίγο μπροστά και να μην μένει πίσω, περιμένοντας να μην υπάρχει ούτε ένας πολίτης που να διαφωνεί με ό,τι καινούργιο».
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία των πολιτών φαίνεται μάλλον να αντιτάσσεται στην ομόφυλη γονεϊκότητα. Πώς κινείται ο νομοθέτης σε αυτές τις περιπτώσεις; «Η κοινή γνώμη δεν μπορεί να συνιστά καθοριστικό γνώμονα νομοθέτησης.
Η λήψη μέτρων για την προστασία και κατοχύρωση δικαιωμάτων της μειοψηφίας, προς την κατεύθυνση της άρσης των διακρίσεων, είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και δεν μπορεί να εξαρτάται από την αποδοχή της πλειοψηφίας.
Σε νομικό επίπεδο, εξάλλου, η θεσμοθέτηση του γάμου των ομοφύλων, με παράλληλο αποκλεισμό της τεκνοθεσίας από αυτούς δεν ευσταθεί. Στον Αστικό Κώδικα προβλέπεται ότι σύζυγοι μπορούν να προβαίνουν από κοινού σε υιοθεσία παιδιού. Εφόσον αναγνωριστεί η ελευθερία σύναψης γάμου με πρόσωπο ανεξαρτήτως φύλου, όπως και κρίνω ότι επιβάλλεται να συμβεί, δεν είναι δυνατόν στη συνέχεια οι ομόφυλοι σύζυγοι να αποκλειστούν σύννομα από την υιοθεσία, αφού μια τέτοια ρύθμιση θα συνιστούσε διακριτική μεταχείριση εις βάρος τους.
Πέραν τούτου, λόγος αποκλεισμός των ομόφυλων συζύγων εν γένει από την τεκνοθεσία δεν υφίσταται ούτε υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, η εξυπηρέτηση του οποίου αποτελεί βασική προϋπόθεση της υιοθεσίας κατά το δίκαιό μας», αναφέρει στο ΒΗΜΑ η Ελένη Ζερβογιάννη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου.
Τα «αόρατα» παιδιά
Και φτάνουμε στο πιο κρίσιμο σημείο. Στα παιδιά. Σε εκείνα τα παιδιά που υφίστανται διακρίσεις και είναι σε πολλές των περιπτώσεων «ξεκρέμαστα». Υπάρχουν διακρίσεις για παιδιά, οι οποίες πρέπει να αρθούν. Μέσα σε αυτά τα χρόνια η ελληνική κοινωνία εξελίχθηκε και τα εναλλακτικά οικογενειακά σχήματα απέκτησαν ορατότητα και νομική αναγνώριση.
Η ελληνική κοινωνία δεν έχασε ποτέ την ευαισθησία της προς τα παιδιά. Για αυτά οφείλουμε να παλέψουμε, όσες αντιρρήσεις/αμφιβολίες/φόβοι κι αν στην πορεία εκφράζονται. Η Έλενα Όλγα Χρηστίδη μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αναφέρει στο ΒΗΜΑ: «Είμαστε απολύτως υπέρ της θέσπισης της ισότητας στον γάμο.
Αναμένουμε το νομοσχέδιο και θα τοποθετηθούμε επ’ αυτού πιο συγκεκριμένα. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, σημειώνουμε ότι η ισονομία και τα δικαιώματα δεν τίθενται με όρους πλειοψηφίας της κοινωνίας και δεν μπορούν να τίθενται επίσης υπό την κρίση θεσμών, όπως η Εκκλησία».
Από την πλευρά της η κ. Σταμπέλου, προσθέτει: «Τα παιδιά που ζουν με ομόφυλους γονείς, χωρίς αυτοί να είναι και νομικά αναγνωρισμένοι γονείς, στερούνται όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη (νομική) γονική σχέση με δύο γονείς: δικαίωμα διατροφής, κληρονομικό δικαίωμα, απόλαυση όλων των εκφάνσεων της γονικής μέριμνας από μέρους και των δύο γονέων. Στο σύμφωνο συμβίωσης δεν προβλέπεται η δυνατότητα υιοθεσίας ούτε για τα ομόφυλα ούτε για τα ετερόφυλα ζεύγη.
Με τη θεσμοθέτηση του γάμου των ομοφύλων επιβάλλεται και η τεκνοθεσία. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της παιδικής ηλικίας (άρ.21 Σ) παραβιάζεται, αν δεν καλυφθεί νομοθετικά η τεκνοθεσία των ομοφύλων. Να μπορεί κάποιο πρόσωπο να υιοθετήσει το τέκνο του/της ομόφυλου/ης συντρόφου του ή να υιοθετήσουν και οι δύο σύντροφοι από κοινού ένα παιδάκι. Το βήμα αυτό θα βοηθήσει και στην αποϊδρυματοποίηση πολλών παιδιών, που θα απολαύσουν έτσι τη στοργή και την προστασία μιας οικογένειας».
Παραδείγματα καθημερινών διακρίσεων
Για «αόρατα» παιδιά κάνει λόγο η κ. Ζερβογιάννη και δίνει σαφή καθημερινά παραδείγματα που μόνο δύσκολη -και επικίνδυνη- κάνουν πολλές φορές τη ζωή τους. «Στη χώρα μας τα παιδιά που μεγαλώνουν στην πράξη από ομόφυλους γονείς είναι κατά μία έννοια αόρατα. Νομικά γονέας τους είναι μόνο ο ένας από τους ομόφυλους συντρόφους.
Τον άλλο σύντροφο μπορούμε να τον ονομάσουμε ‘’κοινωνικό γονέα’’ γιατί έχει μεν αναλάβει γονεϊκό ρόλο, αλλά δεν αναγνωρίζεται ως γονέας από το δίκαιο. Αυτό έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες. Επειδή ο νομικός γονέας κατά το δίκαιό μας οφείλει να ασκεί την γονική μέριμνα αυτοπροσώπως, δεν μπορεί παρά να αναθέτει συγκεκριμένα μόνο καθήκοντα επιμέλειας στον κοινωνικό γονέα.
Ο κοινωνικός γονέας δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις ούτε για τα καθημερινά ή επείγοντα ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με το παιδί. Δεν νομιμοποιείται λ.χ. να υπογράψει για να πάει το παιδί εκδρομή με το σχολείο ούτε, αν το παιδί πέσει και χτυπήσει, να συναινέσει να του κάνει ο γιατρός ράμματα. Η νομική θέση του κοινωνικού γονέα είναι εν πολλοίς αντίστοιχη με εκείνη της babysitter.
«Η λήψη μέτρων για την προστασία και κατοχύρωση δικαιωμάτων της μειοψηφίας, προς την κατεύθυνση της άρσης των διακρίσεων, είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και δεν μπορεί να εξαρτάται από την αποδοχή της πλειοψηφίας».
Αν η σχέση του νομικού γονέα με τον κοινωνικό γονέα διακοπεί, το μόνο δικαίωμα του κοινωνικού γονέα (και αυτό μόλις από το 2021 και μετά – πρόκειται για διάταξη που προστέθηκε στον Αστικό Κώδικα με τον νόμο για την συνεπιμέλεια) είναι η επικοινωνία με το παιδί, η οποία πάντως είναι σαφώς πιο περιορισμένη από την επικοινωνία που προβλέπεται στο δίκαιο μεταξύ γονέα και παιδιού.
Τέλος, αν ο νομικός γονέας του παιδιού πεθάνει (ή, πάντως, δεν είναι σε θέση να ασκήσει τη γονική μέριμνα), τον ρόλο αυτό δεν τον αναλαμβάνει κατ’ ανάγκη ο άλλος σύντροφος, δηλαδή ο κοινωνικός γονέας, όπως στην πράξη έκανε ως τότε, αλλά απόκειται στο δικαστήριο να ορίσει κάποιο πρόσωπο ως επίτροπο για το παιδί.
Αν ο νομικός γονέας δεν είχε προνοήσει να δηλώσει, με τον τύπο που προβλέπεται στον νόμο, το πρόσωπο που θα επιθυμούσε να αναλάβει τον ρόλο αυτό, το δικαστήριο ορίζει ως επίτροπο, κατά τον νόμο, το ‘’καταλληλότερο’’ κατά την κρίση του πρόσωπο, με προτίμηση προς τους πλησιέστερους συγγενείς του ανηλίκου. Η ισχύουσα ρύθμιση επιδρά αρνητικά περαιτέρω και σε δικαιώματα του παιδιού, όπως το δικαίωμα διατροφής.
Τέλος, ο κοινωνικός γονέας, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως τρίτος σε σχέση με το παιδί, δεν μπορεί να προχωρήσει στην ασφάλιση του παιδιού ως έμμεσα ασφαλισμένου, αν ο νομικός γονέας του παιδιού είναι άνεργος».
Τεκνοθεσία και πρόσβαση στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή
Τα χαρτιά Μητσοτάκη παραμένουν κλειστά με τις πληροφορίες να θέλουν τον πρωθυπουργό να βάζει αστερίσκο στην τεκνοθεσία και να εξηγεί πως το δικαίωμα ναι μεν θα προβλέπεται για τα ομόφυλα ζευγάρια, αλλά όχι το δικαίωμα στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή μέσω παρένθετης μητέρας.
Επομένως, θα παραμείνει πιστός στη δέσμευσή του για το νομοσχέδιο που έχει ήδη εξαγγείλει δύο φορές και θα προσπαθήσει να κατευνάσει τα πνεύματα ενόψει και Ευρωεκλογών. Για την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι ξεκάθαρο πως μια τέτοια προσθήκη στο νομοσχέδιο θα ανοίξει «παράθυρο» σε νέου είδους διακρίσεις.
«Για να διασφαλίζεται ο πλήρης σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ισονομία, το νομοσχέδιο που θα φέρει η κυβέρνηση οφείλει να προβλέπει ισότητα σε όλα τα πεδία: γάμο, τεκνοθεσία και πρόσβαση στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή για όλα τα άτομα και τα ομόφυλα ζευγάρια. Οτιδήποτε άλλο θα ισοδυναμεί πιθανά με νέα διάκριση, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτό συνεπάγεται», αναφέρει η κ. Χρηστίδη στο ΒΗΜΑ.
«Τα παιδιά που ζουν με ομόφυλους γονείς, χωρίς αυτοί να είναι και νομικά αναγνωρισμένοι γονείς, στερούνται όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη (νομική) γονική σχέση με δύο γονείς: δικαίωμα διατροφής και κληρονομικό δικαίωμα».
Η κ. Σταμπέλου αναφέρεται σε αυτή τη δυνατότητα τροποποίησης του σχετικού άρθρου του Αστικού Κώδικα. «Θα μπορούσε να επιτραπεί ακόμη, με τροποποίηση του άρθρου 1458 του Αστικού Κώδικα, η απόκτηση τέκνου με παρένθετη μητέρα, εκτός από τις γυναίκες για τις οποίες ήδη επιτρέπεται, και από όλους τους άνδρες, ομόφυλους ή ετερόφυλους.
Η σχέση γονέων και τέκνων σε οικογένειες ομοφύλων μπορεί να υπάρχει ούτως ή άλλως de facto, είτε επιτρέπεται είτε όχι.
Κι έχουμε δείξει γιατί είναι προτιμότερο να αναγνωρισθεί και νομικά και για τους γονείς και κυρίως για τα παιδιά. Οι ψυχολογικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί μέχρι στιγμής έδειξαν ότι τα παιδιά με ομοφυλόφιλους γονείς δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα παιδιά ετεροφυλόφιλων γονέων στη συναισθηματική τους ανάπτυξη και στη σχέση τους με άλλα παιδιά ή ενήλικες.
Η ψυχική ανάπτυξη του παιδιού δεν επηρεάζεται από τον σεξουαλικό προσανατολισμό των γονέων, αλλά από την ποιότητα της σχέσης γονέα-παιδιού». Ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος και η κ. Ζερβογιάννη: «Ευκταίο θα ήταν ο νομοθέτης να βρει το θάρρος να προχωρήσει περαιτέρω, επεκτείνοντας τη δυνατότητα απόκτησης παιδιού με τις μεθόδους της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στα ομόφυλα ζευγάρια, όπως προβλέπεται στην πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο αποκλεισμός της δυνατότητας αυτής είναι άλλωστε και στην πράξη αλυσιτελής. Όσον αφορά στα ζευγάρια γυναικών, σαφώς δεν αποκλείεται να αποκτήσει πρώτα η μία σύντροφος, ως μόνη άγαμη γυναίκα, παιδί με τεχνητή γονιμοποίηση, μετά να παντρευτεί και το παιδί να το υιοθετήσει η άλλη.
Και πέραν τούτου, η δυνατότητα απόκτησης παιδιού με τις μεθόδους της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής παρέχεται σε ομόφυλα ζευγάρια σε χώρες του εξωτερικού, και εφόσον οι ομόφυλοι σύζυγοι αποκτήσουν έτσι παιδί, η ελληνική πολιτεία, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα πρέπει να τους αναγνωρίσει τελικά ως γονείς του παιδιού».