Το σκηνοθετικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Βρετανής ηθοποιού, σεναριογράφου και παραγωγού Emerald Fennell τής χάρισε το πρώτο της Όσκαρ. Ο λόγος για το «A Promising Young Woman» που, αν και έλαβε το βραβείο πρωτότυπου σεναρίου από την Ακαδημία, είχε διχάσει θεατές και κριτικούς σχετικά με το εάν τελικά επρόκειτο για μια ταινία άκρως φεμινιστική ή αν οδηγούσε τις γυναίκες μερικές δεκαετίες πίσω.
Ακριβώς το ίδιο, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, φαίνεται να έχει πετύχει και η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Fennell: να διχάσει τρομερά όσους το έχουν δει. Μόνο που αυτή τη φορά στο επίκεντρο του διχασμού βρίσκονται θέματα κοινωνικής τάξης και σεξουαλικότητας. Και μιλάμε για τέτοια επίπεδα διχασμού που πλέον το «Saltburn» μπορεί δικαιωματικά να καυχιέται πως είναι η πιο αμφιλεγόμενη ταινία της χρονιάς (εκείνης που μόλις τέλειωσε).
Τα δύο αντίθετα στρατόπεδα διαμορφώνονται ως εξής: από τη μία στοιχίζονται αρκετοί θεατές και πλήθος κριτικών που βρίσκουν πως η ταινία είναι ένα φανταχτερό, αυτάρεσκο χάος κενών προκλήσεων· από την άλλη στέκουν εκείνοι που θεωρούν ότι το «Saltburn» είναι το απόλυτο σατυρικό θρίλερ της χρονιάς, μια λάγνα, σύγχρονη και τολμηρή εκδοχή της κλασικής τηλεοπτικής μεταφοράς της «Επιστροφής στο Μπράιντσχεντ» (1981). Όσο για τον κεντρικό ήρωα, τον οποίο υποδύεται με περίσσιο «καύσο» ο βραβευμένος με Όσκαρ Barry Keoghan, σε αυτόν οι φαν της ταινίας βλέπουν μια πιο ηδυπαθή εκδοχή του ταλαντούχου κύριου Ριπλέι.
Τι συμβαίνει στο Saltburn;
Το στόρι της ταινίας θα μπορούσε χιουμοριστικά κι εν ολίγοις να συνοψιστεί στους τέσσερις πρώτους στίχους από το άσμα «Κορμί κι αλάτι», ο τίτλος του οποίου από διαβολική σύμπτωση κουμπώνει σε εκείνον της ταινίας. Σταματώ τα κρύα αλά Jon Koy αστεία και συνεχίζω.
Η ιστορία ξεκινά όταν ένας πρωτοετής φοιτητής με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ονόματι Oliver Quick (Barry Keoghan) μαγεύεται από έναν συμφοιτητή του, ο οποίος τυγχάνει να είναι ο διάδοχος του στέμματος της ελίτ των μελλοντικών αποφοίτων. Το όνομα αυτού Felix Catton (Jacob Elordi). Τον Oliver γοητεύουν τα πάντα γύρω από τον Felix. Αλλά κι εκείνος φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα από τις ιστορίες του Oliver γύρω από τον πατέρα του και την άθλια οικογενειακή ζωή του. Έτσι που κάποια στιγμή ο Felix προσκαλεί τον Oliver να περάσει το καλοκαίρι στο πολυτελές εξοχικό κτήμα της οικογένειάς του, το Saltburn.
Εκεί ο Oliver γίνεται πολύ γρήγορα συμπαθής στους κοσμοπολίτες, αριστοκράτες και συνειδητά επιλήσμονες του υπόλοιπου κόσμου γονείς του Felix, Lady Elspeth και Sir James (Rosamund Pike και Richard E. Grant) και την ιδιόρρυθμη αδελφή του Venetia (Alison Oliver). Πιο δύσκολο καρύδι αποδεικνύεται ο Αμερικανός ξάδελφος του Felix, Farleigh (Archie Madekwe), ο οποίος στο πρόσωπο του Oliver βλέπει έναν ανταγωνιστεί που απειλεί να πάρει τη δική του θέση ως διορισμένου «φτωχού συγγενή».
Καθώς το καλοκαίρι κυλά, η ένταση κορυφώνεται. Όσο ο Oliver εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στα άδυτα της εξωφρενικής έπαυλης και των δυσλειτουργικών ιδιοκτητών της, η εμμονή του με τον Felix γιγαντώνεται. Ο Oliver παραδίδεται στη λαγνεία, την απληστία και τα σκοτεινά, μοχθηρά βάθη της ίδιας του της ψυχής.
Τι πήγε τόσο λάθος;
Καταρχάς, ας ξεκαθαρίσουμε πως δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στις αναφορές που μπορεί να κάνει μια νέα ταινία σε άλλες προγενέστερές της. Όμως, η προσέγγιση των θεμάτων μιας ταινίας, πολύ περισσότερο κι από την πλοκή της καμιά φορά, είναι το παν. Και εκεί είναι που ουσιαστικά το «Saltburn» αποτυγχάνει.
Η ευκαιρία της Fennell να κάνει μια σπουδή επάνω στην κοινωνική δομή της Βρετανίας, τον ταξικό φθόνο και την καταπιεσμένη επιθυμία καταρρέει κάτω από μια υπέρμετρη αυταρέσκεια. Κι αυτό γιατί η Fennell δεν παίρνει θέση απέναντι στα θέματα που προσπαθεί να θίξει.
Αντίθετα, επενδύει στην – αντικειμενικά αριστοτεχνική – οπτική αισθητική, στη διάχυτη millennial νοσταλγία, στις θανατηφόρες ατάκες και, τέλος, σε μια σειρά από καλογυρισμένα κοντινά κάθε σωματικού υγρού που μπορεί κανείς να βάλει με το νου του. Όπως επισημαίνει όμως και ο κριτικός κινηματογράφου Wesley Morris στους The New York Times, η ταινία είναι υπερβολικά αυτάρεσκη «για να προκαλέσει κάτι που θα χαρακτηρίζαμε ως γνήσια διέγερση».
Η επιστροφή της ταλαντούχας κ. Fennell στην Οξφόρδη της νιότης της
Αισθητικά, ναι, το «Saltburn» είναι υποδειγματικά ατμοσφαιρικό, «ένας θρίαμβος του κινηματογράφου της υπερβολής, σε όλη του την οργιαστική, αδιαμαρτύρητη δόξα», όπως γράφει η δημοσιογράφος και συγγραφέας Maureen Lee Lenker στο Entertainment Weekly. Η Fennell έχει πράγματι ιδιαίτερο ταλέντο στη σύνθεση εικόνων και τη δημιουργία καρέ που διεγείρουν τις αισθήσεις.
Στο πλαίσιο βέβαια της συζήτησης για την συγκεκριμένη ταινία, αξίζει σίγουρα να σημειωθεί και το γεγονός ότι η Fennell έχει πολύ ισχυρή οπτική κατανόηση αυτού του κόσμου ακριβώς επειδή η ίδια είναι γόνος διάσημου σχεδιαστή κοσμημάτων γνωστού με το ψευδώνυμο «Ο Βασιλιάς του Κοσμήματος» και για το εκλεκτό του πελατολόγιο, το οποίο είναι αντίστοιχο του «Tour d’Argent» στο Παρίσι.
Η Fennell, που αποφοίτησε κι η ίδια από την Οξφόρδη περίπου την εποχή που οι φανταστικοί χαρακτήρες της πρωτοφτάνουν εκεί, έχει σαφώς περάσει χρόνο γύρω από ανθρώπους σαν τον Felix. Έτσι, δεν είναι να απορεί κανείς που οι απεικονίσεις της ταινίας μακρόσυρτων τυπικοτήτων και περιστασιακών απολαύσεων μιας τέτοιου είδους οικογενειακής ζωής φέρουν τέτοια γλαφυρότητα.
Οι άσσοι στα μανίκια του «Saltburn»
Εκείνο που σίγουρα είναι εξαιρετικό είναι η κινηματογράφηση του Linus Sandgren, καθώς αποτυπώνει όλο το μεγαλείο και τη χλιδή της αδιανόητης ανακτορικής κατοικίας του 14ου αιώνα, η οποία βρίσκεται στο Northamptonshire και δεν έχει εμφανιστεί ποτέ ξανά σε ταινία. Την ίδια στιγμή όμως καταφέρνει και να της προσδώσει μια απόκοσμα δυσώδη αίσθηση, λες και τα θεμέλιά της είναι ποτισμένα με την ίδια της τη χολή. Επιπλέον, ο εξωφρενικός σχεδιασμός παραγωγής της Suzie Davies ζωντανεύει το κτήμα, δίνοντας σε κάθε δωμάτιο τη δική του ταυτότητα.
Η μεγαλύτερη δύναμη του «Saltburn» έγκειται στο σύνολο των ηθοποιών του. Ο Barry Keoghan δίνει μια ατρόμητη μέχρις εσχάτων ερμηνεία ως Oliver, καταφέρνοντας να χειριστεί άψογα τον χαρακτήρα του. Η Rosamund Pike, ως Lady Elspeth, και ο Archie Madekwe, που ενσαρκώνει τον συγκρουσιακό ξάδερφο Farleigh, δίνουν κι εκείνοι εξαιρετικές ερμηνείες. Και αν η σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ της Fennell εδώ λειτουργεί, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο εντυπωσιακό αυτό καστ.
Και τελικά;
Όσο κι αν με το «Saltburn» η Fennell επιχειρεί να σκιαγραφήσει μια παρασιτική σχέση αγάπης και μίσους μεταξύ βρετανικής ελίτ και επίδοξων κοινωνικών αναρριχητών που οδηγεί σε αμοιβαία εγγυημένη καταστροφή, στο τέλος μοιάζει να υποστηρίζει σθεναρά το παρόν status quo, δαιμονοποιώντας την κοινωνική κινητικότητα περισσότερο και από τον ελιτισμό της μειοψηφικής ελίτ. Και αυτό από μόνο του καθιστά την ταινία ένα περίτεχνα διακοσμημένο κι ενθουσιωδώς ερμηνευμένο ομοίωμα αυτού που θα μπορούσε να είναι.