«Καλημέρα, ένα βάζο συκαλάκι θα ήθελα. Άντε βάλε μου και λίγο γλυκό πορτοκάλι», λέει η 75χρονη κυρία Σωτηρία, γέννημα θρέμμα Πειραιώτισσα στον κ. Σπύρο Οικονομίδη, την τρίτη γενιά της οικογένειας που… τρέχει το «Έξτρα», ένα παραδοσιακό κατάστημα επί της οδού Τσαμαδού, το οποίο από το 1928 πουλά ξηρούς καρπούς, καφέδες και ζαχαρώδη.
«Μπορείς να τα βρεις τέτοια γλυκά του κουταλιού στο σούπερ μάρκετ;», μας ρωτά, την ώρα που ο φακός του «Βήματος» αποτυπώνει το εκλεκτικιστικό κτίριο στο οποίο στεγάζεται το μαγαζί.
Χτισμένο πιθανότατα στις αρχές του 20ού αιώνα διατηρεί υστεροκλασικιστικά γνωρίσματα στην όψη του και νεωτεριστικά στοιχεία στις αρχιτεκτονικές του λεπτομέρειες (π.χ. στα κιγκλιδώματα) που ακόμη ξεχωρίζουν παρά την εγκατάλειψη των πάνω ορόφων. Επιβλητικό είναι και το μοτίβο του μαιάνδρου στη στέψη του δευτέρου ορόφου, το οποίο αντανακλά την αναζήτηση και την προβολή της «ελληνικότητας» κατά την εποχή που ανεγέρθηκε. Στην ίδια πλευρά της οδού Τσαμαδού, στέκουν ακόμη όρθια παλαιά καταστήματα και επαγγελματικά κτίρια του 19ου αιώνα.
1.035 αξιόλογα κτίρια μόνο στο κέντρο του Πειραιά
Η περιήγηση στους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς του μεγάλου λιμανιού ξεκίνησε με ξεναγούς την επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος της Monumenta για την «Καταγραφή και Ανάδειξη κτιρίων 19ου και 20ου αιώνα» καθηγήτρια κυρία Σταματίνα Μαλικούτη και τη συντονίστρια της δράσης, αρχαιολόγο, κυρία Ειρήνη Γρατσία. Η οργάνωση, αφού ολοκλήρωσε το διάστημα 2013-2020 αντίστοιχη καταγραφή στην Αθήνα, με αποκλειστική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), ξεκίνησε τον Νοέμβριο την αποτύπωση του αρχιτεκτονικού θησαυρού στον Πειραιά.
Η εκκίνηση της έρευνας έγινε από το δεύτερο δημοτικό διαμέρισμα που περιλαμβάνει μια περιοχή από το Πασαλιμάνι, την Τερψιθέα, την Τρούμπα και το Κέντρο της πόλης έως την Αγορά και την περιοχή του Ηλεκτρικού και, από τη άλλη πλευρά, έως τη Γούβα του Βαβούλα, την Καστέλλα, τον Προφήτη Ηλία και το Μικρολίμανο. Θα ακολουθήσουν στη συνέχεια οι καταγραφές και στα υπόλοιπα πέντε δημοτικά διαμερίσματα του Πειραιά.
Έως σήμερα η κυρία Μαλικούτη έχει εντοπίσει περίπου 1.035 αξιόλογα κτίρια μόνο στον κεντρικό τομέα της πόλης, και ήδη οι εθελοντές της Monumenta έχουν… πάρει τους δρόμους συλλέγοντας για κάθε ένα από αυτά ότι στοιχεία μπορούν να εντοπίσουν για την τεκμηρίωση των κτιρίων της περιόδου 1830-1940, από παλιές φωτογραφίες και αρχιτεκτονικά σχέδια έως προσωπικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν, ζουν ή εργάζονται σε αυτά τα κτίρια, των μηχανικών που τα σχεδίασαν και συγκεντρώνοντας πολύτιμα αρχεία από τους ιδιοκτήτες τους.
Στην περιοχή της αγοράς, το τριώροφο κατάστημα του υφασματέμπορου κ. Φίλιππου Καρελλά, κτισμένο το 1929 στη συμβολή των οδών Νικήτα και Εθνικής Αντιστάσεως, με τις αρχιτεκτονικές επιταγές του Bauhaus, φέρει ακόμη σημάδια που μαρτυρούν την ιστορία του, όπως τα ίχνη μιας βαριάς πόρτας εισόδου, όταν ακόμη στέγαζε υποκατάστημα τραπέζης, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
«Αρχικά λειτούργησε ως υαλοπωλείο, από τον πρώτο ιδιοκτήτη του κτιρίου τον Γεώργιο Χουτόπουλο, έπειτα ως τράπεζα. Τότε είχε ένα μετζοπάτωμα «κρεμασμένο» από τον πρώτο όροφο, ανοιχτό, σαν εσωτερικό μεγάλο μπαλκόνι. Το 1967 αγοράστηκε από τον πατέρα μου και λειτούργησε μέχρι το 1973 ως βιοτεχνία ενδυμάτων και έπειτα, έως και σήμερα, ως υφασματάδικο, το οποίο πλέον έχει περάσει στην κόρη μου», αναφέρει ο κ. Καρελλάς.
Αν και παλιό, είναι γερό «σκαρί» καθώς, όπως λέει ο ίδιος, τίποτε δεν έπαθε στον βομβαρδισμό του Πειραιά το ΄44 και ας έσκασε βόμβα μπροστά του. «Απέναντι συνήθιζαν να στέκονται οι αραμπάδες. Χτύπησαν οι σειρήνες και όλοι έτρεξαν κάτω από τις καρότσες τους για να σωθούν. Ελάχιστες ήταν οι ζημιές στο κτίριο». Αντίθετα, λίγα μέτρα πιο κάτω στην οδό Νικήτα, από το κατάστημα «Εδώδιμα Δημητρίου» σώθηκε ατόφιος μόνο ο ξύλινος πάγκος, ο οποίος παραμένει εκεί έως σήμερα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι από τα περίπου 200 κτίρια που έως σήμερα έχουν επισκεφθεί οι εθελοντές της Monumenta, το 20% αξιοποιείται από απογόνους της ίδιας οικογένειας, γεγονός που διευκολύνει την έρευνα για τα συγκεκριμένα ακίνητα. Η αρχιτεκτονική ταυτότητα του Πειραιά κατά την περίοδο 1830 – 1940 προσφέρει ένα ανεξάντλητο πεδίο έρευνας και η καταγραφή της, όπως αναφέρει η κυρία Γρατσία, θα οδηγήσει στην αποκάλυψη μιας κληρονομιάς ανεκτίμητης αξίας για τους κατοίκους της, αλλά και τους επισκέπτες της πόλης.
Τα Μέγαρα που σώζονται
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η ποικιλία μορφών και κτηριολογικών τύπων, από κατοικίες, αστικές και λαϊκές, βιομηχανικά κελύφη, ξενοδοχεία, κτίρια γραφείων που χτίστηκαν από το 1860 κι έπειτα όταν ξεκίνησε η ανοδική πορεία της πόλης, σε όλα τα επίπεδα. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην περιοχή της αγοράς διασώζονται πολλά Μέγαρα που χτίστηκαν για επαγγελματική χρήση την περίοδο της μεγάλης άνθισης της πόλης, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τη δεκαετία του ΄20 οπότε η ανάπτυξη ανακόπτεται. Πολλά από αυτά σήμερα φιλοξενούν εμπορικές χρήσεις, σχολές, γραφεία κλπ.
«Η κατασκευή των κτιρίων υπακούει την εκάστοτε τρέχουσα οικοδομική τεχνολογία, όπως αυτή εφαρμόζεται στα αστικά κέντρα. Σε ότι αφορά στην αρχιτεκτονική μορφολογία, είναι ευδιάκριτα επηρεασμένη από την αθηναϊκή αρχιτεκτονική της εποχής», σημειώνει η κυρία Μαλικούτη. Και προσθέτει: «Στον Πειραιά παρατηρούμε στα πολυάριθμα σωζόμενα σύνολα κτιρίων ή μεμονωμένων κελυφών την απόδοση των γνωρισμάτων του νεοκλασικισμού σε όλη την πορεία του, του εκλεκτικισμού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, των μεταβατικών ρευμάτων έως τα μέσα της δεκαετίας του 1920, καθώς και του μοντέρνου κινήματος».
Αρκετά κτίρια του Πειραιά είναι χαρακτηρισμένα ως μνημεία ή διατηρητέα. «Ωστόσο, η κληρονομία αυτή συστηματικά απαξιώνεται με κατεδαφίσεις, αλλοιώσεις και εγκατάλειψη, παρασύροντας μαζί της μνήμες, ιστορίες, αισθήσεις, όλα αυτά που συνθέτουν μια πόλη. Η ταυτότητα του Πειραιά κινδυνεύει να χαθεί μαζί με τα κτίρια που φεύγουν», επισημαίνει η κυρία Γρατσία.
Ωστόσο, εκτός από εγκαταλειμμένα νεοκλασικά, «στοιχειωμένες» επαύλεις, ξεχασμένα εμπορικά ή βιομηχανικά κουφάρια, τα τελευταία χρόνια πολλά είναι τα αξιόλογα κτίρια που έχουν αναπαλαιωθεί και στεγάζουν εμπορικά καταστήματα και επιχειρήσεις. Όπως το ιστορικό Μέγαρο Πολίτη (περικλείεται από τις οδούς Λυκούργου, Δημ. Γούναρη και Τσαμαδού), το οποίο είναι ένα σύνθετο οικοδόμημα καταστημάτων – γραφείων που αναπτύχθηκε σε δύο οικοδομικές φάσεις, την παλαιότερη του 1874 στη γωνία με την οδό Τσαμαδού και την μετέπειτα του 1922 στη γωνία με την οδό Λυκούργου.
«Το παλαιότερο κτίριο, που σημειώνεται αργότερα ως ιδιοκτησία της Έλενας Σκυλίτση – Βενιζέλου, είναι ένα ώριμο νεοκλασικό με αξιοθαύμαστη συμμετρία ως προς την διχοτόμο της γωνίας Γούναρη – Τσαμαδού και κατά τις τρεις διαστάσεις, δηλαδή και στην κάτοψη και στις όψεις. Θυμάμαι την έκπληξή μου, όταν είδα τη λειτουργική διάρθρωση του ορόφου, πριν από την πρόσφατη αποκατάσταση. Δύο ελλειπτικοί χώροι υποδοχής οργανώνονταν σε συνάρτηση με το κεντρικό οκτάγωνο στη γωνία, που αντιστοιχεί στο οκταγωνικό δώμα του κτιρίου, και περιβάλλονταν από έναν ευρύχωρο διάδρομο. Η διάταξη αυτή δικαιολογείται από την αρχική διαμόρφωση του κτιρίου, το οποίο είχε στοά πλάτους 4 μέτρων μπροστά από τα καταστήματα του ισογείου, που έκλεισε μεταγενέστερα», σημειώνει η κ. Μαλικούτη, επισημαίνοντας ότι οι στοές στα οικοδομήματα των κεντρικών δρόμων έγιναν υποχρεωτικές το 1863, δίνοντας «αέρα» στα εμπορικά μέγαρα, αλλά το μέτρο ατόνησε αργότερα.
Στην απέναντι γωνία (Δημ. Γούναρη 14 και Τσαμαδού), στέκει κτίριο που οικοδομήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 για να στεγάσει το υποκατάστημα Πειραιώς της Τράπεζας Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως. «Η αρχιτεκτονική σύνθεση υπακούει στις επιταγές του Bauhaus, οι οποίες είναι μέχρι σήμερα αναγνώσιμες στο κέλυφος, παρά τις επιγραφές και τις επιμέρους αλλοιώσεις», σημειώνει η επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος καταγραφής της Monumenta. Μάλιστα, το κτίριο έχει αποτυπωθεί και σε μια θαυμάσια ξυλογραφία του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου η οποία περιλαμβάνεται στο λεύκωμα «Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως. Εικοσιπέντε χρόνια, 1918-1943», που κυκλοφόρησε το 1943.
Η γοητευτική ιστορία της πόλης
Τα ιστορικά κτίρια του Πειραιά αποτυπώνουν τη γοητευτική ιστορία της πόλης, τις περιόδους ακμής, αλλά και τις ημέρες της παρακμής, των πολέμων, της προσφυγιάς. Σήμερα, η ανακατασκευή του Πύργου της πόλης δίνει «ανάσα» και τα γύρω ιστορικά κτίρια. «Είναι μεγάλη η αλλαγή με την αξιοποίηση του Πύργου. Είχε καταντήσει καταυλισμός εδώ γύρω», αναφέρει η κυρία Κατερίνα Δεληγιώργη, ιδιοκτήτρια του ιστορικού μεζεδοπωλείου «Το Στέκι του Αρτέμη», στην καρδιά της κεντρικής αγοράς του Πειραιά.
Στο κτίριο, χτισμένο στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (περί το 1880), στέγασε ο παριανός Αρτέμης Σκαραμαγκάς, το 1926, το ποτοπωλείο του και αμέσως έγινε στέκι για τους μανάβηδες, του κρεοπώλες και τους ψαράδες, τους αχθοφόρους της παλιάς αγοράς (σ.σ. γκρεμίστηκε την περίοδο της Χούντας και στη θέση της χτίστηκε ο Πύργος), τους εργάτες του Περάματος, τους ναυτικούς και τους ταξιδιώτες, αλλά και ορισμένοι από τους πρώτους μάγκες και ρεμπέτες του Πειραιά όπως ο Γιώργος Μπάτης, ο Μήτσος Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας και ο Στέλιος Κερομύτης.
«Λίγα ήταν τα φαγητά που σέρβιρε τότε: τσίρο, φασόλια, γαριδάκι, σαρδέλα, κοπανιστή και ντομάτα τριαντάφυλλο. Όσο για ποτά; Τσίπουρο, ούζο, κρασί και κονιάκ χύμα. Και οκτώ το βράδυ έκλεινε. Λειτουργούσε και ως «άτυπο» ταχυδρομείο της Πάρου. Μάζευε όλα τα δέματα και όταν έπιανε καράβι τα έστελναν στο νησί και το αντίστροφο», αναφέρει η κυρία Δεληγιώργη, η οποία ανέλαβε το κατάστημα από τον πατέρα της Κώστα που το είχε αγοράζει από τα παιδιά του Σκαραμαγκά. Σήμερα, το μενού του είναι μακρύ, αλλά όπως λέει με παράπονο η ιδιοκτήτριά του, «έρχονται πάρα πολλοί τουρίστες, αλλά λιγόστεψαν οι Έλληνες».