Στο πλαίσιο της εκστρατείας του για την επανεκλογή του στη θέση του Προέδρου των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τις αρχές του μικρού κράτους και της αποκέντρωσης που καθόρισαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επί δεκαετίες.

Ο πρώην πρόεδρος σχεδιάζει να ασκήσει την εκτελεστική του εξουσία για να επηρεάσει τα προγράμματα σπουδών των σχολείων, να εμποδίσει τους γιατρούς να προβαίνουν σε ιατρικές παρεμβάσεις σε νεαρά διαφυλικά άτομα και να πιέσει την αστυνομία να υιοθετήσει αυστηρότερες πολιτικές κατά του εγκλήματος. Όλοι αυτοί είναι τομείς στους οποίους παραδοσιακά οι πολιτειακές ή τοπικές αρχές έχουν τον πρώτο λόγο.

Έχει δηλώσει ότι θα ιδρύσει ένα αντι-«woke» πανεπιστήμιο με την υποστήριξη της κυβέρνησης, θα δημιουργήσει έναν εθνικό φορέα που θα πιστοποιεί τους εκπαιδευτικούς «που ενστερνίζονται τις πατριωτικές αξίες» και θα οικοδομήσει «πόλεις της ελευθερίας» σε ομοσπονδιακή γη. Έχει ορκιστεί ότι θα επιστρατεύσει την κυβερνητική εξουσία για να ερευνήσει και να τιμωρήσει τους επικριτές του.

Πρόκειται για ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που μετά βίας θα αναγνώριζαν οι προηγούμενες γενιές Ρεπουμπλικανών πολιτικών, οι οποίοι έκαναν εκστρατείες κατά των οριζόντιων ομοσπονδιακών υποδείξεων και υποστήριζαν ότι οι πολιτειακοί νομοθέτες, οι δήμαρχοι και οι δημοτικές αρχές ήταν οι πλέον κατάλληλοι για να εποπτεύουν τις τοπικές κοινωνίες. Ενώ πολλές από τις προτάσεις του θα ήταν δύσκολο να επιτευχθούν, η ατζέντα της δεύτερης θητείας του Τραμπ, όπως την έχει ο ίδιος περιγράψει, θα απαιτούσε πλήθος νέων ομοσπονδιακών παρεμβάσεων, παρόλο που, την ίδια στιγμή, ζητεί την απόλυση κρατικών υπαλλήλων, την εξουδετέρωση του «βαθέος κράτους» και τον περιορισμό των κανονιστικών ρυθμίσεων.

«Αν κερδίσει ο Τραμπ, οι μέρες της συντηρητικής πολιτικής παράδοσης του μικρού κράτους ίσως γίνουν παρελθόν», δήλωσε ο Lanhee Chen, συνεργάτης στο Ινστιτούτο Hoover του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής πολιτικού προγράμματος στην προεδρική εκστρατεία του Μιτ Ρόμνεϊ το 2012.

Ένα διαφορετικό πρόγραμμα για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα

Για τον Τραμπ, μια δεύτερη προεδρική θητεία θα σηματοδοτούσε την κορύφωση μιας πολυετούς εκστρατείας για την αναδιαμόρφωση του κόμματος κατ’ εικόνα του, σε διάσταση με τα θεμελιώδη ιδανικά που ασπάζονταν επί δεκαετίες ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο Μπάρι Γκολντγουότερ, ο Γουίλιαμ Φ. Μπάκλεϊ και άλλες μορφές του συντηρητικού κινήματος. Αντ’ αυτού, ο Τραμπ συσπείρωσε τα εκατομμύρια των υποστηρικτών του εν μέρει αξιοποιώντας τις πολιτισμικές και κοινωνικές εντάσεις και τη σχετική δυσαρέσκεια που κινούν τη συντηρητική βάση.

Η ραγδαία μετατόπιση των προτεραιοτήτων του κόμματος έχει οδηγήσει τα παλιά στελέχη των Ρεπουμπλικανών σε ένα είδος υπαρξιακής κρίσης. Έχουν δηλώσει κατ’ ιδίαν ότι το σημερινό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι αγνώριστο ακόμη και σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, όταν πολλοί Ρεπουμπλικανοί προέβαλαν ως προεκλογικούς στόχους το λιτότερο κράτος, τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τη μεταρρύθμιση των κοινωνικών παροχών και το ελεύθερο εμπόριο.

Η θητεία του Τραμπ στο Λευκό Οίκο σημαδεύτηκε από διαρκή αύξηση των ετήσιων ελλειμμάτων, λόγω των διακομματικών συμφωνιών για τον κρατικό προϋπολογισμό που αύξησαν τις ομοσπονδιακές δαπάνες. Ξεκίνησε εμπορικό πόλεμο με την Κίνα. Και νωρίτερα μέσα στο χρόνο, προειδοποίησε το κόμμα του να μην «κόψει ούτε δεκάρα από την υγειονομική περίθαλψη ή την κοινωνική ασφάλιση».

«Τι πρεσβεύουμε ως Ρεπουμπλικανοί; Έχουν έρθει τα πάνω-κάτω σε σχέση με την πολιτική μας παράδοση», δήλωσε η Margaret Spellings, η οποία διετέλεσε επικεφαλής του Υπουργείου Παιδείας και του Συμβουλίου Εσωτερικής Πολιτικής στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου.

Ο πόλεμος των πολιτισμών

Οι σύμμαχοι του πρώην προέδρου υποστηρίζουν ότι το κόμμα χρειαζόταν ένα ταρακούνημα και ότι οι Ρεπουμπλικανοί έχαναν τις εκλογές επειδή δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τι ήθελαν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι. Διατείνονται ότι οι κυβερνητικές παρεμβάσεις είναι ένα απαραίτητο διορθωτικό μέτρο απέναντι στις υπερβολές των φιλελεύθερων που προωθούν τις δικές τους ιδέες για τη διαφορετικότητα και την εκπαίδευση.

Η Brooke Rollins –αξιωματούχος του Λευκού Οίκου επί Τραμπ, σήμερα επικεφαλής του America First Policy Institute, μιας δεξαμενής σκέψης που έχει συγκροτηθεί από πρώην συνεργάτες του Τραμπ– υποστήριξε ότι η πλειοψηφία του κοινού πιστεύει ότι «η ομοσπονδιακή κυβέρνηση [πρέπει να] διασφαλίζει ότι εργάζεται για λογαριασμό του λαού».

«Όταν οι τοπικές ή οι πολιτειακές αρχές αποκλίνουν από αυτό, είτε ακούσια είτε εκούσια, τότε πιστεύω ότι η προοπτική πρέπει να είναι, με βάση την προσέγγιση «Πρώτα η Αμερική», η παρέμβαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για να επαναφέρει την ελευθερία στο σωστό σημείο», δήλωσε η Rollins.

Εκπρόσωπος του προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ απέφυγε να σχολιάσει τη δήλωση όταν ερωτήθηκε σχετικά.

Η προσέγγιση του Τραμπ έχει κερδίσει τη μερική υποστήριξη ισχυρών συντηρητικών ομάδων. Ο πρόεδρος του Heritage Foundation, Kevin Roberts, δήλωσε ότι η συντηρητική πολιτική πρέπει «να λάβει υπόψη της την πραγματικότητα της ζημίας που έχει προκαλέσει ο πολιτισμικός πόλεμος».

Αν και οι προτάσεις του Τραμπ για την εκπαιδευτική πολιτική έρχονται σε ρήξη με την πάγια συντηρητική αντίληψη ότι τα σχολεία πρέπει να λειτουργούν υπό την εποπτεία της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο Roberts υποστήριξε ότι θα πρέπει να γίνουν εξαιρέσεις για την απάλειψη της κριτικής φυλετικής θεωρίας από τα σχολικά προγράμματα σπουδών, για παράδειγμα, ή για να διασφαλιστεί ότι οι τρανσέξουαλ αθλητές θα αγωνίζονται μόνο σε ομάδες του φύλου που τους αποδόθηκε κατά τη γέννησή τους.

«Εδώ και δύο γενιές, οι συντηρητικοί λένε: “Ας εφαρμόσουμε την αρχή της επικουρικότητας» – την ιδέα ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται στο καταλληλότερο τοπικό επίπεδο”, δήλωσε ο Roberts. «Και αυτό που έχει συμβεί είναι ότι τα ομοσπονδιακά χρήματα άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι τοπικοί φορείς, ιδίως τα τοπικά σχολικά συμβούλια, λαμβάνουν αποφάσεις. Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα – το σύστημα είναι διεφθαρμένο και νοσεί. Και έτσι, κάθε συντηρητικός που διεκδικεί κάποιο αξίωμα θα ήθελε να το διορθώσει αυτό».

Ορίζοντας εκ νέου τον συντηρητισμό

Ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί προειδοποιούν ότι ο Τραμπ το παρατραβάει.

Ο Judd Gregg από το Νιου Χάμσαιρ, πρώην Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής και κυβερνήτης, δήλωσε ότι οι ιδέες του Trump είναι «αντίθετες με τη συντηρητική σκέψη και τη συντηρητική ιστορία». Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χρηματοδοτεί μόνο ένα μικρό μέρος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και όμως ο Τραμπ θέλει να χρησιμοποιήσει αυτά τα χρήματα για να «απαιτήσει το 100% του ελέγχου».

«Αυτό δεν είναι συντηρητικό – αλλά αυτό είναι το θέμα: Ο Τραμπ δεν είναι συντηρητικός», δήλωσε ο Gregg, ο οποίος έχει ταχθεί υπέρ της προεδρικής υποψηφιότητας της πρώην κυβερνήτη της Νότιας Καρολίνας Νίκι Χέιλι. «Είναι ένας αιρετικός λαϊκιστής και οι απόψεις του δεν έχουν καμία σχέση με οποιαδήποτε φιλοσοφία. Όλα σχετίζονται με τις προσωπικές του απόψεις, οι οποίες βασίζονται σε θεωρητικές πλατφόρμες κάθε είδους, ανάλογα με το πώς ξυπνάει το πρωί».

Ο Gregg δήλωσε ότι βρήκε οξύμωρο το γεγονός ότι ο Τραμπ πρότεινε μια δραστική παρέμβαση της ομοσπονδιακής εξουσίας στα σχολεία, δεδομένου ότι οι συντηρητικοί του είχαν κάποτε κατηγορήσει ότι υπερέβαλλε σε ένα ιστορικό, διακομματικό νομοσχέδιο στου οποίου τη σύνταξη είχε συμβάλει, γνωστό ως «No Child Left Behind» («Κανένα παιδί δεν θα μείνει πίσω»). Το νομοσχέδιο αυτό, το οποίο υπέγραψε ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος το 2002, προέβλεπε εξετάσεις αξιολόγησης στην ανάγνωση και τα μαθηματικά για τους μαθητές ορισμένων τάξεων. Τα σχολεία θα αντιμετώπιζαν κυρώσεις αν δεν κατάφερναν να βοηθήσουν περισσότερους μαθητές να περάσουν τις εξετάσεις, ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, οι βάσεις τίθενταν από τις πολιτείες και όχι από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Ακόμη και ορισμένοι από τους συμμάχους του Τραμπ έχουν εκφράσει κατ’ ιδίαν αμφιβολίες για αρκετές από τις προτάσεις του. Διάφοροι πρώην αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ δήλωσαν ότι είναι επιφυλακτικοί ως προς το κατά πόσον είναι εφικτό το σχέδιο του πρώην προέδρου –το οποίο ανακοίνωσε με βιντεοσκοπημένο μήνυμα στη δική του πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης τον περασμένο μήνα– να ιδρύσει μια «Αμερικανική Ακαδημία» που θα χρηματοδοτείται από τη «φορολόγηση, την επιβολή προστίμων και τις αγωγές» κατά των «υπερβολικά μεγάλων» ιδιωτικών πανεπιστημιακών κληροδοτημάτων, όπως τα χαρακτηρίζει. Ο Τραμπ παρουσίασε αυτό δωρεάν διαδικτυακό εκπαιδευτικό ίδρυμα, που θα χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση, ως εναλλακτική λύση στο σημερινό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. «Δεν θα επιτρέπονται οι ιδέες των «woke» ή των τζιχαντιστών», δήλωσε ο Τραμπ.

Ο Roberts, πρόεδρος της Heritage, δήλωσε ότι «του αρέσει πολύ» το σχέδιο για το πανεπιστήμιο, αλλά είναι αντίθετος με την πρόταση του Τραμπ για ομοσπονδιακή πιστοποίηση των εκπαιδευτικών. «Δε μου αρέσει καθόλου. Είναι πολύ κακή ιδέα», δήλωσε. Η Heritage θέλει να καταργηθεί εντελώς η πιστοποίηση των εκπαιδευτικών. Όπως συμβαίνει με πολλές από τις προτάσεις του Τραμπ για τη δεύτερη θητεία του, δεν έχει δώσει πολλές λεπτομέρειες για το σχέδιο αυτό, εκτός από το γεγονός ότι θα δημιουργήσει έναν «φορέα για την πιστοποίηση των εκπαιδευτικών που ασπάζονται τις πατριωτικές αξίες και υποστηρίζουν τον αμερικανικό τρόπο ζωής».

Χρησιμοποιώντας το κράτος κατά του φιλελευθερισμού

Το πρόγραμμα του Τραμπ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της γενικότερης αλλαγής προσανατολισμού ενός κομματιού του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος υπέρ μιας πιο παρεμβατικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Στο Κογκρέσο, ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί πιέζουν για ομοσπονδιακά μέτρα όπως ανώτατα όρια στα επιτόκια των πιστωτικών καρτών, περιοριστικές ρυθμίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και προστασία των εργαζομένων στις συμβάσεις εργασίας, που δεν συνάδουν με τον παραδοσιακό προσανατολισμό του κόμματος υπέρ των επιχειρήσεων.

Εκτός από τον Τραμπ, και αρκετοί άλλοι υποψήφιοι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για την προεδρία υποστηρίζουν ότι απαιτείται επιθετική χρήση της ομοσπονδιακής εξουσίας για να αντιμετωπιστεί η φιλελεύθερη κοινωνική ατζέντα που, όπως λένε, έχει κυριαρχήσει στα σχολεία, στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στις διοικήσεις των επιχειρήσεων. Ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις έχει δηλώσει ότι «ο παλαιάς κοπής φιλοεπιχειρηματικός ρεπουμπλικανισμός δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της συγκυρίας».

Η ιδέα αυτή αποτελεί επέκταση μιας ιδέας που διατυπώθηκε σε ένα σημαντικό κείμενο του 2016, με τίτλο «The Flight 93 Election», του Michael Anton, ο οποίος στη συνέχεια έγινε σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ. Υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ «βάδιζαν προς την καταστροφή» εξαιτίας της φιλελεύθερης ηγεμονίας των θεσμών και ότι οι παραδοσιακοί συντηρητικοί δεν ήταν προετοιμασμένοι για τη σοβαρότητα του αγώνα.

Ενίοτε είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφήσει κανείς τη φιλοσοφία διακυβέρνησης του Τραμπ. Σε αντίθεση με προηγούμενους προέδρους, το βιογραφικό του δεν περιλαμβάνει πολυετή θητεία σε κυβερνητικές θέσεις, κατά τη διάρκεια της οποίας θα είχε διατυπώσει συνεκτικές θέσεις επί διαφόρων επίκαιρων ζητημάτων. Άνθρωποι που έχουν δουλέψει γι’ αυτόν λένε ότι αδιαφορεί για την τήρηση των διαχρονικών κομματικών κανόνων, ενώ ο πρώην πρόεδρος έχει εκφράσει τόσο κατ’ ιδίαν όσο και δημοσίως την περιφρόνησή του για εμβληματικές φυσιογνωμίες των Ρεπουμπλικανών, όπως ο Μπους.

«Ορισμένα πράγματα τον επηρεάζουν βαθιά και θέλει να τα διορθώσει ο ίδιος. Πιστεύει ότι οι Ρεπουμπλικανοί έχουν υπάρξει υπερβολικά παθητικοί απέναντι σε πολλά από αυτά τα ζητήματα», δήλωσε ο Joe Grogan, πρώην διευθυντής του Συμβουλίου Εσωτερικής Πολιτικής του Τραμπ. «Δεν είναι καθόλου δογματικός. Είναι απολύτως πρόθυμος να πετάξει τους παλιούς κανόνες στα σκουπίδια».

Η ανορθόδοξη και απρόβλεπτη στάση του Τραμπ σε θέματα διακυβέρνησης συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στον Λευκό Οίκο, και μια δεύτερη θητεία θα προωθούσε περαιτέρω αυτή την προσέγγιση.

Σε δεκάδες πολιτικές προτάσεις που έχει διατυπώσει σε ομιλίες και μέσα από τον ιστότοπο της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ έχει ζητήσει να διευρυνθεί σημαντικά ο ρόλος του προέδρου, μεταβιβάζοντας την εξουσία από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες στον ίδιο. Έχει δηλώσει ότι θα περικόψει μείζονα ομοσπονδιακά προγράμματα και θα επαναφέρει την εξουσιοδότηση που είχε λάβει κατά την πρώτη του θητεία να καταργεί δύο ρυθμίσεις για κάθε νέα που τίθεται σε ισχύ.

«Όποιος λέει ότι ο Τραμπ είναι υπέρ του μεγάλου κράτους – κάνει λάθος», δήλωσε ο Rollins.

Περισσότερο κράτος σημαίνει περισσότερη γραφειοκρατία

Για την εφαρμογή πολλών από τις υπόλοιπες προτάσεις του θα χρειαστεί να δημιουργηθούν πρόσθετα επίπεδα κυβερνητικής γραφειοκρατίας, ορισμένα από τα οποία πιθανώς θα ακυρώνουν τις υφιστάμενες πολιτειακές και τοπικές προσπάθειες ή θα αλληλεπικαλύπτονται με αυτές. Η πιστοποίηση των εκπαιδευτικών σε ομοσπονδιακό επίπεδο θα μπορούσε να σημάνει τη δημιουργία ενός νέου κρατικού φορέα που θα περιέπλεκε τις υπάρχουσες προσπάθειες πιστοποίησης σε πολιτειακό επίπεδο.

Για την ίδρυση ενός νέου πανεπιστημίου με κρατική υποστήριξη θα απαιτούνταν ένα δαιδαλώδες σύστημα δημοσίων συμβάσεων για την πρόσληψη διδασκόντων και προσωπικού. Η πρόταση του Τραμπ να κατευθύνει την κυβέρνηση να διενεργήσει έρευνες για τα πάντα, από το ενημερωτικό δίκτυο MSNBC έως τα νοσοκομεία, θα απαιτούσε την πρόσληψη επιπλέον δικηγόρων και άλλων υπαλλήλων για τη διεξαγωγή των ερευνών.

Άλλες ασαφώς διατυπωμένες ιδέες –όπως οι προτάσεις του Τραμπ για τη σύσταση μιας Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης για τον αποχαρακτηρισμό και τη δημοσίευση εγγράφων που αφορούν την «κατασκοπεία του Βαθέος Κράτους» και για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου συστήματος ελέγχου για την επιτήρηση των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών– θα απαιτούσαν επίσης πιθανότατα νέα κυβερνητικά προγράμματα.

Έμπειρα πολιτικά στελέχη της Ουάσινγκτον δήλωσαν ότι πολλά από τα σχέδια του Τραμπ είναι απίθανο να καρποφορήσουν ακόμη και αν κερδίσει τις εκλογές, επικαλούμενοι λογιστικά και οικονομικά εμπόδια, πιθανή αντίθεση του Κογκρέσου και ενδεχόμενες δικαστικές προσφυγές.

Οι προτάσεις του πρώην προέδρου «μπορεί να αποτελούν καλό υλικό για τις προεκλογικές ομιλίες του (τουλάχιστον για την εκλογική βάση του από το ρεύμα “Make America Great Again – Να ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη”), αλλά απέχουν μίλια από τον πραγματικό κόσμο των προγραμμάτων και των πολιτικών», δήλωσε ο Michael Petrilli, αναλυτής εκπαιδευτικής πολιτικής και πρόεδρος του Ινστιτούτου Thomas B. Fordham, σε ηλεκτρονικό του μήνυμα. «Με τις προτάσεις αυτές αποσκοπεί να πάρει θέση στον πολιτισμικό πόλεμο, όχι να παρουσιάσει μια κυβερνητική ατζέντα».

Μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον Andrew Restuccia στο andrew.restuccia@wsj.com και με τον Aaron Zitner στο aaron.zitner@wsj.com