Θα ήταν πολύ οικείο, σχεδόν αβίαστο – κι απολύτως ταυτόσημο με την επαγγελματική ιδιότητα που φέρει από το 1978 ως αθλητικός ρεπόρτερ στον γραπτό και ηλεκτρονικό Τύπο – να έχει ασχοληθεί με τη βιογραφία του Ότο Ρεχάγκελ. Ή του Νίκου Γκάλη πολύ περισσότερο. Του ζητήθηκε επιμόνως, μα απέρριπτε κάθε τέτοιο σενάριο.
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος είχε κατά νου να διηγηθεί με την πένα του άλλες ιστορίες. Πιο «ανθρώπινες», ατόφια κοινωνικές, κάποιες σκοτεινές. Που θα ‘χουν κεντρικούς ήρωες «τρωτά» πρόσωπα της καθημερινότητας. Με πάθη και λάθη μέσα στις «Ένοχες Ζωές» τους. Πρόσωπα φανταστικά πλασμένα στα πρώτα κεφάλαια κι ολοζώντανα (όπως η μοίρα του έφερε) ξεφυλλίζοντας την πορεία του προς τις τελευταίες σελίδες. Φιγούρες ξωτικές και ταξιδιάρικες – σαν εκείνες του Άλκη Αλκαίου στο Πόρτο Ρίκο.
Με τον Μένιο Σακελλαρόπουλο συναντηθήκαμε στα Βριλήσσια για να μυηθούμε εμείς στον κόσμο του. Σε μια γειτονιά που πριν από 35 χρόνια έγινε ο τρόπος για να μειώσει την απόσταση σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι. Ρίζωσε όμως. Και τώρα, ενώ γύρω έβοσκαν κοπάδια από άκακα πρόβατα, μονάχα πολύβουα αυτοκίνητα ακούς να διασχίζουν τον πολυσύχναστο δρόμο.
Γι’ αυτό και πολύ γρήγορα, πριν καν πέσει η «Νύχτα της Λώρας», κινήσαμε για την Ακράτα (του) – το ησυχαστήριό του. Φύγαμε χωρίς αποσκευές. Αρκούσαν «Δυο Μαύρα Πουκάμισα» για μια αλλαξιά. Πήραμε και σκέψεις. Παρέα με τις αμέτρητες εκείνες λέξεις του που σημειώνει χειρόγραφα στο μικροσκοπικό μπλοκ που ‘χει φυλαγμένο στο δεύτερο συρτάρι του μικρού κομοδίνου. Είναι ο ανεξάντλητος «Χορός συμβόλων» του, ένα ανεξίτηλο «Σημάδι» που αφήνει μέσα του η πρώτη αυτή βροχή του Γενάρη. Αυτή που τον συνεπαίρνει, μ’ αυτήν άρχιζε πάντα να γράφει τις πρώτες αράδες. Μια ιεροτελεστία με πρωτόκολλο και κανόνες που δεν παραβίαζε.
Στα χέρια του εμείς γίναμε το «Game Boy» του, ακολουθώντας τον πιστά. Από την Ακράτα κινήσαμε για να διασχίσουμε όλη την Ελλάδα: από την Πάτμο ως τα Γιάννινα και από την Κρήτη ως το Οίτυλο, τα Καλάβρυτα κι από ‘κει στα παράλια της Λέσβου. Σε μέρη άγνωστα κι απάτητα, καλά φυλαγμένα και απροσέγγιστα. Ένας «Πορφυρός Κώδικας» τυλιγμένος από τα φτερά που ‘χει ο «Αρχάγγελος των Βράχων». Εκεί που θαρρείς πως το «Φεγγάρι είναι από Πέτρα».
Μέχρι τη Φλωρεντία, το Λονδίνο και το Όσλο μάς έβγαλε ο δρόμος. Σαν σε «Πυραμίδα της Οργής» που δεν γνωρίζεις που ακριβώς οδηγεί επόμενο βήμα σου.
Ενδιάμεσα, κι αφού «Ενός λεπτού σιγή» κρατήσαμε «Χορεύοντας στη σιωπή», γίναμε τρόφιμοι σωφρονιστικών ιδρυμάτων και ψυχιατρικών κλινικών, μετρήσαμε «13 κεριά στο σκοτάδι» προσπαθώντας να νιώσουμε πώς είναι να ζεις χωρίς φως για τρεις βδομάδες. Κι ήπιαμε διψασμένοι πια μερικές γουλιές από το «Πικρό Γάλα» αντάμα με το «Κορίτσι της Στάχτης» που μόλις είχε επιστρέψει από τη Μελβούρνη για να μας δώσει εκείνο το «Μαύρο Φιλί» στο μάγουλο.
Σε αυτήν την πλεγμένη «Παγίδα των Χρωμάτων» διάρκειας τεσσάρων ωρών, ο Μένιος Σακελλαροπουλος των 20 βιβλίων, της μιας επανέκδοσης και των περισσότερων των 400.000 αντιτύπων μάς ξενάγησε όπου έχει ταξιδέψει αυτός. Αφηγούμενος τις -εν μέσω ατόφιας έμπνευσης και καλοκουρδισμένης συγγραφής- ολόδικές του παρορμήσεις. Απ’ αυτές που αξίζει να διαβάσεις. Χωρίς να κινδυνεύσεις ότι θα «Πεθάνεις ρε» προτού κλείσεις το οπισθόφυλλο.
*****
20 χρόνια ταξίδια με τον Παναθηναϊκό
Έτος: 2003 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Έχει τελειώσει το Παναθηναϊκός – Πόρτο με το γκολ του Ντερλέι στο 116′ της παράτασης. Ως δημοσιογράφοι είχαμε μια «αρρωστημένη» συνήθεια: παραδίδοντας τα κείμενα στις εφημερίδες, πηγαίναμε για φαγητό στη 1 το πρωί και τρώγαμε σαν να μην υπάρχει αύριο, αφού ήμασταν νηστικοί όλη μέρα. Εκείνο το βράδυ το μενού της παρέας είχε γουρουνοπούλα.
Γυρνώντας στο σπίτι, ήμουν έτοιμος να σκάσω κι έβαλα να πιω μια σόδα για να χωνέψω. Ήπια και μια δεύτερη, προτού κάνω μια τυποποιημένη κίνηση που την έκανα επί πολλά χρόνια. Έβγαλα τη διαπίστευση κι άνοιξα να τη βάλω στο συρτάρι μαζί με όλες τις υπόλοιπες. Ήταν η στιγμή που, αντικρίζοντας το γεμάτο συρτάρι, συνειδητοποίησα πως όλα τα ενθύμια εκεί μέσα αντιστοιχούσαν σε τεράστιο βιβλίο. Όχι αμιγώς ποδοσφαιρικό, αλλά το τι συνέβαινε πίσω από τους αγώνες. Όπως τότε που στο Μπέλφαστ βρεθήκαμε μεταξύ των πυρών του ΙΡΑ και της Αστυνομίας και μας φυγάδευσαν.
Κι αν αρχικά η ιδέα απορρίφθηκε από τον Ηλία Λιβάνη, μόλις μπήκα σε λεπτομέρειες του τι ακριβώς ήθελα να γράψω, ότι δεν αφορά αριθμούς και ρεκόρ, οι αντιστάσεις του κάμφθηκαν. «Επειδή είσαι καλό παιδί και δημοφιλής, θα το κάνουμε» ήταν η τελική απάντησή του. Ευτυχώς πήγε καλά. Αλλά για μένα αυτό που είχε ιδιαίτερη αξία ήταν πως στην παρουσίαση ήρθαν περισσότεροι από εκατό ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού, απ’ όλες τις γενιές. Δεν πίστευα στα μάτια μου, βλέποντας όλους αυτούς μπροστά μου.
Ολυμπιάδα, ιστορία και θρύλοι
Έτος: 2004 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Προσωπικά ήθελα εξ αρχής να απεξαρτηθώ από τις αθλητικές ιστορίες, αλλά βγάλαμε ακόμη ένα βιβλίο. Ήταν η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων δοσμένη εντελώς διαφορετικά. Πάλι με παρασκηνιακά γεγονότα. Ένα παράδειγμα: πόσα κοτόπουλα έτρωγε το πρωί ο σφαιροβόλος τάδε ή πόσα πόσα αυγά χρειαζόταν ο άλλος για να κολυμπήσει. Να ‘ναι καλά ο γίγαντας και κορυφαίος του είδους, Τάσος Παπαχρήστου, που είχε πλήρη εικόνα έχοντας παραβρεθεί σε όλα τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα και με βοήθησε πολύ με ό,τι στοιχεία είχε μαζέψει.
Game Boy
Έτος: 2006 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να μπαίνω στη λογική ενός μυθιστορήματος. Ήθελα βέβαια να το στήσω όπως εγώ το ήθελα, να το δουλέψω με όλα εκείνα που είχα στο μυαλό μου. Ξεπεραδιάστικα. Γιατί ο ήρωας του βιβλίου, ένας Αργεντίνος ποδοσφαιριστής «πνιγμένος» από την ασωτία, έμενε σ’ ένα πανάκριβο ξενοδοχείο.
«Αξίζει όμως τον κόπο», είπα στον εαυτό του, διότι έκανα ό,τι ακριβώς φανταζόμουν. Ήθελα να ζήσω το όλον.
Μεταξύ άλλων, ένα βράδυ κατέβηκα στο μπαρ, θέλοντας να νιώσω την ατμόσφαιρα. Μάλιστα ο «Μάριο» έπεφτε μεθυσμένος από τον όροφο που βρισκόταν το μπαρ του ξενοδοχείου του. Αφού ήπια πρώτα ένα ποτό, κατευθύνθηκα στον πορτιέρη με τα «γαλόνια» στους ώμους και τον ρώτησα αν ξέρει το ακριβές ύψος από το μπαρ στον δρόμο κι αν ποτέ έχει πέσει κάποιος.
«Μα είστε καλά, κύριέ μου;», αναρωτήθηκε απορημένος, αλλά όταν με είδε νηφάλιο ξέσπασε. «Και πού να ξέρω το ύψος κι αν έχει πέσει κάποιος από ‘κει πάνω. Τι είναι αυτά που με ρωτάτε;». Πού να ‘ξερε ο έρμος…
Θα πεθάνεις ρε
Έτος: 2008 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Γνώριζα εκ των προτέρων ότι ο τίτλος είναι πολύ προκλητικός. Αλλά ταυτόχρονα ιντριγκαδόρικος. Από τον εκδοτικό θεώρησαν ότι θα «μας πάρουν με τις πέτρες». Ότι τέτοιοι τίτλοι ανήκουν μόνο σε αθλητικές εφημερίδες και όχι σε βιβλία που απευθύνονται σ’ ένα άλλο κοινό. Επέμεναν να βρούμε κάποιον άλλον.
Εξήγησα πως ο τίτλος ήταν ένα κλασικό σύνθημα γραμμένο σε τοίχους, σε τούβλα, σε κεραμίδια, παντού για όσους ποδοσφαιριστές δεν είχαν καλή απόδοση και τους έβριζαν οι οπαδοί. Ήταν κάτι που δεν το διαπραγματευόμουν.
Με ήξεραν πλέον πόσο αγύριστο κεφάλι ήμουν. Ήξεραν και τη δουλειά που κάνω πλέον. Γι’ αυτό το βιβλίο πήρα άδεια και μπήκα σε εργαστήρια αντιντόπινγκ κοντρόλ, είδα πώς γίνονται οι έλεγχοι, πώς συλλέγονται τα δείγματα και τι συμβαίνει συνολικά πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Για τη συγγραφή εμπνεύστηκα επίσης από ιστορίες ποδοσφαιριστών που είχαν έρθει στην πρωτεύουσα από την επαρχία και ξαφνικά έμπαιναν σ’ έναν νέο κόσμο που δεν είχαν συνηθίσει με αποτέλεσμα να παρασύρονται.
Η νύχτα της Λώρας
Έτος: 2008 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Ήταν μια ιδέα που μου καρφώθηκε στο μυαλό όσο έκανα μπάνιο! Είχα προηγουμένως δει τους διάφορους καβγάδες στη Βουλή κι ενόσω πλενόμουν σκέφτηκα τι ήθελα να γράψω: την ιστορία ενός Υπουργού Οικονομικών που ερωτεύεται μια καλλονή.
Έστειλα αίτημα να συναντηθώ με τότε «τσάρο» της Οικονομίας, τον Γιώργο Αλογοσκούφη. Είχα απογοητευτεί όταν μετά από περίπου τρεις μήνες χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ο υπουργός θα με δεχόταν στο γραφείο του, αλλά μόνο για μισή ώρα. Καθίσαμε παρέα για 2,5 ώρες. Του κατέθεσα την ιδέα, ενθουσιάστηκε κι έδειξε πρόθυμος να με βοηθήσει.
Είχα την ευκαιρία να αισθανθώ όλο το κλίμα του γραφείου του, καταλαβαίνοντας την ψυχολογία ενός ανθρώπου που ρυθμίζει την οικονομία της χώρας, να ξεναγηθώ στους χώρους που γίνονται οι συνεδριάσεις με φορείς και σωματεία και παράλληλα να εξασφαλίσω μια κάρτα ελεύθερας για τη Βουλή έχοντας πρόσβαση σε όσα δεν δείχνει η τηλεόραση.
Μίλησα με τον φρούραρχο, βρέθηκα σε κλειδωμένα γραφεία, είδα την πένα που είχε υπογράψει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής την είσοδο στην ΕΟΚ και το καπέλο του Ανδρέα Παπανδρέου που κρατούνται φυλαγμένα σε ειδικό χώρο που δεν γνωρίζουν κάμποσοι βουλευτές. Ούτε η Λιάνα Κανέλλη που διάβασε το βιβλίο και μίλησε γι’ αυτό στην παρουσίαση ήξερε πώς υπάρχουν όλα αυτά.
Μαύρο φιλί
Έτος: 2009 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Όταν παρέδωσα πια τη «Νύχτα της Λώρας» μού ήρθε η έμπνευση για τον δικηγόρο της παρέας, τον Γεράσιμο Καππάτο από την Κεφαλονιά. Δυο φορές πήγα ως τον Αη-Γιάννη τον Ρώσο, όπου συγκρούστηκαν πατέρας και γιος. Επίσης αυτή τη φορά ήταν σειρά ν’ απευθυνθώ σε καθηγητή του Ευαγγελισμού, νευροχειρουργό, προκειμένου να βρεθεί ο τρόπος να παρακολουθήσω μια χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο ασθενούς.
Γούρλωσε τα μάτια του και ζήτησε να επαναλάβω το αίτημά μου. Πίστεψε ότι κάποιος δικός μου χειρουργείται και ήθελα να είμαι παρών. Του ανέλυσα τι έχω στο κεφάλι μου, αυτήν την πετριά που δέρνει, και κανόνισε να με φωνάξουν κάποια στιγμή. Βεβαίως με το που άρχισε η διαδικασία δεν άντεξα. Με μάζευαν με τα κουταλάκια, διότι είχα λιποθυμήσει! Όταν βγαίνει το καπάκι του κεφαλιού, είναι κάτι που δεν περιγράφεται.
Φεγγάρι από πέτρα
Έτος: 2010 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στις φυλακές Κορυδαλλού κι εκεί για μένα γεννήθηκε η πρώτη μεγάλη τρέλα. Πήρα μια άδεια από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και κλείστηκα στον Κορυδαλλό. Ο Αντώνης Αραβαντινός με βοήθησε πάρα πολύ τότε, γιατί με είχε πάει και στις φυλακές του Αυλώνα που εκείνη την εποχή ήταν σωφρονιστικό κατάστημα ανηλίκων. Είχα σοκαριστεί πολύ βλέποντας 15χρονα παιδιά, παιδιά στην ηλικία των δικών μου, να κουβαλούν ισόβιες ποινές για διάφορα εγκλήματα.
Ήταν μια περίοδος που αμφέβαλλα για το αν πρέπει να συνεχίσω αυτό το βιβλίο ή να το πετάξω. Έγινε εν τέλει ένα βιβλίο – ορόσημο στον εαυτό μου, μια απόδειξη ότι μπορώ να κάνω πράγματα, καθώς ως τότε κυριαρχούσε η αμφισβήτηση από τον κλάδο. Ήθελα ν’ αποδείξω ότι όλα αυτά δεν τα κατέβαζα από το κεφάλι μου, ούτε μυρίζω κάποιο φύλλο δάφνης.
Κάθε φορά ήθελα να επιβεβαιώνω το «πρώτα το ζω και μετά γράφω». Που έγινε και σελιδοδείκτης. Ήθελα να ‘μαι πάντα στα παπούτσια του εκάστοτε ήρωα. Γι’ αυτό το βιβλίο παραβρέθηκα σε μανιάτικη κηδεία με μοιρολόγια – ανατριχιάζω ακόμη και σήμερα, συνομίλησα και με δυο γιαγιάδες που μ’ απαντούσαν χωρίς να γνωρίζουν τι θέλει από εμάς αυτός ο ξένος.
Δυο μαύρα πουκάμισα
Έτος: 2011 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Ήμουν διακοπές στην Κρήτη, παρέα με τον συνάδελφο δημοσιογράφο Βασίλη Σκουντή, ο οποίος μου ζήτησε ένα βράδυ να μην κανονίσω τίποτα, γιατί «έχουμε έναν τρομερό γάμο στην Ασή Γωνιά, αλλά χωρίς γυναίκες», όπως με προϊδέασε. Είπα μέσα ότι κάτι παράξενο συμβαίνει και δέχθηκα. Εκ των υστέρων έμαθα πως η Ασή Γωνιά είναι το χωριό των μαυροπουκαμισάδων.
Είχα πάρει μαζί και τον γιο μου, στα 11 ήταν τότε. Όταν φτάσαμε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Όλοι ήταν ντυμένοι με μαύρα πουκάμισα κι οι περισσότεροι κρατούσαν καλάσνικοφ στα χέρια. Πάνω στο φαγοπότι, διαπίστωσα πως ο γιος μου έλειπε από το τραπέζι. Τον αναζήτησα κι ένας σύντεκνος μ’ ενημέρωσε πως στεκόταν παραπέρα. Τον είδα να μαθαίνει πώς να κρατά το όπλο!
Τότε μέσα μου προέκυψε η ιδέα για το βιβλίο. Γι’ αυτό και ήθελα να ξαναπάω. Κι όταν βρέθηκα εκεί για δεύτερη φορά έπεσα πάνω στον ηθοποιό Μιχάλη Αεράκη – τον παπά του Σασμού. Ο οποίος όχι μόνο που άνοιξε το σπιτικό του και μου μίλησε για όσα ήθελα, αλλά με πήγε ως το οικογενειακό μιτάτο που ‘χαν μέσα στο βουνό. Ένα όνειρο. Αυτός ήταν ο λόγος που μια εκ των παρουσιάσεων του βιβλίου έγινε στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο – από ‘κει που άρχισαν όλα.
Τ’ ανέλαβε όλα ο βιβλιοπώλης Νίκος Κλαψινάκης. Κανόνισε ώστε η εκδήλωση να γίνει στον Δημοτικό Κήπο. Κι όσο γέμιζαν με καρέκλες τον χώρο τόσο προβληματιζόμουν για την προσέλευση. Άρχιζε στις 21:00 και μισή ώρα νωρίτερα ίσα να είχαν έρθει δέκα άτομα.
Ως δια μαγείας ο χώρος κατακλύστηκε από γνωστούς και αγνώστους. Κι όταν καθίσαμε στο πάνελ, άρχισε ν’ ακούγεται από το βάθος ένα βουητό. Μέχρι που έκαναν την εμφάνισή τους πενήντα μαυροπουκαμισάδες από την Ασή Γωνιά, παιδιά μπροστά και μεγάλοι άνδρες ν’ ακολουθούν, που έκαναν τον τόπο να σειστεί. Τότε ήταν που είπα στον εαυτό μου πώς περνάω πολύ καλά.
Πορφυρός Κώδικας
Έτος: 2012 /2023 – Εκδόσεις: Λιβάνη / Ψυχογιός
Αυτή ήταν η πιο τρελή φαντασίωση που έπλασα ποτέ. Πολλές ελπίδες δεν μού έδινα για να εκπληρώσω αυτό το βιβλίο αρχαιοκαπηλίας. Άρχισα όμως την έρευνα. Διάβασα πρώτα για την αξία του Πορφυρού Κώδικα που φυλάσσεται στα υπόγεια του μοναστηριού της Πάτμου. Πρόκειται για μια ιστορία 1500 ετών που σε συγκλονίζει. Εννοείται πως έφυγα για την Πάτμο. Όλοι βέβαια εξ όσων μίλησα με απέτρεψαν, λέγοντας πως είναι αδύνατο να φτάσω στα έγκατα της γης. Ούτε βασιλιάδες και αρχηγοί κρατών είχαν φτάσει ως εκεί.
Τρελάθηκα κι άρχισα να κάνω άνω κάτω το νησί για να βρω ένα σύνδεσμο. Βρήκα. Μου ζήτησε χρόνο και με παρέπεμψε σε λίγους μήνες. Έκανα υπομονή και μαζί μάθαινα κι άλλα, πολλά. Όταν με κάλεσε ήμουν έτοιμος. Μου έδωσε συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Οποιαδήποτε παρασπονδία θα κατέστρεφε τα πάντα. Δεν μπορούσα να παρακούσω.
Κατέβηκα στα υπόγεια, σ’ ένα περιβάλλον μυσταγωγικό, απόλυτα illuminati. Δεν καταλάβαινα αν ανατρίχιαζα από το κρύο ή την ένταση. Φορούσα ένα κράνος με φως και κάποια στιγμή οραματίστηκα πως είδα ζωντανό τον Ιησού Χριστό. Ήταν αληθινός, μα σε τοιχογραφία. Ήταν κι ένας πίνακας του Γκρέκο κρεμασμένος εκεί μέσα. Ακούμπησα την περγαμηνή, κόντεψα να λιποθυμήσω από το συναίσθημα.
Αναρωτιόμουν αν ονειρεύομαι ή ζω κάτι τόσο ανεπανάληπτο. Ένιωθα σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς. Έχουν γίνει Σταυροφορίες γι’ αυτό το κειμήλιο κι όμως δεν το απέκτησαν ποτέ. Το συμβόλαιο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, το διάταγμα του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή ήταν εκεί. Ένα ολόκληρο σενάριο ταινίας ξετυλιγόταν μπροστά μου.
Γνωρίζοντας το υλικό που έχω στα χέρια μου, με το πού γύρισα αυτό που κανόνισα ήταν να δω τον Διοικητή της Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας στη ΓΑΔΑ. Αυτό που ήθελα να ξέρω είναι ποια η διαδικασία της υπηρεσίας όταν κλαπεί κάποια κειμήλιο. Πρότασή του ήταν να μην ασχοληθώ με το αντικείμενο αυτό. Του εξήγησα ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Είναι το μοναδικό από τα βιβλία μου που έχω μόνιμα στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι μου!
Ένοχες ζωές
Έτος: 2013 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Η έμπνευση που με γύρισε στα φοιτητικά μου χρόνια, στο Δημοκρίτειο Θράκης. Τότε που σπούδαζα Νομική στην Κομοτηνή. Παρακολούθησα συνολικά 24 δίκες για χάρη του άτεγκτου δικαστή που διατηρούσε την ακεραιότητά του μέχρι που λύγισε. Δίκες όλων των ειδών: ανθρωποκτονίες, ναρκωτικά, υποθέσεις παιδοφιλίας.
Το ξυπνητήρι χτυπούσε στις 7:00 και στις 8:00 ήμουν εκεί. Για να μετακινούμαι μάλιστα εγώ που δεν είμαι μηχανόβιος αναγκάστηκα να πάρω μοτοσικλέτα. Στην Ευελπίδων είδα όλο τον κόσμο των δικαστηρίων. Άλλο να έχεις μια γενική εικόνα ή να βλέπεις μια ταινία και άλλο να είσαι χωμένος σε μια γωνιά κρατώντας σημειώσεις στο μπλοκάκι.
Ακτινογραφούσα τα πάντα. Ιδίως την έδρα. Πώς αντιδρούσαν οι δικαστές, πώς κινούνται, πότε ανεβάζουν τους τόνους ή πότε μαλακώνουν. Είπα ότι ευτυχώς δεν έγινα δικηγόρος κι ας ήθελε ο πατέρας μου να με καμαρώσει εισαγγελέα.
Η παγίδα των χρωμάτων
Έτος: 2014 – Εκδόσεις: Λιβάνη
Όχι στη Φλωρεντία δεν πήγα. Είχα φτάσει μέχρι παραδίπλα, στη Γένοβα. Εκεί, όπως σε κάθε ταξίδι εκτός Ελλάδας, δεν είχα αφήσει μουσείο για μουσείο ή άλλον επισκέψιμο χώρο. Μπορούσα να έχω οπότε μια εικόνα της Φλωρεντίας, των ιστοριών και της τέχνης που τη συντροφεύουν.
Ο πυρήνας όμως αυτού του βιβλίου είναι η εισαγωγή της ηρωίδας σε ψυχιατρική κλινική. Άρχισα οπότε εγώ τη γνωστή διαδικασία με τις αιτήσεις και τις άδειες πρόσβασης.
Χάρη και στην αναγνωρισιμότητά μου, που αλήθεια είναι πως άνοιγε πόρτες, βρέθηκα στο Δρομοκαΐτειο. Ήμουν εκεί στις 8 κάθε πρωί για τις επισκέψεις στους θαλάμους παρέα με τους γιατρούς.
Έφτασα ως τις απαγορευμένες ζώνες για να ζήσω επακριβώς ό,τι συνέβαινε μέσα. Να έχω γνώση της κατάστασης, διότι προσπαθώ να σέβομαι τον αναγνώστη. Προτιμώ τα βιβλία μου να έχουν μια ιστορική αξία, να εμπεριέχουν πραγματικά γεγονότα και να μην είναι βαρετά.
Το σημάδι
Έτος: 2015 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Η μετάβαση από τον έναν εκδοτικό οίκο (Λιβάνη) στον άλλον (Ψυχογιός) κι αναμφίβολα ένας σταθμός στην πορεία μου. Είχα ήδη αρχίσει να γράφω το νέο βιβλίο όταν πήρα την απόφαση να κάνω τη μεγάλη αυτή αλλαγή. Μια μέρα διέκοψα τη συγγραφή κι επέλεξα να επιστρέψω από την Ακράτα στην Αθήνα, διότι ο βίος του συγγραφέα είναι πολύ μοναχικός, σχεδόν μοναστηριακός για μένα που την περίοδο αυτή δεν πίνω αλκοόλ παρά μόνο λεμονάδα, δεν τρώω το βράδυ και κοιμάμαι συγκεκριμένες ώρες, άρα απαιτεί μια ανταμοιβή οποιουδήποτε είδους.
Όταν δέχθηκα το τηλεφώνημα από τη Λένα Μαντά κι ακολούθως συναντήθηκα με τον Θάνο Ψυχογιό έφτιαξα ξανά τη βαλίτσα κι έφυγα μεμιάς για την Ακράτα. Ήταν όλα αυτά σημαδιακά.
Όπως και η ίδια η ιδέα του βιβλίου που αναδύθηκε όταν είχαμε πάει να γραφτεί ο γιος μου στο Μαθηματικό της Πάτρας και το βράδυ βγήκαμε να φάμε καλά, πριν αρχίσει τα σουβλάκια! Όταν γυρίζαμε από το εστιατόριο είδα πάμπολλα παιδιά να ξεπηδούν από πόρτες σπιτιών με μια μαυροδάφνη στο χέρι και να βγαίνουν εκείνη την ώρα για να γυρίσουν το πρωί.
Το σημάδι είναι η ιστορία ενός φοιτητή ιατρικής που υπό την επήρεια ουσιών βρίσκεται στις φυλακές γιατί μαχαιρώνει έναν άνθρωπο. Πήγα ξανά στις φυλακές, χωρίς να χρειαστεί να μείνω άλλη φορά, είδα ανακριτή, εισαγγελέα, τη διαδικασία που εξελίσσεται όταν όταν πηγαίνουν εκεί έναν τέτοιο υπόδικο.
Αν και ήταν «παλιά μου τέχνη», ήταν μια ιστορία που με συνεπήρε, διότι γράφοντάς την ένιωθα πολλές φορές να ασφυκτιώ κι εγώ ο ίδιος. Ήταν όμως το πρώτο «Ψ» κι έπρεπε να τελειώσει.
Δεκατρία κεριά στο σκοτάδι
Έτος: 2016 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Ξέρω πλέον, μετά απ’ αυτό το βιβλίο, ότι «χάνεται μόνο όποιος χάσει τα όνειρά του». Είναι μότο ζωής, είναι απόσταγμα μιας κατάστασης που βίωσα κι ο ίδιος προσωπικά. Μου είχε ζητήσει το Mega να πάω στο Καστελόριζο για ένα ανατρεπτικό ρεπορτάζ, φτιάχνοντας ένα ντοκιμαντέρ για το σημείο που ο Γιώργος Παπανδρέου έκανε το περίφημο διάγγελμα υπαγωγής στο ΔΝΤ.
Στο νησί έφτασα με πλοίο και θα γυρνούσα με το πλοίο. Είχα ήδη αρχίσει από το ταξίδι να έχω μια έντονη φαγούρα στα μάτια, η οποία συνεχιζόταν ενόσω δούλευα για το κανάλι. Συνοδευόταν μάλιστα από πόνο και δάκρυα.
Όταν πια είχαμε τελειώσει το ρεπορτάζ, διαπίστωσα ότι δεν έβλεπα. Διέκρινα μόνο σκιές και η θολούρα αυξανόταν. Όσοι με συναντούσαν με ρωτούσαν γιατί είχα αίμα στα μάτια μου. Πήγα σε τοπικό γιατρό που δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Με πήγαν απέναντι σε φαρμακείο της Τουρκίας, αλλά ούτε εκεί ήταν εφικτό να με περιποιηθούν κι έφυγα απευθείας για το Γεννηματάς της Αθήνας, όπου διαθέτει το κορυφαίο οφθαλμολογικό. Ακόμη κι εκεί ο καθηγητής κάλεσε όλους τους φοιτητές γύρω του για τους δείξει την περίπτωσή μου.
Ήταν ένας αδενοϊός αυτός που προκαλούσε το σοβαρό αυτό πρόβλημα. Μου είπαν ότι σταδιακά θα επανέλθει η όρασή μου. Εγώ όμως ήμουν πλέον τυφλός, δεν έβλεπα τίποτα, σκοτάδι. Χρειαζόμουν τη βοήθεια της συζύγου μου για να πάω από το ένα δωμάτιο στο άλλο, για να εξυπηρετηθώ.
Το σκοτάδι μου διήρκησε 17 ημέρες, στις οποίες οι ώρες πολλαπλασιάζονταν. Ούτε να κοιμηθείς μπορείς από την αναστάτωση. Τη 18η ημέρα άρχισα να διακρίνω κάποια ελάχιστα, σκιές και φιγούρες, όχι χρώματα.
Την ιστορία την εμπνεύστηκα στον καναπέ του σπιτιού μου. Κατόπιν πήγα στον Οίκο Τυφλών της Καλλιθέας κι έγινα τρόφιμος. Μου έδεσαν τα μάτια για να μπορέσω να καθαρίσω ένα μήλο και να το φάω. Πήρα μπαστούνι, συνομίλησα επί ώρες με τους υπόλοιπους, προσπάθησα να μάθω γραφή Μπράιγ. Ήταν αδύνατον και κατάλαβα ότι είναι μια μαχαιριά για τους ανθρώπους. Έμεινα αρκετό διάστημα με όσους είναι μέσα και είχα το υλικό που επιζητούσα. Ήθελα το αποτέλεσμα, σε αυτή την περίπτωση, να είναι αψεγάδιαστο.
Όταν σκέφτομαι την ιστορία αυτή μου ‘ρχεται λυγμός, σπάω. Το έχω σαν δώρο ζωής. Στην παρουσίαση απήγγειλε αποσπάσματα μια τυφλή κοπέλα χάρη στα αντίτυπα που εκδόθηκαν σε κώδικα Μπράιγ. Ο κόσμος από κάτω έκλαιγε!
Ο χορός των συμβόλων
Έτος: 2017 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Επιστροφή στην Κρήτη, συγγραφικά και προσωπικά. Με ακολουθεί και με «κυνηγάει» αυτό το νησί. Πήγα σε ένα χωριό, στα Μυριοκέφαλα, στο οποίο ήταν θαμμένοι πολλοί από τους νεκρούς του ναυαγίου στη Φαλκονέρα. Ήταν κι αυτή μια εμπειρία που με σημάδεψε.
Είδα τάφο – τάφο. Χτύπησα πόρτες στο χωριό, με κοιτούσαν λίγο σαν εξωγήινο. Μου άνοιξαν όμως τα σπίτια τους και μίλησα με πολλούς. Αφουγκράστηκα καημούς και βάσανα. Ήταν ένα μέρος που μου το είχαν προτείνει, μαγικός τόπος μου ‘χαν πει κι έτσι είναι. Με την Παναγιά την Αντιφωνήτρια να στέκει εκεί από τον 11ο αιώνα.
Ο ήρωας έπρεπε να επιστρέψει πίσω στον τόπο του, διότι οι γονείς του δεν μπορούσαν να τον συντηρήσουν άλλο. Για μένα ήταν η περίοδος που είχε κλείσει το Mega και ζούσαμε οικογενειακώς στην αβεβαιότητα. Ήταν όμως ο Νικήτας μια μεγάλη διάνοια μέσα στο κεφάλι μου και γι’ αυτό δεν χάθηκε. Αντιθέτως διέπρεψε, πήρε υποτροφία, έλυσε ένα επί αιώνες άλυτο μαθηματικό θεώρημα. Το οποίο για χάρη μου έφτιαξε εξ αρχής ο καθηγητής του γιου μου στο φροντιστήριο, ο Λιονάκης.
Έκανα κι εγώ φροντιστήριο μαθηματικών διότι έπρεπε να μπω στη διαδικασία, αν και ποτέ μου δεν τα καταλάβαινα. Έπρεπε όμως. Παράλληλα πήγαινα και στην Αγγλική Πρεσβεία συλλέγοντας όποια πληροφορία μού ήταν απαραίτητη, καθώς ο ήρωας καταλήγει για την Αγγλία όπου γίνεται καθηγητής.
Η πυραμίδα της οργής
Έτος: 2018 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Κι ενώ το Mega τελεί υπό κατάρρευση, εμπνέομαι τις ταυτόχρονες ζωές τεσσάρων οικογενειών που βρίσκονται στο κενό μετά την παύση πληρωμών μιας μεγάλης εταιρίας. Μ’ έναν πυροβολισμό ν’ αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της υπόθεσης, μπήκα στη διαδικασία να μάθω όσα μπορούσα περισσότερα γύρω από τα περίστροφα.
Πώς είναι οι θήκες των αστυνομικών, διότι ο ήρωας-δράστης το αρπάζει από έναν τέτοιον, πώς είναι πιθανόν να γίνει μια κλοπή όπλου, πώς πρέπει να πυροβολήσεις κάποιον χωρίς να θες να τον σκοτώσεις κι όλες αυτές τις λεπτομέρειες γύρω από τους πυροβολισμούς και τα όπλα.
Ήταν άλλη μια αφορμή για την επόμενη επίσκεψή μου στη ΓΑΔΑ. Η άδεια τότε αφορούσε την πρόσβαση στο Εγκληματολογικό. Ήταν μια φανταστική εμπειρία. Τα φώτα είναι χαμηλωμένα συγκριτικά με τους υπόλοιπους ορόφους, υπάρχουν όντως κάποιες σπασμένες λάμπες, αντιλαμβάνεσαι το ψυχολογικό παιχνίδι που παίζεται ανάμεσα στους τοίχους.
Οπότε βρέθηκα πάλι σ’ ένα στοιχείο που με εξιτάρει. Είδα πίσω από το τζάμι πώς ακριβώς γίνεται μια ανάκριση και σίγουρα δεν είναι όπως αποτυπώνεται στις ταινίες.
Πικρό Γάλα
Έτος: 2019 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Η ιστορία που αλλάζει πολύ τα δεδομένα. Όλα άρχισαν από ένα αίτημα φιλίας στο Facebook από τον άνδρα που έχει στην ιδιοκτησία του το μουσείο του Αλή Πασά στα Γιάννινα. Γρήγορα η διαδικτυακή συνομιλία μας απέκτησε συγγραφικό ενδιαφέρον κι αυτό διότι ο Φώτης μού ομολόγησε πως είναι ένα από τα παιδιά των φημισμένων ορφανοτροφείων της Φρειδερίκης. Είχε καταλήξει εκεί με τον αδερφό του, τον Σπύρο, διότι ο πατέρας τους είχε σκοτωθεί από ενεργή νάρκη και δεν ήταν εφικτό για τη μάνα τους να τους θρέψει.
Όταν τα έμαθα όλα αυτά πήρα το αυτοκίνητο κι έφυγα για τα Γιάννινα. Πήγα για 5-6 ώρες, ένα αυθημερόν ταξίδι, κάθισα τέσσερις ημέρες! Πήγαμε στο Νεοχώρι, στο χωριό του, μιλούσαμε και κλαίγαμε παρέα. Είναι μια ιστορία απολύτως αληθινή. Σ’ αυτά τα 40 χρόνια μάλιστα ο Φώτης αναζητούσε τον φίλο του τον Διονύση, μόνο που τον έψαχνε με λανθασμένα στοιχεία. Και βρέθηκαν με αφορμή το βιβλίο.
Φυσικά και η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου έγινε στα Γιάννινα, στο Πνευματικό Κέντρο. Τόσος πολύς ήταν ο κόσμος που η Τροχαία αναγκάστηκε να λάβει έκτακτα μέτρα. Όταν έφτασα με την οικογένεια πίστεψα ότι είχα πάει σε λάθος σημείο διότι τέτοια ανταπόκριση δεν την περίμενα. Αφήστε που μέσα απ’ αυτήν τη συγκλονιστική εκδήλωση γνώρισα και τον κορυφαίο όλων των εποχών Ηπειρώτη, τον Δημήτρη Υφαντή.
Τα δεκαέξι γράμματα
Έτος: 2020 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Από τις δεκάδες προσωπικές ιστορίες που άρχισαν να έρχονται στο messenger, μια ήταν αυτή που με παρέσυρε μαζί της με αποτέλεσμα να προκύψει η επόμενη απόπειρα. Η αμφιβολία για την αλήθεια που έκρυβε είχε δώσει πάρα πολύ γρήγορα τη θέση της στη σιγουριά γι’ αυτόν τον θησαυρό μιας προβληματικής σχέσης πατέρα – γιου που κατέληξε σ’ ένα οδυνηρό τέλος.
Προσωπικά υπέφερα. Έγραφα κι έκλαιγα, έκλαιγα κι έγραφα.
Αρχικά με είχε προσεγγίσει ένα τρίτο άτομο για να μου διηγηθεί τι γνώριζε. Όταν με σύστησε στον γιο και πήγα στο Ξυλόκαστρο, πάλεψα πολύ για να τον πείσω ότι είναι ανάγκη να δημοσιευτεί αυτούσια μια τέτοια ιστορία που θα βοηθήσει τον κόσμο να δει με άλλο μάτι τις οικογενειακές σχέσεις. Δίσταζε, αλλά εν τέλει μού έδωσε τα γράμματα που είχε γράψει ο πατέρας του.
Είναι γράμματα που ποτέ δεν του τα είχε στείλει, φυλάσσοντάς τα απλώς στο γηροκομείο που είχε βρεθεί ως τον θάνατό του κι ενόσω οι δυο τους είχαν χαθεί.
Το κορίτσι της στάχτης
Έτος: 2021 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Να ‘μαστε στην Πάτρα ξανά, να παρουσιάζω «Τα δεκαέξι γράμματα». Στο τέλος κι ενόσω υπέγραφα βιβλία με πλησίασε μια γυναίκα επιμένοντας να μου μιλήσει για την κυρία Στεφάνου. Εγώ δεν είχα ακουστά το όνομα, αλλά μόλις με ενημέρωσε πως επρόκειτο για ένα κοριτσάκι που ήταν κλειδωμένο στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων κι είχε ζήσει το Ολοκαύτωμα αντάριασα.
Διέκοψα τα πάντα, παραμερίσαμε και της ζήτησα πληροφορίες. Μου αντιπρότεινε χρόνο για να ρωτήσει αν της επιτρεπόταν να δώσει τα στοιχεία. Όταν είχα πλέον τον αριθμό τηλεφώνου, δεν έχασα χρόνο. Της κα Στεφάνου της ζήτησα απλώς να ετοιμαστεί γιατί θα πήγαινα ετσιθελικά να τη συναντήσω και να τη γνωρίσω.
Στην κουβέντα μας είχε ενστάσεις για το βιβλίο. Ότι δεν ενδιαφέρει κανέναν, ότι δεν έχει ουσία. Εγώ κάθε φορά της εξηγούσα γιατί η ιστορία της αυτή είναι ιστορία της Ελλάδας. Μια παρακαταθήκη για τα εγγόνια της, ένα βιβλίο για τη γιαγιά τους.
Εγκαταστάθηκα στην Ακράτα και πηγαινοερχόμουν στην Πάτρα. Την κουβέντα μας με τη Βίβιαν, όπως την είπαν στη Μελβούρνη, πίνοντας τεντούρα τη έκοβαν μαχαίρι τα κλάματα και οι αγκαλιές.
Οι πρώτες μέρες μετά την ολική καταστροφή, η αυθόρμητη αντίδρασή της μικρής Παρασκευούλας των Καλαβρύτων να υιοθετηθεί από την πλούσια οικογένεια ομογενών στην Αυστραλία, το χαστούκι της μητέρας της, την Αρχοντούλα, το πρωτοσέλιδο στους Times όταν πάτησε το πόδι του στη Μελβούρνη, η νέα ζωή, η μετακόμιση στην Αγγλία, η Ύπατη Αρμοστεία, το τηλέφωνο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η επιστροφή στην Ελλάδα. Μια ζωή έτοιμη για ταινία που ο Σπίλμπεργκ θα έψαχνε σίγουρα να σκηνοθετήσει.
Ενός λεπτού σιγή
Έτος: 2022 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Επιστροφή στη μυθοπλασία κι αντικείμενο μελέτης η απιστία. Έτυχε να ‘ναι γυναίκας προς άνδρα, εννοείται πως θα μπορούσε να ισχύει το αντίστροφο. Προέκυψε στη διάρκεια της καραντίνας, όταν σε μια κουβέντα με φίλο δικηγόρο και παλιό συμφοιτητή, ο οποίος είχε πήξει στη δουλειά εξαιτίας της έκρηξης στις αιτήσεις διαζυγίων. Ο εγκλεισμός επέδρασε σε πολλές σχέσεις και βγήκαν στην επιφάνεια κόντρες, διαφωνίες και χαρακτήρες.
Μου έδωσε διάφορες δικογραφίες και φακέλους υποθέσεων. Εμπνεύστηκα από μία, στην οποία ο σύζυγος φερόταν σκαιότατα, σαν ν’ αντικρίζει απέναντί του ένα σκουπίδι, και η σύζυγος έψαξε παρηγοριά και στοργή σε άλλη αγκαλιά. Όταν την ανακάλυψε τυχαία, την εκδικήθηκε με τον πιο σκληρό τρόπο. Το δυστύχημα ήταν πως δεν την κατάλαβαν ούτε τα παιδιά της, όταν ενημερώθηκαν, με συνέπεια να χρειαστεί ψυχιατρική υποστήριξη διότι είχε χάσει πια τον κόσμο της.
Ο αρχάγγελος των βράχων
Έτος: 2023 – Εκδόσεις: Ψυχογιός
Πώς φτάσαμε στο εικοστό ούτ’ εγώ ξέρω. Ήταν εξ αρχής ένα απονενοημένο διάβημα τούτο το βιβλίο, γνωρίζοντας ότι το κεντρικό θέμα είναι βαρύ κι ίσως να μην προσελκύσει το κοινό. Είτε θες από τύχη είτε από ευλογία είχα βρεθεί στην υποδοχή του Πάπα στη Μόρια και στο Καρά Τεπέ, τότε που είχε επισκεφθεί τις δομές.
Συγκλονισμένος από τις εικόνες, θεώρησα χρέος στον εαυτό μου, στη γυναίκα και στα παιδιά μου, να αφιερώσω κάτι σε όλο αυτό. Είναι μια καυτή πατάτα το προσφυγικό που όλοι την κρύβουν κάτω από το χαλί. Άλλο να το κοιτάς στο κουτί της τηλεόρασης κι άλλο να βρίσκεσαι σε απόσταση αναπνοής.
Αφού τελείωσα τη «Σιγή» έφυγα για τη Μυτιλήνη. Πρώτα φυσικά έλαβα τις εγγυήσεις ότι θα μπω στις δομές, θα μείνω εκεί χωρίς να διανυκτερεύω και θα συλλέγω ιστορίες. Με συνόδευαν κάποια παιδιά από εγκεκριμένη ΜΚΟ. Ένας Ιρανός ήταν γιατρός στην Τεχεράνη κι έσωζε ζωές, πλέον έλεγε πως είχε χάσει κάθε υπόστασή του.
Γνώρισα παράλληλα ντόπιους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τους συμπεριέλαβα στις σελίδες μου. Όπως την Έλενα με την ταβέρνα και τον αδερφό της τον Ραφαήλ. Αυτόν τον υπέροχο βαρκάρη από τη Μελίντα που σε πηγαίνει ως το κρυμμένο εκκλησάκι της Κρυφτής Παναγιάς. Εκεί ακριβώς που, βλέποντας αυτούς τους θεόρατους βράχους να υψώνονται μέσα στη θάλασσα σαν άλλα Μετέωρα, αποφάσισα πως πρέπει να ναυαγήσει η βάρκα του Ασκάν, εκεί έπρεπε να την ξεβράσει το κύμα.
Έκανα συνολικά 3.000 χιλιόμετρα για να μαζέψω όσα ήθελα και στο τέλος να παραδώσω ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό κι ήταν η καταλληλότερη στιγμή να το γιορτάσω μ’ αυτή τη μεγαλειώδη στιγμή στο θέατρο. Ακριβώς έτσι ολοκληρώθηκε το πακέτο.
*****
Εμείς θα ευχηθούμε -χρονιάρες μέρες που είναι- «και στα 30, και στα 40, και στα 50…» βιβλία του Μένιου Σακελλαρόπουλου.