Προχθές η Φωτεινή Τσαλίκογλου μου έθεσε ένα μακροσκελές ερώτημα παίζοντας με τις αντωνυμίες και τις προθέσεις:
«Πώς τα γράφεις όλα αυτά;»
«Πότε τα γράφεις;»
«Ποιός τα διαβάζει;»
«Πώς και δεν κουράζεσαι;»
Την ρώτησα όμως κι εγώ με τη σειρά μου γιατί παραλείπει να με ρωτήσει το ουσιώδες: «Γιατί γράφω;», που ο Σαρτρ το είχε απαντήσει με το πιο απλό: «Γράφω για να με αγαπούν». Υπήρξε κι αυτός από το γαλλικό κατεστημένο αμφιλεγόμενο πρόσωπο.
Στο: «Γιατί γράφεις;» λοιπόν, ως απάντηση – για να αποφύγω τις ψυχολογικές ερμηνείες που άλλωστε τις γνωρίζει καλύτερα- αφού της είπα ότι γράφω για να διαβάζω, την παρέπεμψα σε μια φράση που ανέσυρα από μια συνομιλία του Ταντέους Κάντορ με τον Ζωρζ Μπανού.
Την ακόλουθη:
«Στα εξήντα μου, άφησα τη λεωφόρο της πρωτοπορίας και πήρα το μονοπάτι του νεκροταφείου». Που πάει να πει: δυσκολεύτηκα.
Δεν της είπα όμως την ιδέα που έχω εγώ επακριβώς για τα κείμενά μου.
Παρέπεμψα σ’ έναν θεατρικό συγγραφέα, αυτήν τη φορά. Τον Χάινερ Μύλλερ. Όταν ρωτήθηκε για τη σκηνοθεσία του έργου του «Μηχανή Άμλετ» από τον Μπομπ Ουίλσον, είπε: «Τα κύματα της παράστασης του Μπομπ έγλειψαν τον βράχο του κειμένου μου». Ο Ουίλσον τον είχε προλάβει: «Πρέπει να κρατάς μια κάποια απόσταση από τα κείμενα. Πρέπει να τα ανεβάζεις σαν να είναι γραμμένα σε ξένη γλώσσα».
Δεν ικανοποιήθηκε παρά το τέχνασμα των παραπομπών. Και επειδή κι εγώ «μιλάω περισσότερο από μια γλώσσα» χωρίς να είμαι πολύγλωσσος, σκέφτηκα να συνοψίσω το
» πρόγραμμά» μου. Η έγνοιά μου είναι μια αποδομητική γραφή. Αυτή συνεισφέρω ως εργαλείο στη δημοσιότητα και στην δημοσιογραφία αποτυγχάνοντας προκειμένου να συνεχίζω.
Αναφέρθηκα στο παράδειγμα της μίξης των ειδών του λόγου -το μόνο αντίδοτο στην αστυνομία της πολιτικής ορθότητας και της woke κουλτούρας- τονίζοντας τα τρία χαρακτηριστικά της αποδομητικής διαδικασίας:
Α. Επιφυλακτικότητα, δηλαδή ενστάσεις και αποστάσεις από όλα.
Β. Εκλεκτικότητα, δηλαδή επιλογή αναγνώσεων και συμπαράθεση ή διασπορά κειμένων.
Γ. Επιτελεστικότητα, δηλαδή παραγωγική και δυναμική επίλυση των αντιφάσεων μεταξύ θεωριών και πρακτικών του λόγου.
Είμαι βέβαιος πως ο Σταντάλ θα συμπεριλάμβανε τις τρεις αυτές ιδιότητες στην έννοια του «εγωτισμού» του.
Και ο Νάσος Βαγενάς θα είχε την χαρά να κοσμεί τα κείμενά του με τον θησαυρό μιας θεωρίας της αποδόμησης που την εκλαμβάνει περίπου σαν επιδειξιομανία, ενώ πρόκειται για επιδεξιομανία, εφόσον η προαγωγή του «ει» σε «ε» στην ίδια λέξη μας δίνεται απο τη δυνατότητα της γλώσσας να λειτουργεί με λογοπαίγνια ή τις λεγόμενες «δίπολες αντιθέσεις» (binary oppositions) ή τους νεολογισμούς προκειμένου να διαβάλλει το λογοκεντρισμό των φρουρών του γράμματος του νόμου. Αυτό δεν συνιστά και την παραπλανητική ιδιότητα της ανθρώπινης γλώσσας; Εκείνο το «η γλώσσα δεν τηρεί την υπόσχεσή της»; Αυτή είναι η λειτουργία της αποδόμησης τόσο για τα μεταξωτά βρακιά όσο και για τους επιδέξιους αρθρογράφους.
Η Τσαλίκογλου, εκ του σύνεγγυς αναγνώστρια περισσότερο του Gregory Bateson παρά του Ντερριντά, καταλαβαίνει τη λειτουργία ενός «double bind» («διπλή δέσμευση»), που στο γλωσσικό σύστημα αποδίδει τα νοήματα και συγχρόνως τα αίρει, ώστε να εμποδίζει την έλευση της οριστικής σημασίας της αλήθειας (δογματισμός). Επιπλέον, παραπέμπει στην χρονίζουσα αναβολή, που σημαίνει ότι η σημασία είναι προϊόν της διαφοράς της οποίας ο τελικός καθορισμός της αναβάλλεται, πράγμα αδιανόητο για τους περισσότερους.
Στο μεταξύ σκηνοθετώντας όχι τον εαυτό μου αλλά τον «γραφέα» Μπάρτλμπυ από την ομώνυμη νουβέλα του Μέλβιλ που: «Θα προτιμούσε όχι», δεν είπα
στην Τσαλίκογλου τίποτα το διαφορετικό από όσα γράφω στα κείμενά μου.
«Το ερώτημα που θέτεις», της είπα, -συμπυκνώνοντας και συγχρόνως διαστέλλοντας τη στιγμή και τη φράση- για κάποιον που παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα με μια γραφή που δρα αλλά δεν πολιτεύεται, εγείρεται από τον ίδιο, διότι σ’ αυτόν κυρίως συμβαίνει να απευθύνεται (εγωτισμός), επειδή ο ίδιος επιθυμεί όχι απλώς το αναλυτικό κείμενο αλλά συγχρόνως και το αισθηματικό γράμμα εντός του κειμένου του. Κάτι σαν τα γράμματα που ρίχνει ο Σεφέρης στον αποχωρισμό για να γεμίσει, ή σαν την μποτίλια του στο πέλαγος.
Το ερώτημα αυτό -που εμμέσως διατυπώνω κάθε φορά που γράφω στο «Βήμα» με την ιδιότητα μάρτυρα της εποχής μου, ενός απαραίτητου απολιθώματος δηλαδή- είναι το εξής: «Πώς γίνεται να μην μπορείς να έχεις αυτό που ουδέποτε θα μπορούσες να έχεις αλλά συγχρόνως να επιθυμείς να το έχεις»;
Στην επιτελεστική αυτή αντίφαση ανάμεσα στο «έχω» και «δεν έχω», παίζεται, νομίζω, και το παιχνίδι της γραφής στα μίντια.
Τα πράγματα είναι κάπως έτσι: όταν αναπτύσσεις μια πολιτική ιδέα ή οργανώνεις ένα ορθολογικό επιχείρημα αντιλέγοντας και έχοντας σαν απώτερο σκοπό την λεγόμενη «απόλαυση του κειμένου» σου, γράφεις έτσι ώστε το άρθρο σου να διαθέτει συγχρόνως ποιητική αλλά και πολιτική αξία. Πολιτεύεσαι και παρεμβαίνεις, αλλά με τον «τρόπο του Γ.Σ.». Φρόνιμα, χωρίς να έχεις τον Αβέρωφ να σε σκοτίζει για το φρόνημα. Εκτίθεσαι όμως και εξουσιάζεις προφανώς μέσα από την δημόσια γραφή σου -διότι τίποτα δεν γίνεται χωρίς την εξουσία της γλώσσας- αλλά και δηλώνεις πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γράψεις χωρίς την λογο-τεχνία της, τις μεταφορές και τις μετωνυμίες της. Τη ρητορική της τέλος πάντων, ιδιαιτερότητα, που, στην περίπτωση του ποιητή και στην επιθυμία του «να μιλήσει απλά» (Σεφέρης), δηλαδή να είναι άμεσος, δεν μπορεί παρά να εμποδίζεται βασανιστικά από το πιό έμμεσο: τη γλώσσα την ίδια.
Στο τέλος όμως (ή μήπως εξ αρχής;), ο γραφιάς της εφημερίδας αντιλαμβάνεται πως είναι συγχρόνως ανίσχυρος. Έχει όμως κερδίσει τον πόλεμο του κειμένου όταν στη χρυσή τομή μεταξύ του κίτρινου και του ροζ, γράψει με το αόρατο της συμπαθητικής μελάνης για τους κατασκόπους του Ουρανού και της Κόλασης.
Έμαθε πως φασισμός δεν είναι μόνο να σου στερούν το λόγο απαγορεύοντας, αλλά και να σε εξαναγκάζουν να μιλάς με τον δικό τους τρόπο.
Τώρα, όσον αφορά την αντίφαση «έχω» και δεν «έχω», μπορώ να υποθέσω, κρίνοντας εξ ιδίων, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ισχύει και το αντίστροφο: «Μπορείς να έχεις αυτό που πάντα θα μπορούσες να έχεις και δεν το επιθυμείς».
Δεν επωφελείσαι δηλαδή, από την κατοχή του. Δεν έχεις παρά μόνον ό,τι είσαι. Κι αυτό είναι η γλώσσα σου.
Εδώ όμως, η αντίφαση δεν είναι μία ακόμη επιτελεστική αντίφασή σου που εξοργίζει τον κοινό νου. Είναι τέχνη με σάρκα. Ψέμα προς τον εαυτό σου ίσως, πάντως ψέμα έντεχνο. Παρά ταύτα, άγνωστοι και σε σένα τον ίδιο καταναγκασμοί σε καλούν να συνεχίσεις την ίδια αυταπάτη της γραφής και της αδιάλειπτης, δημόσιας έκθεσης σαν εκείνες τις σχολικές εκθέσεις σου στο Ε’ Αρρένων Θεσσαλονίκης που τις διάβαζες όρθιος, μπροστά στον δάσκαλο που χασμουριόταν και τον Σαββόπουλο που ενθουσιαζόταν.
Τις διαβάζεις και τώρα στην εφημερίδα υποδαυλιζόμενος όμως, από αυτόν που ο Προυστ στον τελευταίο τόμο τού «Αναζητώντας..»
αποκαλεί: «Πρύτανη του πεπρωμένου μας».
Τον αναπόφευκτο θάνατο.
Της ανέφερα όμως και το παράδειγμα της Πηνελόπης στην Οδύσσεια. Όχι της πίστης της επακριβώς, αλλά της εμμονής κα της υπομονής.
Ο «μέγας ιστός» δεν είναι άραγε το «texte», (κείμενο) αλλά και «pretexte» (πρόσχημα) για την επιβίωση;
Τα μικρά κειμενάκια που έγραφα κάποτε -ο επιούσιος- τώρα γίνονται σάβανο.
Η ψυχολόγος φίλη μου από τα χρόνια μας στο Πάντειο, θα το έλεγε «εργασία πένθους». Εγώ το λέω ψευτοζωή.
Εμπρός λοιπόν, για την τρίτη επενδυτική βαθμίδα της ανάγνωσης.
Αλλά με σταθερές τις προοπτικές αξιολόγησης όχι μόνο από τον Ντερριντά αλλά και τον Φρανσίς Πονζ ή τον Τσέλαν που είδαν στο ποίημα τον «δείκτη» της θεωρίας.
Θα τους συμπαρασταθεί όμως στο υπαρξιακό αυτό «πέρασμά» τους ο Πλάτωνας με τον «Φαίδρο» αλλά και ο Θευθ, θεός της γραφής στην αρχαία Αίγυπτο.
Η Τσαλίκογλου με ρώτησε «πώς;» Aλλά δεν ήταν η ώρα να πω το «μουσικήν ποίου και εργάζου» του Σωκράτη, διότι η αγορά έχει έλλειψη από κώνειο.
«Μα τώρα σοβαρά πιστεύεις ότι συμβάλλεις στην πολιτική κοινωνιολογία όπως ο Μουζέλης;», μου είπε.
«Στην φαρμακολογία όμως;», απάντησα με ένα ερώτημα εξίσου ρητορικό με την απάντηση που όφειλα να της δώσω.
Στο βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε με τα μαθήματα του Ντελέζ το 1981, ο φιλόσοφος διερωτάται: «τί υπάρχει πάνω στην σελίδα πριν αρχίσει κανείς να γράφει; Υπάρχει ο άπειρος κόσμος, συμπαθάτε με, ο άπειρος κόσμος της ηλιθιότητας».
YΓ.
Προεξοφλώντας, μέρες που ‘ναι, την μικρή αναγνωσιμότητα ( και) αυτού του κείμενου, το προτείνω σαν «χριστουγενιαάτικο διήγημα» η κάτι σαν «σπαζοκεφαλιά», ειδοποιώντας όμως τον φιλερευνο αναγνώστη μου πως την απάντηση την καταθέτει ήδη ο γνωστός μαρξιστής φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπαρ -που φιλοξενεί συχνά το » BHMA»- στον πρόσφατο τόμο από τις εκδόσεις Ruf , με τον γενικό τίτλο: «ποίος φοβάτε την αποδόμηση».
Γράφει ο Μπαλιμπαρ για τον Ντερριντα ότι υπήρξε » ένας μεσσιανικός χωρίς μεσσιανισμό», εφόσον η θεωρία του της αποδόμησης είναι «μία κάποια αδύνατη δυνατότητα να μιλάς για χειραφέτηση» , πράγμα που συναντώ στον Βαλτερ Μπενγιαμιν- εις πείσμα του Αντορνο.
Αυτά!