Τις τελευταίες ημέρες η κυβέρνηση ανέλαβε δυο νομοθετικές πρωτοβουλίες. Ασχετων μεταξύ τους ως προς το περιεχόμενο. Αλλά με τέτοια κοινά χαρακτηριστικά ώστε να ακυρώνεται η ουσία τους και να συσκοτίζονται οι προθέσεις τους.
Η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία αφορά στη μείωση του χρόνου από τα 7 στα 3 έτη της χορήγησης άδειας διαμονής για τους παράτυπους μετανάστες που εργάζονται στη χώρα μας.
Η δεύτερη, στη μετατροπή του οργανισμού «Ανάπλαση Αθήνα ΑΕ» σε έναν φορέα εθνικής από αθηνοκεντρικής εμβέλειας.
Και στις δυο περιπτώσεις επελέγη η οδός της τροπολογίας σε άσχετο με το περιεχόμενο τους νομοσχέδιο, πρακτική που ασφαλώς δεν προάγει την ποιότητα του κοινοβουλευτισμού.
Παράλληλα, και στις δυο περιπτώσεις επελέγη η οδός της «τελευταίας στιγμής» και η λογική τού «εμείς αποφασίζουμε κι εσείς ψηφίζετε».
Ετσι, οι δυο νομοθετικές πρωτοβουλίες συνοδεύτηκαν από ένα έλλειμμα ενημέρωσης που στην περίπτωση της τροπολογίας για τους παράτυπους μετανάστες καταγράφηκε ως διαμαρτυρία ανάμεσα στους βουλευτές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, στη δε περίπτωση της τροπολογίας για την «Ανάπλαση ΑΕ» συνδέθηκε τουλάχιστον με την αποψίλωση των αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το πρόβλημα συνεπώς είναι βαθύτερο από την αυτοεξαίρεση ενός πρώην πρωθυπουργού από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλά και ουσιαστικότερο από την επαναφορά μιας αρμοδιότητας στην κεντρική διοίκηση, όπως προέβλεπε ο ιδρυτικός νόμος του 2018.
Συναρτάται με τη λειτουργία του επιτελικού κράτους το οποίο, έχοντας από τη φύση του πιο συγκεντρωτικό χαρακτήρα από άλλες μορφές διακυβέρνησης, οφείλει όχι μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται πιο τίμιο, δηλαδή πιο διαφανές.
Αντιθέτως, ένα επιτελικό κράτος που λειτουργεί εν κρυπτώ δημιουργεί γύρω του πολλές σκιές αλλά και πολλές αμφιβολίες ως προς τις προθέσεις του.
Οι οποίες, όσο καλές και αν είναι, είναι γνωστό πού μπορεί να οδηγήσουν.