Με τα χρόνια απέκτησα μια ιδιότητα: βλέπω τη σκέψη. Και βλέποντάς την να ξετυλίγεται μπροστά μου σαν ταινία μπορώ να δω πότε και πώς σκέφτομαι ελεύθερα.
Κυρίως, πότε και πώς μπορώ ελεύθερα να γράφω για να μην βλέπω εφιάλτη.
Και επειδή «ελευθερία σκέψης διαθέτει μόνον όποιος μπορεί να είναι σίγουρος ότι αυτό που γράφει δεν θα επιφέρει συνέπειες», επειδή δηλαδή ελευθερία σκέψης έχει ο ποιητής, δεν θα μπορούσα παρά να αναρωτηθώ γιατί ο Βάλτερ Μπένγιαμιν παραπέμποντας σ’ αυτήν την αινιγματική αναφορά του Αντρέ Ζιντ στον Ρενάν που την συνέταξε, του προσάπτει ότι πράττει το αντίθετο, μιας που όλη του η γραφή και όλη του η ζωή δεν ήταν παρά οι συνεχείς προκλήσεις συνεπειών; *(Απέρριψε τον Προυστ ως διευθυντής στον Γκαλιμάρ και αργότερα μετανόησε. Εγκωμίασε τη Σοβιετική Ένωση όντας φανατικός χριστιανός).
Παρά ταύτα, ο Ζιντ έγραψε λογοτεχνία ως εάν η μέγιστη των συνεπειών που θα μπορούσε να επιφέρει στον εαυτό του να ήταν η «ακάθαρτη» γραφή των ιδιόρρυθμων «Γήινων τροφών» του ως εάν η μικτή, γήινη γραφή -όπως η «καθαρή ποίηση» στον Βαλερύ να είναι -και είναι πράγματι- το «ανάλογον» (το αναλόγιο;) του «ωραίου» – τουλάχιστον σύμφωνα με την καντιανή «Τρίτη Κριτική». (Το «ωραίο» αρέσει δίχως συμφέρον).
Αυτό εννοούσε προφανώς ο Ρενάν με την ρήση του, που ορθώς αναφέρει, ζηλεύοντας ο Αντρέ Ζιντ: την ωραία, per se, δυνατή γραφή πέραν των «ειδών» και των σχολαστικών, φιλολογικών κατατάξεων.
Γραφή-τροφή και μάνα εξ ουρανού του ελεύθερου στοχασμού.
Η μεγαλύτερη συνέπεια που θα επέφερε το γραπτό του, είναι άραγε άλλη από το γραπτό το ίδιο;
Κι αν θα ήθελε να γνωρίσει κάποιος την ψυχή του, «στην ψυχή δεν θα έπρεπε πάλι να κοιτάξει»;
Ιδού λοιπόν το «άνευ στόχου» της μεγάλης λογοτεχνίας.
Το α-στόχαστό της, το άσκοπο, το χωρίς όφελος, το ελεύθερο.
Λογο-τεχνία, έξω από τα μονοδιάστατα, πληκτικά κείμενα δεξιά και αριστερά.
Γίνεται όμως;
Σήμερα, νομίζω, πως ούτε γίνεται ούτε δεν γίνεται. Διότι δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Πρώτον, διότι γράφοντας κείμενα, συνέπειες δεν μπορούν να υπάρξουν, επειδή όλα γράφονται-ξεγράφονται και όλα επιτρέπονται.
Δεύτερον, γιατί γράφοντας βιβλία δεν έχεις προηγουμένως διαβάσει.
Πράγματι, εκείνο το: «για να γράψεις πρέπει πρώτα να γράψεις» του Μωρίς Μπλανσό ισχύει -αλλά μόνο για τον Μπλανσό. Και προφανώς, πλέον, επιτρέπονται και γράφονται όλα χωρίς συνέπειες, διότι ό,τι γράφεται δεν είναι ακριβώς γραφή. Είναι φιγούρα της τράπουλας. Βαλές ή Ντάμα.
Τρίτον, διότι γράφοντας εισέρχεσαι σε μια πρακτική γραφής που δεν είναι ούτε λογοτεχνία, ούτε δοκίμιο, ούτε δημοσιογραφία. Δεν είναι καν «κείμενο» (texte). Είναι ο ChatGPT.
Περιέχει βέβαια νοήματα αλλά περιέχει μόνον την επιστροφή του νοήματος στον εαυτό του.
«Το νόημα στο κείμενο», γράφει ο Ρολάν Μπαρτ, «επιστρέφει, αλλά σαν διαφοροποίηση, όχι σαν ταυτότητα».
Ώστε, γίνεται κάτι άλλο σαν το «α-νόητο» ποίημα του Τσέλαν, όπου το νόημά του διασπείρεται σε κάθε λέξη.
Δεν πουλάει ασφαλώς και δεν διαβάζεται.
Δεν έχει το νόημα μιας αξίας ανταλλακτικής.
Δεν σου «κάθεται» για να το διαβάσεις σε επετείους.
Σήμερα, αυτού του είδους η λυτρωτική αυτοαναφορά του ποιήματος (η ιδιορρυθμία του) είναι ο μόνος τρόπος να γράφεις -αλλά για να μη διαβάζεσαι.
Αλλιώς σε τσιτάρουν στο απερίγραπτο «Ράδιο Αρβύλα».
Γράφοντας «με νόημα», όπως λένε για τα τραγούδια , το όνομα αυτού που νομίζεις ότι γράφεις είναι: «κοινοτοπία».
Δεν μπορώ παρά να μην αποδώσω κι εγώ στα κείμενά μου στην εφημερίδα αυτόν τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό -εφόσον «πολιτεύομαι».
Και δεν ξέρω εάν το «επάγγελμα του διανοούμενου» είναι ανώτερο από το «επάγγελμα της ζωής».
Συνεχίζω πάντως να γράφω‐ζω, καλυμμένος από την ταυτότητα μιας άυλης, σχεδόν ανώδυνης υπογραφής, η ταυτοποίηση της οποίας δυσκολεύει και εμένα τον ίδιο.
Και αν υποτεθεί πως γράφω ελεύθερα, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Ρενάν, τότε γιατί να στοχοποιώ τον κάθε εκνευρισμένο Κασσελάκη για την πάλη των τάξεων, ή να ανησυχώ με τον πατριωτισμό του Σαμαρά γράφοντας πολιτικά κείμενα ως δικαιολογία γι’ αυτό που με κόφτει πρωτίστως;
«Πολιτικό» όμως είναι κάθε ευφυές κείμενο με εκείνο το αναγκαίο «quid pro quo», το «άλλο αντί άλλου» του, εκείνων των «απατεώνων της ανθρωπότητας», όπως χαρακτήριζε ο Νίτσε τον εαυτό του.
Όχι λοιπόν δεν είναι για το «θέμα» που γράφουμε πολιτικά, αλλά για τη «γραφή».
Αυτή οργανώνει το «κενό» πίσω από την προσωπίδα του βασιλιά της Ασίνης .
Αυτή αντικαθιστά την υπογραφή, ώστε οι συνεχείς παραπομπές, αναγνώσεις και δηλωμένα δάνεια να μην θεωρούνται λογοκλοπή αλλά ανταποδόσεις ευγνωμοσύνης.
Διότι η υπογραφή είναι προσωπίδα και οι μόνες συνέπειες που επιφέρει ένα τέτοιο προσωπιδοφόρο, αγωνιώδες «κείμενο» είναι ο εαυτός του.
Ενώ για το πολιτικό κείμενο, που δεν περιέχει υπό τας γραμμάς το οφειλόμενο ποίημα -το «κενό» του ποιητή στην «Ασίνη»- η μόνη του συνέπεια, παραμένει η κατίσχυση.
Το «προχωρώ με μάσκα» του Καρτέσιου, τα λέει όλα.
Όπως επίσης, και η εκκεντρική «Αγία Οικογένεια» του Γκαουντί στη Βαρκελώνη: ένα ημιτελές «κείμενο» από γύψο και πέτρες.
Οπότε ας επιτρέψουμε στο χολιγουντιανό λιοντάρι της «Μέτρο» να βρυχάται περιβεβλημένο με την επιγραφή: «Ars gratia artis».
Κι ας υπερβούμε τις μομφές περί αυτισμού ή «φορμαλισμού» που εξάντλησαν την Αχμάτοβα στην ουρά μπροστά στην πόρτα των φυλακών του Λένινγκραντ.
Διότι περί αυτού πρόκειται ακόμη και με τα αγωνιστικά ποιήματα του Ρίτσου που δημοσιεύει η «Κατιούσα».
Κάνουμε τέχνη για την τέχνη, νομίζοντας πως κάνουμε φιλανθρωπικό έργο. Η «gratia» δηλαδή της «artis», είναι «το λόγου χάριν» της ανθρώπινης ύπαρξης.
Εκείνο το: «Και μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της», του Αλεξανδρινού.
Βρυχώνται τα λιοντάρια στην εποχή μας;
Ναι, αλλά για τα συγγραφικά τους δικαιώματα, τις εταιρείες συγγραφέων τους κι εκείνη την κόκκινη γκλασέ ταινία με την αναφορά της βράβευσης στο εξώφυλλο εκ μέρους του θηριοδαμαστή-εκδότη.
Στην κοινωνία μας ένα τέτοιο χάρτινο λιοντάρι που βρυχάται πριν τα ζενερίκ του θρίλερ της, είναι ο διανοούμενος -αλλά μόνο από το κλουβί του.
Η «χάρις» (gratia) για τον διανοούμενο είναι ο ναρκισσισμός και όχι η «χάρις της απελπισίας» του Ροτ.
Κανείς δεν τον ακούει και δεν τον πιστεύει.
Κι όταν καλλιεργεί μια «συγκρουσιακή κουλτούρα», παρακάμπτεται από τους φιλισταίους και τους ειδήμονες των think tanks. Με την μομφή του κουλτουριάρη, τον βγάζουν θέαμα στο Μεντράνο πριν τον ελέφαντα.
Με την (υπο)γραφή του όμως εισέρχεται κι αυτός σε εκείνη την κλίμακα των επαγγελματικών «αξιωμάτων» που ο ίδιος τα επιθυμεί με το αζημίωτο: την προβολή. Συμβάλλει όθεν κι αυτός στην «φουμαροποίηση»* * της κριτικής και του πολιτισμού -όπως το φιλόδοξο γκόλντεν-μπόι στην κερδοφορία της τράπεζας. Καμιά φορά γίνεται και αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Ο D. Graeber λέει ακριβώς αυτό.**
Κατανοεί το κυρίαρχο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα σαν μια μετάλλαξη του υστερόβουλου καπιταλισμού και σαν επιστροφή του φεουδαρχισμού, αλλά αυτή τη φορά, των μάνατζερ- βαρώνων στους οποίους εντάσσει προφανώς τους πολιτικούς των βαρώνων.
Η παραγωγή, φερειπείν, της υπεραξίας μεταβάλλεται πλέον σ’ ένα σύστημα αναδιανομής αντίστοιχο με αυτό του φεουδαρχικού συστήματος, όπου αυτό που ενδιαφέρει είναι το πώς να εισπράξεις λάφυρα ή φόρους και μετά να τα αναδιανείμεις σε κουπόνια.
Φοβάμαι πως και η λεγόμενη πνευματική ζωή, σ’ αυτήν την φουμαροποίηση του πνεύματός της σε κουπόνια οδηγείται με τη δόμηση ιεραρχιών, ευθέως ανάλογων της αγοράς. Μειώνει το δημιουργικό και αυξάνει το εμπορεύσιμο.
Το «σπρώχνει» στην αγορά της τέχνης. Το «ανεβάζει». Το καθιερώνει. Το πουλάει.
Και αυτό είναι το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνητής αναπαραγωγιμότητάς του: ένα αντίγραφο έργο από το οποίο λείπει το «εδώ και το τώρα».
Αποτέλεσμα ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα: η αισθητικοποίηση (το κιτς) και το «φέικ» από τα αναπαραγωγικά μέσα και τα τύμπανα του πολέμου τους. Τον τρόπο δηλαδή, για να αναπαράγεις θεαματικά και σε πρώτη ζήτηση και τον εαυτό σου ως πρότυπο και πρωτότυπο.
Ο Μπένγιαμιν στο ρηξικέλευθο γνωστό δοκίμιό του, από τις πρώτες αράδες, εξηγεί τη διαδικασία έκπτωσης του έργου τέχνης που η αναπαραγωγή το προάγει μέσω νοοτροπίας τύπου Άντι Γουόρχολ.
Θέλουμε να εξηγήσουμε τη βία των παιδιών στα σχολεία και των μεγάλων στα γήπεδα; Πρέπει να καταλάβουμε όχι τη βία αλλά την αναπαραγωγή της από τον χειρότερο εαυτό της κοινωνίας μας.
Η βία δεν γεννιέται μόνον «εκεί που αποτυγχάνει η πολιτική», όπως γράφει η Α. Άρεντ, αλλά και εκεί που επιτυγχάνει ο πλέον αδιάφορος εαυτός της. Πού; Εκεί που επιτυγχάνει το μέγιστο: στα Πανεπιστήμια ή στην Ακαδημία Αθηνών.
Αν διαβάσει κανείς τα άρθρα του Περικλή Δημητρολόπουλου στο «Βήμα» ή του Παύλου Παπαδόπουλου στην «Καθημερινή» περί Ακαδημίας θα εκπλαγεί με όσα περιγράφουν. (Οι καταγγελίες του ακαδημαϊκού Χαράλαμπου Ρούσσου εν προκειμένω είναι ενδεικτικές).
Έχουμε χάσει την μπάλα αλλά στην μπάνκα. Τη μπάλα τη χάσαμε στις «σουίτες» των «μεγάλων» στα γήπεδα. Ο αριθμημένες θέσεις και τα στασίδια στις εκκλησίες ταιριάζουν σε μια κοινωνία που εκτός από πρόσθεση γνωρίζει και αφαίρεση.
Όσο για τη Θάτσερ; Την βλέπουμε στο Netflix.
Εμείς έχουμε «τιναχτεί στον αέρα», διότι κάνουμε παιχνίδι όταν ο γκρουπιέρης πει το «δεν πάει άλλο».
ΥΓ.
Παραπέμπω επίτηδες σε βιβλιογραφία γνωρίζοντας πως ματαιοπονώ.
Έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο.
Όμως δεν θα ήθελα να προχωρήσω σε παραδείγματα της αναγνωστικής μου καθημερινότητας.
Άλλοι τα έχουν αναλάβει επιμελέστεροι και λιγότερο κουραστικοί.
Πώς να μην σκέφτομαι λοιπόν με συμπάθεια τον συνομήλικό μου Τάσο Γιαννίτση -συνυποψήφιο με την Κατσέλη και τον Αλογοσκούφη -για μια «θέση» στην Ακαδημία Αθηνών; Τους εύχομαι κουράγιο – και του χρόνου.
* W.Benjamin, «Κείμενα 1934 – 1940», εκδόσεις Άγρα, 2019.
** D.Graeber, «Bullshit Jobs», εκδόσεις Στάσει εκπίπτοντες, 2023.