Το σχέδιο του προϋπολογισμού έγινε νόμος του κράτους το βράδυ της Κυριακής και έπειτα από τρεις ημέρες συζήτησης.
Από τη διαδικασία θα μπορούσε να κρατήσει κανείς την εξαγγελία του πρωθυπουργού περί αύξησης από τη νέα χρονιά της αποζημίωσης για το προσωπικό στις εφημερίες του ΕΣΥ και την ευρεία πλειοψηφία με την οποία ψηφίστηκαν οι αμυντικές δαπάνες.
Κυρίως όμως οφείλει να κρατήσει τις δυο «εκκρεμότητες» που άφησαν οι εργασίες της εθνικής αντιπροσωπείας για την τελευταία εβδομάδα του έτους.
Η μία εκκρεμότητα είναι το νομοσχέδιο για τη μη κρατικά ΑΕΙ που θα παρουσιαστεί στο Υπουργικό Συμβούλιο τις επόμενες ημέρες και θα τεθεί αμέσως μετά σε διαβούλευση.
Η άλλη είναι η ρύθμιση για τη νομιμοποίηση παράτυπων μεταναστών προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες σε εργατικά χέρια στον αγροτικό και τον κατασκευαστικό τομέα.
Και τις δυο εκκρεμότητες συνοδεύουν χρόνιες αγκυλώσεις και εύλογες ανησυχίες.
Για τη μεν μη κρατική ανώτατη εκπαίδευση, δεν κρίνεται πλέον το «αν» της ίδρυσης αλλά το «πώς». Και σε αυτό το «πώς» θα πρέπει να είναι σαφείς και αυστηροί οι όροι και οι προϋποθέσεις ώστε να μην προστεθούν νέες στρεβλώσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Με πιο απλά λόγια, δεν συζητούμε χρόνια ολόκληρα το άρθρο 16 για να αποκτήσουν πανεπιστημιακό στάτους διάφορα «κολέγια» αλλά για κάτι περισσότερο από αυτό.
Το «πώς» θα πρέπει να απασχολήσει και τη συζήτηση στο πρόβλημα της αγοράς εργασίας. Το οποίο πάντως δεν λύνεται με τη συνήθη μέθοδο των άσχετων τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια ούτε με πυροσβεστικού τύπου επεμβάσεις σε εσωκομματικά αντάρτικα και φαίνεται να είναι βαθύτερο από τις ελιές και τα μπετά.
Αρκεί να θυμηθεί κανείς το «παράπονο» του επιχειρηματικού κόσμου στον ίδιο τον πρωθυπουργό ότι αδυνατεί να βρει προσωπικό για να καλυφθούν οι ανάγκες των επιχειρήσεων.
Και στις δυο εκκρεμότητες διαφαίνεται συνεπώς ένας κίνδυνος. Οι χρόνιες αγκυλώσεις να οδηγήσουν στη λάθος συζήτηση. Και στο τέλος να μην απαντηθούν οι εύλογες ανησυχίες.