Την προηγούμενη της συνάντησής μας με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Θανάση Ζερίτη, έχω περάσει τη βραδιά μου καθισμένη στην άκρη της καρέκλας μου, μέσα σε ένα κατάμεστο θέατρο, παρακολουθώντας την νέα του σκηνοθετική δουλειά. Η «Κακούργα Πεθερά», το νέο έργο της Νεφέλης Μαϊστράλη είναι εμπνευσμένο από το περιβόητο έγκλημα της Χαροκόπου, που συντάραξε την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου και που ακόμα, 92 χρόνια μετά, έχει τη δύναμη να κάνει τις τρίχες στον αυχένα σου να βαρούν προσοχές. Ίσως, βέβαια, με άλλο τρόπο και για λόγους πιο σύνθετους.
«Είχε πολύ ωραίες αντιδράσεις το κοινό χθες. Γούσταρα πολύ!», μου λέει ο Θανάσης μόλις βολευτούμε σε ένα μικρό συνοικιακό καφέ όχι πολύ μακριά από εκεί που σήμερα αντί για το σπίτι της Άρτεμις Κάστρου στέκει ένα βενζινάδικο. «Και μάλιστα», συνεχίζει, «μια κοπέλα από το κοινό μου είπε, αφού είχε τελειώσει η παράσταση, πως ένιωσε την ανάγκη να απαντήσει σε κάτι που ειπώθηκε επί σκηνής. Εμένα αυτό είναι χαρά μου! Γιατί αυτό που κάνουμε δίνει πολύ πρόσφορο έδαφος για συζήτηση».
Ο Θανάσης Ζερίτης είναι από τους δημιουργούς εκείνους που χαίρεται τρομερά να βλέπει μετά τις παραστάσεις, ανθρώπους από το κοινό να στέκονται για λίγο έξω από το θέατρο και να συζητούν αυτό που είδαν. Τόσο ο ίδιος, όσο και η Νεφέλη Μαϊστράλη, από την πένα της οποίας ξεπήδησαν εκτός από την «Κακούργα Πεθερά» και οι «Σπυριδούλες» και οι «Αριστερόχειρες», επιδιώκουν πάντοτε μετά το τέλος των παραστάσεων να συνομιλούν με τους θεατές.
«Νομίζω ότι δουλειά μας είναι να προβληματίζουμε το κοινό. Όχι όμως έτσι όπως το λέμε συχνά λίγο θεωρητικά “να θέτουμε ερωτήματα”. Άμα γίνεται, να τσακώνονται άνθρωποι έξω από το θέατρο, να τσακώνονται ζευγάρια βλέποντας την “Κακούργα πεθερά” για το τι έγινε σε αυτή την ιστορία και ποια είναι η θέση τους, ρε παιδί μου», λέει ίδιος αστειευόμενος. «Νομίζω ότι αυτό το κάνει πιο ζωντανό και πως γι’ αυτό έχουμε ανάγκη να πηγαίνουμε ακόμα θέατρο. Αλλιώς να καθόμαστε σπίτι και να βλέπουμε Netflix».
Ένα από τα στοιχεία που αγαπά στο θέατρο είναι η ειλικρίνεια κι ο ίδιος προσπαθεί πάντοτε, είτε από το σανίδι είτε από την σκηνοθετική καρέκλα, να είναι ειλικρινής. Οι δουλειές του, είτε έχουν τη σφραγίδα της θεατρικής του οικογένειας, των 4frontal, είτε όχι, έχουν πάντοτε ξεκάθαρη θέση, μιλούν για παθογένειες, αποκαθιστούν ιστορίες που διαστρεβλώθηκαν. «Προτιμώ να διαφωνήσει μαζί μας το κοινό, να σηκωθεί κόσμος να φύγει στη μέση της παράστασης, παρά να μην είναι σίγουροι για το ποια είναι η θέση μας, ποια είναι τα θέματα που θίγουμε, γιατί μιλάμε και τι θέλουμε να πούμε. Προτιμώ να φύγουν ή να διαφωνήσουν πολύ, το βρίσκω πιο έντιμο», παραδέχεται.
Θανάση, πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το έγκλημα της Χαροκόπου; Ήξερες την ιστορία εσύ πριν εμπνευστεί από αυτή η Νεφέλη και γράψει το έργο;
Αυτήν την ιστορία στην πραγματικότητα μου την διηγήθηκε πριν λίγα χρόνια η Μάρθα Φριντζήλα, που τραγουδά συχνά το τραγούδι «Κακούργα Πεθερά». Και, όπως και το τραγούδι, έτσι και την ιστορία την λέει τρομερά. Δηλαδή, αξίζει να κάτσεις να πιεις ένα τσίπουρο με τη Μάρθα να σου πει την ιστορία. Κι εγώ έπαθα πλάκα. Ειδικά όταν κατάλαβα πού διαδραματίστηκαν όλα αυτά. Και φυσικά είπα την ιστορία στη Νεφέλη προκειμένου να γράψει γι’ αυτήν. Πέρασαν έξι χρόνια από τότε. Έκατσε μέσα της η ιστορία, έγραφε σκηνές ξανά και ξανά, το έφερνε από εδώ, το έφερνε από ’κει και τελικά το έκανε αυτό που ήθελε να το κάνει, βρήκε το στόχο της, τι θέλει να πει με αυτό το έργο σήμερα και το κέντησε. Εγώ ουσιαστικά μόνο ένα έναυσμα έδωσα.
Τι ήταν εκείνο που σε άγγιξε σε αυτή την ιστορία;
Όταν την πρωτάκουσα είχα κουφαθεί. Μου είχε φανεί αδιανόητο το ότι αυτές οι γυναίκες καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ εκείνος που όντως είχε το όπλο και πυροβόλησε έφαγε μόνο είκοσι χρόνια. Όπως αδιανόητο μου είχε φανεί και μου φαίνεται ακόμα όλο αυτό που ακολούθησε. Οι γυναίκες αυτές δαιμονοποιήθηκαν από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής και την κοινωνία. Φημολογείται ότι κυκλοφόρησαν περισσότερες πλάκες γραμμοφώνου στην Αθήνα με το τραγούδι «Κακούργα Πεθερά” από όσα γραμμόφωνα υπήρχαν. Γιατί έγινε έθιμο, λέει, να τις σπάνε οι γαμπροί στους γάμους στα πόδια της πεθεράς προληπτικά, μην έχουν τέτοια τύχη. Βγήκαν φράσεις όπως το «Α, ρε καημένε Αθανασόπουλε» και το «μην είσαι Μοσκιός». Πρόκειται δηλαδή για μια ιστορία που ακουγόταν για χρόνια, εντελώς διαστρεβλωμένη, επηρεάζοντας μια ολόκληρη γενιά, και στο τέλος το μόνο που έμεινε από αυτή την ιστορία είναι μοναχά η ταμπέλα, χωρίς ποτέ να εξεταστούν τα αίτια που οδήγησαν στο έγκλημα. Τι αντιμετώπισαν αυτές οι γυναίκες μετά; Τι έγινε στη ζωή τους; Τι προηγήθηκε; Ποιος ήταν αυτός ο Αθανασόπουλος;
Το έγκλημα της Χαροκόπου, η δίκη που ακολούθησε, τα πρωτοσέλιδα, τα τραγούδια, η απόφαση του δικαστηρίου μαρτυρούν ένα είδος ακραίου θεσμικού μισογυνισμού που ήταν κανονικότητα. Τι αντικρίσματα βρίσκει η ιστορία αυτή στο σήμερα;
Θα πω μόνο πως την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε άλλη μια γυναικοκτονία. Δηλαδή πόσο πολύ απέχουν το κουμπί του πανικού που συζητάμε αυτές τις μέρες και η γυναικοκτονία στη Σαλαμίνα. Εγώ και χτες που έβλεπα την παράσταση σαν θεατής λίγο πιο ήρεμος, κάποια πράγματα μου ακούμπησαν σε αυτό. Και δυστυχώς αυτό επιβεβαιώνει το ότι ακόμα δεν έχουμε φτάσει στο σημείο που αυτό το πράγμα να μην είναι η κουβέντα του σήμερα. Δυστυχώς. Και σήμερα υπάρχει θεσμικός μισογυνισμός – το βλέπουμε πολύ στα εργασιακά – αλλά σαφώς όχι στο βαθμό της εποχής του ’30, η οποία παρεμπιπτόντως είναι μια εποχή που σήμερα την έχουμε ρομαντικοποιήσει πάρα πολύ στα κεφάλια μας. Σίγουρα, έχουμε κάνει βήματα. Για παράδειγμα, μιλάμε πιο σωστά, εκφραζόμαστε καλύτερα όσον αφορά τα φύλα.
Είναι κάτι που με απασχολεί πολύ κι εμένα τελευταία, όλη αυτή η προσπάθεια να υιοθετήσουμε μια νέα γλώσσα πιο συμπεριληπτική. Εσύ που στέκεσαι σχετικά με αυτό;
Μου αρέσει. Δεν μπορώ να το κάνω ακόμα, δυσκολεύομαι. Έχουμε και ένα αστείο με τους συνεργάτες στην παράσταση. Η βοηθός μου, η Ελένη Τσιμπρικίδου, λοιπόν, έχει φτιάξει ένα “κουμπί”, το οποίο πρέπει να πατάω κάθε φορά που εκφράζομαι λάθος, με πατριαρχικά κατάλοιπα. Είναι το αστείο μας γιατί κάνουμε και έργα τέτοια. Και γελάμε, ρε παιδί μου, κάθε φορά που κάποιος λέει κάτι λάθος, λέμε πάτα το κουμπί τώρα για να το αντιληφθούμε. Όχι ότι θα τσακωθούμε μεταξύ μας, απλά γελάμε. Το συνειδητοποιούμε όμως κιόλας. Προσπαθούμε μέσα από την πρόβα μας και το πλαίσιο που έχουμε δημιουργήσει ως συνεργάτες χρόνια να ανακαλύψουμε και το πώς μιλάμε μεταξύ μας. Το απολαμβάνω που γίνεται έτσι και δεν υπάρχει φόβος. Γιατί αυτός είναι ο αντίποδας, να φοβόμαστε να μιλήσουμε. Δεν φοβάμαι σε αυτό το πλαίσιο, αλλά ούτε στο Ωδείο που κάνω μάθημα φοβάμαι. Προσπαθώ να μιλήσω όπως μιλάνε τα παιδιά και αυτά μιλάνε όντως καλύτερα από μας. Δηλαδή χρησιμοποιούμε ουδέτερες αντωνυμίες, γράφουμε χρησιμοποιώντας το παπάκι, σιγά και τι έγινε; Εννοώ, γιατί όχι; Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι μια προσπάθεια.
Ήσουν πάντοτε ευαισθητοποιημένος σε θέματα που αφορούν το φύλο, τις θηλυκότητες, τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη;
Νομίζω μέσα από τη σχολή και την ενασχόλησή μου με το θέατρο, ερχόμενος σε επαφή με ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές, νομίζω έχω αμβλύνει τις γωνίες μου και προσπαθώ. Δεν λέω ότι «το ‘χω», προσπαθώ να μαθαίνω, να καταλάβω οι άλλες κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται και τι περνάνε για να μπορώ να κάνω κι αυτή η δουλειά, ρε παιδί μου. Και πόσο μάλλον να ηγούμαι μιας ομάδας και να σκηνοθετώ μια παράσταση που μιλάει για κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι είναι απαραίτητο, αλλιώς μετά λέμε ψέματα.
Επιστρέφω στην παράσταση. Σκηνοθετικά και σκηνογραφικά έχετε επενδύσει πολύ στην στιγμή της δολοφονίας του Αθανασόπουλου.
Οδηγηθήκαμε εκεί. Είχαμε μια αίσθηση ότι αυτό είναι το κεντρικό συμβάν και αυτή η δολοφονία οδηγεί και όλα τα υπόλοιπα. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε αυτή τη σκηνή μέσα από τα μάτια των ηρώων και να ανακαλύψουμε τι άφησε σε αυτούς. Τι ακούς ρε παιδί μου; Τι σου μένει στα αυτιά; Αυτός ο βόμβος που περιγράφουν οι άνθρωποι που έχουν βρεθεί σε τέτοιες οριακές στιγμές… Αυτό προσπαθήσαμε να δώσουμε, γιατί κι εμείς διαπραγματευόμαστε πως είναι να φτάσεις σε μια τέτοια στιγμή. Καταλήξαμε έτσι στο ότι οι ήρωες μπήκαν σε κάποιου είδους τρανς κι εκείνη η στιγμή τους ακολούθησε σε όλη τους τη ζωή. Κάτι τους έμεινε από αυτό για πάντα. Σαν να έχουν πάνω τους ένα σημάδι που δεν μπορεί να φύγει. Σαν οι χτύποι της καρδιάς τους να αυξήθηκαν και να είναι πια σε άλλο beat μόνιμα. Και δραματουργικά αυτό μας βοήθησε στο να δούμε τη συνέχεια των ηρώων από εκεί και πέρα, ειδικότερα και του ανιψιού που ήταν αυτός που πυροβόλησε. Εκεί ειδικά, στον ανιψιό είναι πάρα πολύ έντονο το ότι μπήκε και έμεινε εκεί μέχρι το τέλος του.
Έχω την αίσθηση, όμως, πως κάθε παράσταση που σκηνοθετείς και κάθε νέο έργο που γράφει η Νεφέλη είναι όλο και δυνατότερες γροθιές στο στομάχι…
Μεγαλώνουμε κι εμείς… Και η Νεφέλη νομίζω, όσο περνά ο καιρός, η φωνή της καθαρίζει, στοχεύει όσο πάει και περισσότερο στο θέμα. Φαίνεται δηλαδή ότι τα κείμενά της αφορούν πολύ συγκεκριμένο ζήτημα. Κι εγώ καμαρώνω πάρα πολύ σε όλα τα επίπεδα, και επαγγελματικά και καλλιτεχνικά.
Φοβήθηκες ποτέ ότι, παίρνοντας τόσο ξεκάθαρη θέση, μπορεί να μην γίνετε αρεστοί ή αποδεκτοί;
Ναι. Και ακόμα το φοβάμαι. Εντάξει, θέατρο κάνουμε. Αλλά, από την άλλη, κι εμείς από αυτό ζούμε, είναι η δουλειά μας. Έχουν υπάρξει πράγματα που δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τα υποστηρίξω, αν δεν ήταν μια ολόκληρη ομάδα από πίσω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι «Αριστερόχειρες». Το κείμενο που έγραψε η Νεφέλη έπαιρνε σαφή, ξεκάθαρη πολιτική θέση για τον εμφύλιο. Πολύ ξεκάθαρη. Και εγώ ως σκηνοθέτης της παράστασης αποφάσισα να μην την λειάνω, αλλά να την υπερτονίσω. Και περιμέναμε να δούμε τις αντιδράσεις του κόσμου. Και είδαμε ότι όντως υπήρξαν άνθρωποι που φύγανε, μας έχουν κατηγορήσει για στρατευμένη τέχνη, το οποίο εμένα μου φαίνεται αστείο γιατί εμείς απλά λέμε την άποψή μας για ένα ιστορικό γεγονός. Σε τέτοιες παραστάσεις, λοιπόν, πρέπει οι συντελεστές να είμαστε σίγουροι ότι συμφωνούμε. Γιατί δεν μπορεί να είναι δική μου άποψη και να τη φορέσω εγώ σε έναν ερμηνευτή, πρέπει να πορευόμαστε όλοι μαζί. Οπότε ναι, εκεί ίσως ήμουν πιο φοβισμένος, αλλά γενικά όσο περνάνε τα χρόνια αποκτούμε το θάρρος της γνώμης μας.
Τώρα με την «Κακούργα Πεθερά», που δεν ήταν η ομάδα 4frontal από πίσω, αλλά μια ομάδα νέων συνεργατών, πώς ήταν η εμπειρία;
Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι έρχονται νέοι άνθρωποι και ανανεώνουν την τράπουλα και με τις δικές τους καταβολές, από τους δικούς τους χώρους, και πιστεύουν σε αυτό κάνεις. Αισθάνεσαι να ανοίγει ο κύκλος και αυτό βοηθάει και το ίδιο το θέατρο να εξελίσσεται. Ωραίο δεν είναι αυτό;
Αν βγει μια κακή κριτική, θα σε απασχολήσει;
Ναι ρε γαμώτο. Με νοιάζει η γνώμη τους. Θα σου πω γιατί. Είμαι και θεατρολόγος και με ενδιαφέρει η γνώμη των ανθρώπων που ξέρουν αυτή τη δουλειά, των κριτικών αυτών που θέλουν πραγματικά να προσφέρουν στο διάλογο κριτικού και καλλιτέχνη. Είδαμε αποτρόπαια πράγματα να γράφονται τα τελευταία χρόνια, τα οποία προσβάλλουν τον καλλιτέχνη ως άνθρωπο. Αυτά καλό θα ήταν να μη γίνονται. Ο τρόπος έχει σημασία. Δηλαδή, κράξε όσο θέλεις αυτό που κάνουμε, αλλά με τρόπο και λόγο και γνώση, όχι εύκολα. Να μιλάμε λίγο πιο καλά. Γιατί, σιγά, τι μας στοιχίζει.
Το νέα θεατρικό έργο της Νεφέλης Μαϊστράλη «Κακούργα Πεθερά» ανεβαίνει στο θέατρο Πόρτα κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη. Παίζουν: Ελένη Ουζουνίδου, Εριέττα Μανούρη, Νεφέλη Μαϊστράλη, Γιώργος Παπανδρέου, Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης.
Σημαντική σημείωση: Η παράσταση περιέχει σκηνές βίας, ήχο από πυροβολισμούς και γίνεται χρήση στρομποσκοπικού φωτισμού. Οι ηθοποιοί καπνίζουν επί σκηνή για τις ανάγκες της παράστασης. Κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών.