Βρισκόμαστε, στο 1970. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός που σημάδεψε όσο λίγοι την ελληνική μουσική του 20ου αιώνα και γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 11 Δεκεμβρίου 1922, είναι τότε 48 ετών.

Η Ελλάδα βρίσκεται υπό τα δεσμά της Δικτατορίας, έχει όμως προηγηθεί το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη και του Μίκη Θεοδωράκη και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έχει πια εδραιωθεί ως ένας από τους πιο δημοφιλείς ερμηνευτές. Μάλιστα, αν και πρότυπο αγνού λαϊκού τραγουδιστή έχει γίνει και ο αγαπημένος της μεγαλοαστικής τάξης.

Αγαπημένος της υψηλής κοινωνίας

Όπως γράφει ο Φρέντυ Γερμανός, που συνάντησε για λογαριασμό του περιοδικού «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» τον Μπιθικώτση: «ο λαϊκός βάρδος από τους πρώτους ήδη μήνες του 1960 είχε γίνει κιόλας ο επίσημος αγαπημένος της υψηλής κοινωνίας.

»Οι κοσμικές κυρίες του έγραφαν ερωτικά γράμματα. Οι κοσμικές εφημερίδες του αφιέρωναν οκτάστηλα άρθρα. Μία μάλιστα κοσμική στήλη τού άλλαξε και το όνομα – επί το κοσμικώτερον… “Γκρεγκουάρ Μπιθί…”.

Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου. «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.2.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Αλλά ο Μπιθικώτσης που ήταν τότε 10 χρόνια νεώτερος αντέδρασε. “Γρηγόρης μάλιστα” απάντησε. “Γκρεγκουάρ ποτέ”. Και το Γαλατικό ψευδώνυμο κατεποντίσθη μέσα στο πέλαγος της λαϊκής λεβεντιάς.

»Γκρεγκουάρ ποτέ. Σερ μάλιστα…Σήμερα ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης φέρει με πολλήν υπερφάνεια, τον τίτλο ευγενείας με τον οποίον τον επροίκισε η Αθηναϊκή νύκτα. Ένας τίτλος είναι πάντα χρήσιμος – όταν πλησιάζη κανείς τα πενήντα…

Τα παιδικά χρόνια

»Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε στο Περιστέρι. Ο πατέρας του ήταν ένας περιβολάρης στην Εύβοια. Από εκεί ήλθαν οι Μπιθικωτσαίοι στις αρχές του αιώνας μας για να κατακτήσουν το Περιστέρι, και την λαϊκή δόξα…Το πρώτο του επάγγελμα ήταν υδραυλικός. Η πρώτη του αγάπη η κιθάρα. Ο πρώτος του θαυμαστής ο κυρ Αντρέας ο αμάξας…»

Αφηγείται ο Μπιθικώτσης στον Φρέντυ Γερμανό:

«Έπαιξα κιθάρα από 10 χρόνων. Ύστερα γνώρισα το μπουζούκι και είπα μέσα μου: “Αυτό το πράγμα κελαηδάει καλύτερα από όλα”. Πώς όμως να βάλης μπουζούκι στο σπίτι του Μπιθικώτση εκείνο τον καιρό; Είπα στον εαυτό μου: “Yπομονή”. Kαι έκανα υπομονή τρία χρόνια.

»Το ’40 κηρύχτηκε ο πόλεμος. Τα αδέλφια μου πήγαν στην Αλβανία. Τότε είπα στον εαυτό μου: “Γρηγόρη ήρθε η ώρα”. Πάω στο Μοναστηράκι, αγοράζω ένα μπουζούκι και το φέρνω στο σπίτι. Εκείνη την ώρα η μάνα μου σκάλιζε κάτι κουκιά στον κήπο. Μου λέει: “Tι είναι αυτό;”. Της λέω: “μπουζούκι”. Mόλις ακούει τη λέξη η μάνα μου βάζει τα κλάματα.

»Βγαίνει στον κήπο ο πατέρας μου. Λέει: “Τι γίνεται εδώ πέρα;” Του λέει η μάνα μου: “O Γρηγόρης αγόρασε μπουζούκι…”. Εκείνη την ώρα μπαίνει στην κουβέντα ο κυρ Αντρέας, ένας αμαξάς γείτονας που έβλεπε τη σκηνή. “Πώς κάνετε έτσι κυρία Μπιθικώτση” της λέει. “Εδώ σώθηκε η γειτονιά και εσείς κλαίτε. Δώστε μου το μπουζούκι σε μένα να το φυλάξω…”.

»Πήρε λοιπόν ο κυρ Αντρέας το μπουζούκι και κάθε βράδυ μού έλεγε: “Έλα να παίξης Γρηγόρη”. Ο κυρ Αντρέας αγαπούσε το κρασί. Αγαπούσε κι ο πατέρας μου το κράσι. Ένα βράδυ εκεί που πίνανε μαζί, τους παίζω τη “Φραγκοσυριανή”. Μου λέει ο πατέρας ξερά: «Καλό ήτανε. Παίξε κι άλλο…»»

Την απόφαση να ασχοληθεί με τη μουσική, την είχε ήδη πάρει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, από την ηλικία των 17 ετών.

«Γύρω στα 1937. Τότε, έπαιζε στο Περιστέρι μια συντροφιά από μερικούς ευπατρίδες της διπλοπεννιάς: Ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος, ο Παπαϊωάννου – κι ένας νεαρός που ήξερε να χαϊδεύη το μπουζούκι σαν να ήταν η επιδερμίδα της αγαπημένης του: ο Μανώλης ο Χιώτης».

»“Πήγαινα και τους έβλεπα λίγο από πάθος και λίγο από περιέργεια. Δεν έμπαινα μέσα στο κέντρο. Τους έβλεπα πίσω απ’ τα κάγκελα. Είχαν βλέπεις την ίδια αρρώστια με μένα και ήθελα να δω τι θα κάνη ο άρρωστος. Θα ζήση; Θα πεθάνη; Κι αν πεθάνη – πότε;

Tα πρώτα βήματα στη δισκογραφία

»Τα πρώτα βήματα ήταν δύσκολα. Οι παλιότεροι υπάλληλοι της εταιρίας δίσκων θυμούνται ακόμη τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στα 1950, κατσαρομάλλη και ωργισμένο να ανεβοκατεβαίνη τα σκαλοπάτια της εταιρίας, έχοντας υπό μάλλης τα τραγούδια του και να ακούη διαρκώς: “Δυστυχώς δεν εχουμε τίποτε για σας. Περάστε την άλλη εβδομάδα…”.

»Aυτό κράτησε δύο χρόνια. Ο Μπιθικώτσης όμως είχε μέσα του εκείνο το αγωνιστικό πάθος που έχουν συνήθως οι πρώην πεζοναύτες, οι πρώην αλεξιπτωτιστές και οι πρώην υδραυλικοί. Συνέχισε όμως να ανεβοκατεβαίνη τα σκαλοπάτια της εταιρίας και κάποια ώρα καταφέρνει να κάνη τον πρώτο του δίσκο.

“Οι άλλοι συνθέτες με λέγανε τρελλό. Αυτό το έμαθα αργότερα. Κάθε φορά που πήγαινα ένα τραγούδι μου στην εταιρία μάθαινα πώς λέγανε ο Τσιτσάνης και οι άλλοι για μένα: “Μην τον ακούς αυτόν. Τρελλός είναι…

Πρώτο τραγούδι

»Το πρώτο τραγούδι του ήταν  το “Καντήλι τρεμοσβήνει”. Οι στίχοι ήταν του Μπάμπτη Βασιλειάδη: “Το καντήλι τρεμοσβήνει – σε μια κάμαρα φτωχή – και μια μάνα σιγοσβήνει – στο κρεβάτι μονάχη”.

»Το “Καντήλι” πούλησε 25.000 δίσκους και έφερε το όνομα του νεαρού συνθέτη στον αφρό. Αργότερα έγραψε το “Μου κατέστρεψες τη ζήση…” που έγινε κι αυτό σουξέ. Σιγά – σιγά ο Μπιθικώτσης άρχισε να γίνεται φίρμα στα υπόγεια της οδού Βερανζέρου, όπου κυκλοφορούσαν οι μπουζουκτσήδες την εποχή εκείνη – πριν ανακαλύψουν το “Βυζαντινό” του Χίλτον.

Τραγουδιστής

»Μερικοί ελεγαν: “Ο Γρηγόρης γράφει καλά τραγούδια…”. Άλλοι έλεγαν: “Ο Γρηγόρης παίζει καλό μπουζούκι. Κανείς όμως δεν έλεγε ακόμη: “Ο Γρηγόρης τραγουδάει καλά…”.Δεν τραγουδούσε ακόμη ο ίδιος αλλά είχε το επικίνδυνο χόμπυ να κάνη τους άλλους να τραγουδούν.

»Η πρώτη του ανακάλυψη ήταν η Ρένα Ντάλια. Έμεινε κοντά του μερικούς μήνες και μετά ερωτεύθηκε έναν μπουζουκτσή και άφησε τον Μπιθικώτση να τρεμοσβήνη σαν το καντήλι του τραγουδιού του.

“Είπα μέσα μου: ‘Δεν βαριέσαι, γυναίκα είναι…’ Πήραμε άλλη τραγουδίστρια. Βλέπεις το κοινό ήθελε να βλέπη φουστάνι. Πήραμε την Καίτη Γκρέϋ. Μου έμεινε κάμποσο καιρό κι ύστερα φεύγει κι αυτή. Είπα πάλι μέσα μου: ‘Δεν βαριέσαι γυναίκα είναι…’ Ύστερα πήγαμε στην Πάτρα. Παίρναμε μαζί μας μια άλλη τραγουδίστρια πού την χάναμε στις πέντε μέρες. Αυτή ερωτεύθηκε έναν παντρεμένο”.

Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου. «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.2.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Έτσι τελικά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης άρχισε να αναρωτιέται μήπως θα έπρεπε να βασιστή σε κάτι σταθερώτερο απ’ την φωνή μιας λαϊκής τραγουδίστριας. (Π.χ. στην φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση). Ήταν μια τολμηρή ιδέα αλλά πάντως ήταν μια ιδέα. Άρχισε να κάνη τα πρώτα πειράματα. Και εγεννήθη ο Γκρεγκουάρ Μπιθί…

»Βέβαια τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Αν δεν ήταν ο Θεοδωράκης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης δεν θα είχε ίσως ξεκολλήσει ποτέ απ’ την αφάνεια. Χρειάσθηκαν ίσως και μερικά άλλα πράγματα. Χρειάσθηκε ο θαυμασμός του κυρ- Αντρέα του αμαξά. Χρειάσθηκε το μεράκι του υδραυλικού. Χρειάσθηκε το φλογερό ταπεραμέντο τριών λαϊκών ντιζέζ – που προτιμούσαν να ερωτεύονται αντί να τραγουδούν…

»Χρειάσθηκαν όλα αυτά για να γεννηθή ο Μπιθικώτσης, ο Α’, σερ της διπλοπενιάς και δουξ του Περιστερίου!».