Ενώ οι καταναλωτές ακριβοπληρώνουν το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο προσβλέποντας στη διατροφική του αξία και τα οφέλη που προσφέρει στην υγεία, τα νοθευμένα και παράτυπα λάδια έχουν κατακλύσει στην αγορά.
Και δεν αναφερόμαστε στον παραδοσιακό τενεκέ, που υποτίθεται απαγορεύεται από τη νομοθεσία, αλλά σε τυποποιημένα ελαιόλαδα και μάλιστα σε μεγάλες μάρκες, που κατέχουν ηγετικά μερίδια στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς και μεταδίδει ο Ot.gr, πέρα από την απάτη με τη διακίνηση νοθευμένων ελαιολάδων, υπάρχει και το ζήτημα των κανόνων εμπορίας και επισήμανσης.
Κι αυτό γιατί η ποιότητα του ελαιολάδου επηρεάζεται από πληθώρα παραγόντων, από το στάδιο της ανάπτυξης του καρπού μέχρι την ελαιοποίηση και την αποθήκευσή του.
Έτσι αν το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, το οποίο είναι φρέσκο και ιδιαίτερα ευαίσθητο προϊόν έχει εκτεθεί στο φως και σε υψηλές θερμοκρασίες ή το υλικό αποθήκευσης δεν είναι κατάλληλο, χάνει τα χαρακτηριστικά του άρα και την τιμή του. Παρ’ όλα αυτά, αρκετά ταγγισμένα και αλλοιωμένα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα κυκλοφορούν και συνεχίζουν να πωλούνται σε υψηλές τιμές.
Αποκαλυπτικοί οι έλεγχοι του ΕΦΕΤ
Σύμφωνα με τους ελέγχους που έχει πραγματοποιήσει ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), τουλάχιστον από το 2019 οι παρατυπίες-νοθείες στα τυποποιημένα ελαιόλαδα αυξάνονται αλματωδώς, αγγίζοντας το 2022 σχεδόν το 15% των συνολικών δειγμάτων των ελέγχων.
Σημειωτέον ότι ο ΕΦΕΤ με βάση τη νομοθεσία ελέγχει ένα δείγμα ανά 1.000 τόνους με τη συντριπτική πλειονότητα των ελέγχων να αφορά τα τυποποιημένα ελαιόλαδα.
Πρέπει να επισημανθεί ότι το 2022 εξετάστηκε 41% μικρότερος αριθμός δειγμάτων δεδομένης της μικρότερης παραγωγής, σε σχέση με το 2021 όταν τα δείγματα ανήλθαν σε 327 εκ των οποίων το 9,4% ήταν μη συμμορφούμενα.
Όπως επισημαίνει ο κος Παναγιώτης Βασιλόπουλος, Γενικός Διευθυντής του ΕΦΕΤ, τα αποτελέσματα των ελέγχων έδειξαν πως στα περισσότερα μη συμμορφούμενα δείγματα ελαιόλαδου τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (γεύση, οσμή, χρώμα κ.ά.) δεν ήταν φυσιολογικά ούτε αντιστοιχούσαν στην κατηγορία ποιότητας που αναγραφόταν στην ετικέτα.
Από τους ελέγχους που έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες στα εργαστήρια του ΕΦΕΤ, περίπου το 10% των δειγμάτων βρέθηκαν να είναι παράτυπα. Είτε εντοπίστηκε νοθεία είτε τα ελαιόλαδα που ελέγχθηκαν ήταν κατώτερης κατηγορίας από αυτή που είχε δηλωθεί.
Συνολικά για εφέτος ο ΕΦΕΤ έχει προγραμματίσει 350 δειγματοληψίες: 258 έλεγχοι στο εξαιρετικό παρθένο, 52 στο παρθένο, 20 στο μείγμα ελαιόλαδου, 10 στο πυρηνέλαιο και 10 χύμα, με τα αποτελέσματα να αναμένονται μέσα στον Ιανουάριο του 2024.
Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι πέρα από τον ΕΦΕΤ αρμοδιότητα ελέγχων έχουν και οι περιφέρειες, ωστόσο, παρά τις προσπάθειες που γίνονται δεν υπάρχει απόλυτη διασύνδεση μεταξύ των ευρημάτων των δύο φορέων.
Παράλληλα, έχει αναπτυχθεί συνεργασία μεταξύ του ΕΦΕΤ και της οικονομικής αστυνομίας, προκειμένου οι σχετικές υποθέσεις να παίρνουν το δρόμο της δικαιοσύνης.
Ο φορέας διαθέτει 102 επιθεωρητές πεδίου, οι οποίοι απαρτίζουν συνολικά 51 κλιμάκια για όλη τη χώρα, τα οποία είναι επιφορτισμένα όχι μόνο για τους ελέγχους του λαδιού αλλά για όλα τα προϊόντα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του.
Κινδυνεύει η υπεραξία
Με δεδομένη την παντοκρατορία του τενεκέ (ο όγκος του ελαιολάδου που διακινείται από τα σούπερ μάρκετ φθάνει τις 18 χιλ. τόνους, όταν η εγχώρια κατανάλωση στο χύμα ξεπερνά τους 80 χιλ. τόνους), η αύξηση των παρατυπιών και της νοθείας «γκρεμίζει» τις προσπάθειες των τυποποιητών ελαιόλαδου να πείσουν για την υπεραξία των προϊόντων τους. Την ώρα μάλιστα που ακόμη και σ’ αυτή την πληθωριστική συγκυρία οι καταναλωτές δείχνουν προτίμηση στα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα έναντι των παρθένων.
Ο τζίρος στα επώνυμα τυποποιημένα ελαιόλαδα διαμορφώθηκε το 2022 στα 100 εκατ. ευρώ με βάση τις μετρήσεις της NielsenIQ, ενώ στο 9μηνο εφέτος καταγράφεται υποχώρηση 3,4% στην αξία πωλήσεων, με τους όγκους σε λίτρα να σημειώνουν μείωση κατά 26,5%, προφανώς λόγω της ιλιγγιώδους αύξησης των τιμών στο ράφι.
Οι τιμές στο παρθένο ελαιόλαδο με βάση τα στοιχεία του e-katanalotis φθάνουν έως και τα 16,58 ευρώ το λίτρο (στοιχεία 8/12/2023), ενώ στο εξαιρετικό παρθένο, σύμφωνα με τα ηλεκτρονικά καταστήματα των μεγάλων αλυσίδων, αγγίζουν και τα 18,1 ευρώ/λίτρο. Κι αν ληφθεί υπόψη η φετινή μειωμένη παραγωγή, η οποία υπολογίζεται ότι δεν θα ξεπεράσει τους 120-130 χιλ. τόνους, θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν.
Το τι και πώς των ελέγχων στο ελαιόλαδο
Για να διαπιστωθεί η αυθεντικότητα, η ποιότητα και η προέλευση του ελαιολάδου γίνονται 3 είδη ελέγχων: χημικός, οργανοληπτικός και έλεγχος ως προς την επισήμανση.
Ο χημικός έλεγχος γίνεται σε χημικό εργαστήριο, η οργανοληπτική εξέταση από πάνελ γευσιγνωστών προκειμένου να αξιολογηθεί το φρουτώδες (άρωμα φρούτου ελιάς), το πικρό και το πικάντικο (έντονη αίσθηση σαν κάψιμο στον ουρανίσκο κατά την κατάποση), αλλά να βρεθούν πιθανά ελαττώματα (ξύλο, τάγγο κ.ά), ενώ όσον αφορά την επισήμανση, εξετάζεται αν υπάρχει παραπλάνηση σχετικά με τη δηλωθείσα γεωγραφική προέλευση και την κατηγορία ποιότητας του ελαιολάδου.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το ελαιόλαδο είναι το μοναδικό τρόφιμο που η νομοθεσία επιβάλλει την οργανοληπτική αξιολόγηση. Σε αυτό το πεδίο του ελέγχου όμως υπάρχουν σε αρκετές περιπτώσεις αμφισβητήσεις για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων.
Πώς νοθεύεται
Η νόθευση του ελαιόλαδου γίνεται συνήθως με σπορέλαιο β’ κατηγορίας (ηλιέλαιο, αραβοσιτέλαιο, βαμβακέλαιο, φουντουκέλαιο, φοινικέλαιο κ.λπ.) και φυσικές χρωστικές ουσίες (π.χ. χλωροφύλλη) ώστε να «πρασινίσει» το χρώμα και να ξεγελά εύκολα το μάτι.
Ας σημειωθεί ότι το νοθευμένο ελαιόλαδο μπορεί να είναι επικίνδυνο για την υγεία μόνο όταν περιέχει έλαια άλλης προέλευσης και όχι φυτικής.
Ωστόσο, πιο συνηθισμένη και από την νοθεία είναι η καταστρατήγηση των δεικτών εμπορίας και συμμόρφωσης, δηλαδή το ελαιόλαδο να μην είναι εξαιρετικό παρθένο αλλά απλά παρθένο, ή ακόμη χειρότερα εξευγενισμένο ελαιόλαδο στο οποίο έχει προστεθεί ένα μικρό ποσοστό παρθένου ή εξαιρετικού παρθένου ώστε να είναι βρώσιμο.
Υπενθυμίζεται ότι για να χαρακτηριστεί ένα έλαιο ως εξαιρετικό παρθένο θα πρέπει η οξύτητά του να μην υπερβαίνει το 0,8%, τα υπόλοιπα χημικά χαρακτηριστικά του να είναι σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) Νο 2568/91, ενώ δεν πρέπει να έχει κανένα οργανοληπτικό ελάττωμα.