Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963, ο Γιώργος Σεφέρης, σε πείσμα της Ακαδημίας Αθηνών και του λογοτεχνικού κατεστημένου, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αφήνοντας πίσω του το συνυποψήφιο Σάμιουελ Μπέκετ που πήρε το Νόμπελ το 1969. Το σκεπτικό της βράβευσής του αναφέρει: «Επελέγη δια το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα δια το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες».
Στις 16 Απριλίου του 1964, η Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ τίμησε τον Σεφέρη ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο διδάκτορα. Ήταν η πρώτη αναγνώριση του ποιητή από καθηγητές του κύρους του Λίνου Πολίτη, του Μανώλη Ανδρόνικου, του Γιάννη Κακριδή και του υφηγητή τότε, Δημήτρη Μαρωνίτη. Ο Σεφέρης έφτασε στην Θεσσαλονίκη οδικώς, συνοδευόμενος από τη Μαρώ και τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Σεργιάνισε στην Πάνω Πόλη και τις εκκλησιές με «ξεναγό» τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, έφαγε στο «Όλυμπος-Νάουσα» και στον «Χαμόδρακα», μεσημέρι δίπλα στο κύμα.
Ήμουν κι εγώ στην απονομή, στην αίθουσα Τελετών του κεντρικού κτιρίου, κάτω απ’ την επιγραφή «Μούσαις χάρισι θύε» και υπό το αυστηρό βλέμμα του Πολιούχου. Όρθιος, πίσω στην αίθουσα, μαζί με τον Γιάγκο Ανδρεάδη και τον Άλκη Σαχίνη, ακούσαμε τη βαθιά και μελαγχολική φωνή του ποιητή για πρώτη φορά -ο Πατσιφάς δεν την είχε ακόμα ηχογραφήσει στη «Λύρα».
Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσα στα κάστρα και στην παλιά παραλία με τα Άπαντα του Σεφέρη υπό μάλης. Αντάλλασσα στίχους αντί λόγια ερωτικά με το κορίτσι μου. Τσίταρα στις εκθέσεις μου στο Ε’ Αρρένων, ολόκληρα ποιήματα, κολλημένος κυριολεκτικά, «σεφερολάγνος» -έναν τίτλο που δεν θα αποποιηθώ ποτέ. Στο τέλος της τελετής, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, που τον παρακολουθούσα στο αμφιθέατρο ανελλιπώς παρότι σπούδαζα Νομική, μας πλησίασε λέγοντάς μας ότι ο ποιητής εξέφρασε την επιθυμία να γευματίσει στη φοιτητική Εστία με τους φοιτητές και μας κάλεσε να παραβρεθούμε. Στο τραπέζι- φορμάικα και πιάτα τσίγκινα- ο Σεφέρης με ρώτησε τι σπουδάζω και του απάντησα «δυστυχώς Νομικά κατά προτροπή του πατέρα μου, ενώ επιθυμούσα τη Φιλολογία». «Γράφω όμως ποιήματα», συμπλήρωσα. Και μου απάντησε να μη στεναχωριέμαι γιατί κι εκείνος νομικά είχε σπουδάσει. Σημειώνω ότι στο Παρίσι, την περίοδο της δικτατορίας, πάντα με τα Άπαντά του υπό μάλης, ακολούθησα τα βήματά του, διάβασα Λαφόργκ και Βαλερύ και στάθηκα με τις ώρες μπροστά στα νούφαρα του Μονέ, στην Ορανζερί.
Τον καιρό εκείνο, εκδίδαμε στη Θεσσαλονίκη τον «Σπουδαστικό Κόσμο», περιοδικό αντίστοιχο της «Πανσπουδαστικής» στην Αθήνα, με την ίδια κυκλοφορία και την ίδια επιρροή. Ανήκαμε στην νεολαία της ΕΔΑ, λίγους μήνες πριν δολοφονηθεί στη Θεσσαλονίκη ο Γρηγόρης Λαμπράκης.
Ο Γιάγκος Ανδρεάδης, αρχισυντάκτης του περιοδικού, μου ανέθεσε να πάρω συνέντευξη από τον Γιώργο Σεφέρη, «μιας που γράφεις ποιήματα». Ταξίδεψα νύχτα με την ταχεία και απ’ το σταθμό Λαρίσης με ένα ταξί, γιατί δεν ήξερα το δρόμο, κατευθύνθηκα στο (μυκονιάτικο) σπίτι του Σεφέρη στην οδό Άγρας. Μου άνοιξε η Μαρώ με μια κόκκινη ρόμπα, ενοχλημένη για την ώρα, και, αφού με ρώτησε αν έχω κλείσει ραντεβού για να μιλήσω με τον ποιητή, προφασίστηκε χωρίς πολλά ότι ο Σεφέρης δεν είναι στο σπίτι και «χαίρετε». Έφυγα για τη Θεσσαλονίκη με την ουρά στα σκέλια. Κι όταν την επομένη ανακοίνωσα στη συντακτική επιτροπή «τζίφος η υπόθεση», εισέπραξα την επίπληξη του Κωστή Μοσκώφ για την ανοργανωσιά της «επιχείρησης» με μόνο ελαφρυντικό το ότι «έτσι είναι οι αστοί ποιητές» εννοώντας ακατάδεκτοι. Ο Μοσκώφ δεν είχε ακόμα προσχωρήσει στα νεορθόδοξα νάματα στα οποία βαφτιζόντουσαν μια σειρά διανοούμενων, και της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης.
Δυο μέρες αργότερα έφτασε στα γραφεία του περιοδικού στην οδό Μητροπόλεως, ιδιόγραφη επιστολή του Σεφέρη με στυλό μελάνης και με την χαρακτηριστική σφραγίδα του, τη γοργόνα με τις δύο ουρές, που τον ακολουθούσε και τον ακολουθεί στον κόσμο της μνήμης όλων μας.
Το κλίμα στην επιτροπή άλλαξε άρδην. Διάβασα μεγαλοφώνως εκείνη την επιστολή και μου επετράπη να δημοσιεύσω στο επόμενο τεύχος μαζί με την φωτογραφία της κάρτας, το πρώτο μου κριτικό κείμενο, με τον τίτλο: «Η δόξα μας άγγιξε πάλι», όπου είχα το θράσος να επικρίνω τον ποιητή για το ότι άλλαξε τον τίτλο της τελευταίας τότε συλλογής του Κύπρον, οὖ μ’ ἐθέσπισεν σε Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’. Υπαινισσόμουν την εμπλοκή του διπλωμάτη τότε Σεφέρη με τον Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για το Κυπριακό. Την πραγματική ιστορία, την έμαθα αργότερα. Mea culpa.
Συνέβη, καθηγητής το 1992, να εκφωνήσω τον πανηγυρικό της ημέρας για την επέτειο της 25ης Μαρτίου με τίτλο «Μακρυγιάννης – Σεφέρης» μπροστά στους υπουργούς και τον Αρχιεπίσκοπο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ο Μακρυγιάννης μαζί με τον Σολωμό και τον Κάλβο -«που δεν ήξεραν ελληνικά» όπως έγραψε ο Σεφέρης- υπήρξε οδόσημό του σε έναν δρόμο, που απολήγει ακόμα στον κατήφορο του ελληνοκεντρισμού, χωρίς όμως το σοβαρό σκεπτικό του Σεφέρη για τη σημασία της παράδοσης. Ο Σεφέρης σφράγισε όχι μόνο την ποίηση, αλλά και έναν τρόπο σκέψης που ανέλυσε με πάθος ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο κείμενό του «Το χαμένο κέντρο», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Για τον Σεφέρη, Τιμητικό Αφιέρωμα για τα 30 χρόνια της Στροφής.
Ο πανηγυρικός αυτός εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πλέθρον σε τόμο με τον τίτλο Autodafe το 1992. Αξίζει τον κόπο να τον παραθέσω αυτούσιο.
Την Κυριακή 10/12 κυκλοφορεί μαζί με Το Βήμα η ειδική επετειακή έκδοση «Το Βήμα στην Ιστορία», με αφορμή τη συμπλήρωση των 60 χρόνων από τη βράβευση του Γιώργου Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.