Η αίσια έκβαση της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα βασίστηκε σε μια ανάγκη και μια αντίληψη.
Την ανάγκη της τουρκικής ηγεσίας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τη Δύση γενικότερα και την Ευρώπη ειδικότερα μετά το πλήθος παλινωδιών που συνόδευσαν τη στάση της τα προηγούμενα χρόνια, στη συνέχεια στο Ουκρανικό και τώρα στο Μεσανατολικό.
Αλλά και την αντίληψη της ελληνικής κυβέρνησης ότι κάθε «φάλτσο» της απέναντι πλευράς δεν συνιστά λόγο παρεξήγησης και πως είναι κατά το μάλλον αντιπαραγωγικό να απαντά κανείς στα «φάλτσα» κρατώντας απλώς «μούτρα».
Τα «ήρεμα νερά» είναι το αποτέλεσμα αυτών των δυο παραγόντων απ’ όπου αλιεύεται ένα τριπλό κέρδος.
Πρώτον, εδραιώνεται ο ρόλος της Ελλάδας ως πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή: είναι ο ρόλος του ενός πρωταγωνιστή αφού καμία άλλη χώρα – και οπωσδήποτε όχι η Τουρκία – δεν μπορεί να τον διαδραματίσει.
Δεύτερον, ενισχύεται η θέση της χώρας στο τρίγωνο Τουρκία – ΕΕ – ΗΠΑ αφού καθίσταται σαφές για την Αγκυρα ότι για να ικανοποιήσει τις όποιες δυτικόστροφες επιδιώξεις της θα πρέπει πρώτα να «κόψει εισιτήριο» στην Αθήνα.
Τρίτον, οι δεκαπέντε συμφωνίες που υπογράφηκαν ανάμεσα στις δυο πλευρές ανοίγουν τον δρόμο σε μια σειρά από οικονομικά οφέλη, τα οποία εντάσσονται με τη σειρά τους σε ένα γενικότερο οικονομικό κλίμα και πλαίσιο που κάθε άλλο παρά αδιάφορες αφήνει τις διεθνείς αγορές.
Το συμπέρασμα είναι πως, εάν και δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς τη διάρκεια, έκλεισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το μοναδικό ανοικτό μέτωπο που απασχολούσε τη χώρα στις διεθνείς της σχέσεις.
Μένουν ωστόσο ανοικτά τα «μέτωπα εσωτερικού». Κι εκεί η κυβέρνηση διαθέτει λιγότερη συναίνεση απ’ ό,τι στη χάραξη της εξωτερικής της πολιτικής.
Είναι κάτι που φάνηκε στην ψηφοφορία στη Βουλή για το φορολογικό. Ο νόμος πέρασε με τις ψήφους του κυβερνώντος κόμματος και μόνο. Κατά τα φαινόμενα, θα φανεί και σε κάθε βήμα, μικρό ή μεγάλο, που θα συνοδεύσει το αφήγημα του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού».