«Η πρόσφατη ανάκαμψη των σχέσεων Τουρκίας-Ελλάδας, που θυμίζει τη συμφιλίωση μετά τον σεισμό του 1999, δείχνει ένα ιστορικό πρότυπο βελτιωμένων σχέσεων μετά από φυσικές καταστροφές, όπως σεισμοί, πλημμύρες και δασικές πυρκαγιές. Ίσως αυτό που συνέβη εκείνη την εποχή μπορεί να μας δώσει μια ιδέα για την έκβαση των σημερινών εξελίξεων», σημειώνει στο ΒΗΜΑ ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, με ειδίκευση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό και τα Βαλκάνια, Αλτούγκ Γιουνάλ, ανατρέχοντας στην «γενεαλογία» της χθεσινής επίσκεψης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα και προσθέτοντας: «Οι τουρκοελληνικές σχέσεις ανέκαμψαν το 1999 εν μέρει από την ελεγχόμενη ένταση και εισήλθαν σε μια φάση σχετικής ύφεσης συγκρίσιμη με την τρέχουσα κατάσταση».
Μερικοί από τους «κύριους μοχλούς» που βοήθησαν τη διμερή συνεργασία στους τομείς του περιβάλλοντος, του τουρισμού, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και διάφορων άλλων «χαμηλών πολιτικών τομέων» το 1999 ήταν «η αυξημένη ενσυναίσθηση και αλληλοβοήθεια μετά τους σεισμούς και στις δύο χώρες, το αυξανόμενο οικονομικό βάρος της τεταμένης αντιπαλότητας και για τα δύο μέρη, η θετική προσωπική σχέση μεταξύ των τότε υπουργών Εξωτερικών της Τουρκίας και της Ελλάδας Τζεμ και Παπανδρέου και, τέλος, οι φιλοδοξίες της Τουρκίας για την ΕΕ», εξηγεί ο ειδικός.
«Το 2000, ο Τζεμ ήταν ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών που επισκέφθηκε την Ελλάδα, μετά από 40 χρόνια», επισημαίνει ο τούρκος ακαδημαϊκός, θυμίζοντας επίσης ότι το 2004, ο Ταγίπ Ερντογάν «ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που επισκέφθηκε την Ελλάδα μετά από 16 χρόνια», κι επίσης «ο πρώτος πρωθυπουργός που επισκέφθηκε τη Δυτική Θράκη, μετά από 51 χρόνια». Το 2007, πραγματοποιήθηκε -συνεχίζει- η πρώτη υπουργική επίσκεψη στην Κομοτηνή «μετά από 47 χρόνια». Το δε 2008, «ο Καραμανλής έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός που επισκέφθηκε την Τουρκία μετά από 49 χρόνια».
Σε κάθε μία από αυτές τις επισκέψεις, «τόσο στον Τύπο όσο και μεταξύ των πολιτικών», γινόταν λόγος, για την «αρχή μιας νέας εποχής-κεφαλαίου» στις διμερείς σχέσεις, «ακριβώς όπως και σήμερα», τονίζει ο Αλτούγκ Γιουνάλ. «Ωστόσο, παρά τη βελτίωση των σχέσεων και τη δημιουργία διάφορων μηχανισμών για το σκοπό αυτό, και παρά την υποστήριξη τόσο της ΕΕ όσο και των ΗΠΑ, η σημαντική πρόοδος σε μείζονα ζητήματα παρέμενε άπιαστη», διαπιστώνει ο τούρκος καθηγητής.
Τι σημαίνει η Διακήρυξη
Συγκρίνοντας την τρέχουσα κατάσταση με το 1999 και τα αμέσως επόμενα χρόνια, «είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσουμε για ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο στο παρόν», συμπεραίνει ο Αλτούγκ Γκιουνάλ. «Σίγουρα η αυξημένη ανάγκη για σταθερότητα και ειρήνη στην περιοχή, λόγω του πρόσφατου πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας και της σύγκρουσης Ισραήλ-Παλαιστίνης, είναι ένας κινητήριος παράγοντας, ωστόσο δεν έχουν βοηθήσει αρκετά. Εξακολουθούν να υπάρχουν διαφωνίες για το Αιγαίο, τη Μεσόγειο, την Κύπρο και άλλα ζωτικής σημασίας ζητήματα, ή ακόμα και για το ποια είναι τα προβλήματα, μαζί με την έλλειψη συναίνεσης για τη μέθοδο επίλυσης».
Η νομικά μη δεσμευτική «Διακήρυξη της Αθήνας για τις σχέσεις καλής γειτονίας» που υπογράφηκε χθες δηλώνει ότι «τα Μέρη θα προσπαθήσουν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο μέσω απευθείας μεταξύ τους διαβουλεύσεων ή με άλλα μέσα όπως προβλέπει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών». «Αυτό είναι καλοπροαίρετο αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ διφορούμενο», υποστηρίζει ο Αλτούγκ Γιουνάλ.
Ωστόσο, παρά τις προκλήσεις, «σίγουρα θα καταβληθούν προσπάθειες για να διατηρηθεί ο θετικός λόγος και να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι διαλόγου. Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και οι συναντήσεις υψηλής συνεργασίας ξεκίνησαν εκ νέου και είναι πιθανό να συνεχιστούν μέχρι την επόμενη μεγάλη κρίση».
Θα πρέπει να αναμένονται, προβλέπει ο τούρκος καθηγητής, περισσότερες θετικές εξελίξεις στον πολιτισμό, τον τουρισμό, τα ταξίδια χωρίς βίζα, τον αθλητισμό, την καινοτομία, τη γεωργία, τη νεολαία, την τεχνολογία και το εμπόριο, «όπου υπάρχουν κοινά συμφέροντα, ή σε τεχνικά θέματα, όπως οι κοινές προσπάθειες κατά φυσικών καταστροφών ή πανδημιών».
Στο τέλος της ημέρας, σύμφωνα με τον Αλτούγκ Γκιουνάλ, «η αποκλιμάκωση των εντάσεων, η διάθεση λιγότερου προϋπολογισμού στους εξοπλισμούς υπέρ των κοινωνικών πολιτικών και η συνολική ανάπτυξη των σχέσεων είναι εκ των ουκ άνευ».
Παρόλα αυτά, «χωρίς απρόβλεπτες και συγκλονιστικές παγκόσμιες, περιφερειακές ή εγχώριες εξελίξεις που να πιέζουν και τα δύο μέρη, η σημαντική πρόοδος στα εδραιωμένα προβλήματα παραμένει αισιόδοξη».
Από την άλλη, «οι αμοιβαίες παραχωρήσεις που απαιτούνται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μπορεί να θέτουν σημαντικούς εσωτερικούς πολιτικούς κινδύνους και για τις δύο κυβερνήσεις, καθώς αυτά τα ζητήματα συχνά θεωρούνται “εθνικά αίτια” και μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε κατηγορίες για προδοσία».
Eιδικότερα σήμερα, συνεχίζει ο τούρκος ειδικός, η «υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ελλάδα» και «οι ταραγμένες αμερικανοτουρκικές σχέσεις αυξάνουν την αυτοπεποίθηση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας».
«Μια πιθανή βελτίωση στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ μετά την έγκριση της ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ μπορεί ωστόσο να αποδυναμώσει την αντίσταση σε ορισμένους ελληνικούς κύκλους προς την προσέγγιση με την Τουρκία. Καθώς ο εκσυγχρονισμός των F16 και η αγορά νέων απαιτούν την έγκριση του Κογκρέσου των ΗΠΑ, η Τουρκία πρέπει επίσης να είναι προσεκτική σε αυτό το θέμα».
Η ένταξη στην ΕΕ είναι ένας άλλος «σημαντικός καταλύτης», σύμφωνα με τον ειδικό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. «Οι Έλληνες ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Μητσοτάκη, τόνιζαν πάντα ότι η απόκλιση της πορείας της Τουρκίας προς την ΕΕ δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας. Εάν η διαπραγματευτική διαδικασία της Τουρκίας με την ΕΕ συνεχίσει όπως αναμενόταν, η Ελλάδα μπορεί να κάνει παραχωρήσεις για να διαφυλάξει τις ελπίδες ένταξης της Τουρκίας , έτσι ώστε η τελευταία να ακολουθήσει πιο ήπιες πολιτικές, ενώ η Τουρκία θα μπορούσε να γίνει πιο ανοιχτή σε συμβιβασμούς με την Ελλάδα, η οποία έχει δικαίωμα άσκησης βέτο. Οι προβληματικές οικονομίες και στις δύο πλευρές αποτελούν επίσης κίνητρο για την προσέγγιση».
«Κανείς δεν κερδίζει από την ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας παρά μόνο οι πωλητές όπλων», επισημαίνει ο τούρκος ακαδημαϊκός, φέρνοντας το παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία «έχει γίνει ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων της Ελλάδας και έχει σπάσει ρεκόρ κερδών από πωλήσεις όπλων». Επομένως, πιθανολογεί, η Γαλλία, «η οποία έχει επίσης προβληματικές σχέσεις με την Τουρκία», «προσπαθήσει να αποτρέψει την ελληνοτουρκική προσέγγιση.
Δεν είναι τυχαίο ότι τους τελευταίους μήνες τα γαλλικά ΜΜΕ παρουσίασαν μελλοντικά σενάρια όπου η Τουρκία και η Ελλάδα βρίσκονται σε πόλεμο και η Γαλλία σώζει την Ελλάδα εμπλεκόμενη στον πόλεμο στο πλαίσιο της Αμυντικής Συμφωνίας που εγκρίθηκε το 2021. Πρέπει λοιπόν τα δύο μέρη να είναι προσεκτικά».
Πώς φτάσαμε στην 7η Δεκεμβρίου;
Δεν προέκυψε αναπάντεχα η ελληνοτουρκική σύμπλευση-σύγκλιση, σύμφωνα με τον καθηγητή, με τον Πρόεδρο Ερντογάν και τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη να κάνουν εχθές στην Αθήνα «σημαντικά βήματα στη διαδικασία εξομάλυνσης μετά από μια μακρά περίοδο έντασης», τονίζοντας «στη θερμή συνέντευξη Τύπου» που ακολούθησε αμφότεροι «τη φιλία και τη νέα συνεργασία μεταξύ των χωρών».
Η χθεσινή συνάντηση είναι «στην πραγματικότητα» συνέχεια της συνάντησης στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, εξηγεί ο τούρκος καθηγητής. «Η απευθείας συνάντηση μεταξύ των ηγετών στη Σύνοδο Κορυφής τον Ιούλιο θεωρήθηκε ευρέως ως καταλύτης για ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις τους, καθώς ήταν η πρώτη τους συνάντηση μετά από μια βαθιά κρίση. Και οι δύο ηγέτες εξέφρασαν αισιοδοξία για την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων εκεί ή, τουλάχιστον, για την εξομάλυνση των σχέσεων. Αν και η συζήτηση κρίσιμων ζητημάτων αναβλήθηκαν στο Βίλνιους, το γεγονός ήταν σημαντικό για την επανέναρξη του άμεσου διαλόγου υψηλού επιπέδου και για το άνοιγμα του δρόμου για τη χθεσινή συνάντηση».
Μάλιστα, η αρχική κρίσιμη συνάντηση έγινε τον Σεπτέμβριο, συνεχίζει ο Αλτούγκ Γκιουνάλ, όταν ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Γεραπετρίτης επισκέφθηκε την Τουρκία, συζητώντας «τα βήματα προς την προσέγγιση και δημιουργώντας το έδαφος για επερχόμενες συναντήσεις υψηλού επιπέδου με τον ομόλογό του Φιντάν. Οι υπουργοί ανέπτυξαν, ευτυχώς, καλές προσωπικές σχέσεις και εργάζονται για την επίλυση των ζητημάτων χωρίς κλιμάκωση των εντάσεων».
Στη συνέχεια, ακολούθησε η κρίσιμη συνάντηση μεταξύ Ερντογάν και Μητσοτάκη, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη, στα μέσα Σεπτεμβρίου, για να οδηγηθούμε στο χθεσινό ελληνοτουρκικό Συμβούλιο Υψηλού Επιπέδου Συνεργασίας. «Το Συμβούλιο, παρόμοιο με ένα Κοινό Συμβούλιο Υπουργών, ξεκίνησε το 2010 με πρόταση Ερντογάν, αλλά παρέμεινε ανενεργό από το 2016. Σε όλες αυτές τις συνεδριάσεις λήφθηκαν πολλά υποσχόμενες αποφάσεις για το μέλλον των τουρκοελληνικών σχέσεων», επισημαίνει ο συνομιλητής μας.
Πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του Βίλνιους, τον Μάρτιο του 2022, «ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός θερμά και τα δύο μέρη αποφάσισαν να μειώσουν την ένταση για άλλη μια φορά.».
Ακολούθησε νέα «ρωγμή»: Η επίσκεψή του όμως στη συνέχεια στις ΗΠΑ και η ομιλία του στο αμερικανικό Κογκρέσο, όπου καταχειροκροτήθηκε επί λεπτά, κι όπου ζήτησε να μην πουλήσουν οι ΗΠΑ όπλα στην Τουρκία, «οδήγησε στην έντονη αντίδραση του Προέδρου Ερντογάν και σε εκ νέου επιδείνωση των σχέσεων».
Η πρώτη επανεκκίνηση των επαφών μεταξύ των δύο ηγετών έγινε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, συνεχίζει ο Αλτούγκ Γκιουνάλ, «όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης τηλεφώνησε στον Ταγίπ Ερντογάν για να του εκφράσει συλλυπητήρια για τα θύματα του σεισμού και να βοηθήσει στον απόηχό του».
Δυστυχώς, συνοψίζει ο τούρκος ακαδημαϊκός, «οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι πάντα επιρρεπείς σε αυτού του είδους τις πρόωρες κρίσεις που μπορούν εύκολα να «παγώσουν» τη διαδικασία προσέγγισης ή ίσως να την ανατρέψουν». Σε κάθε περίπτωση, «ακόμη και αν δεν λύσει βραχυπρόθεσμα τα εδραιωμένα ζητήματα, οι τρέχουσες θετικές εξελίξεις είναι ευπρόσδεκτες, προς όφελος και των δύο χωρών και των λαών τους, εμπνέοντας ελπίδα για το μέλλον. Η διατήρηση αυτής της βελτίωσης είναι ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα αυτών των αντίπαλων αλλά και αδελφών εθνών και για την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής, επομένως πρέπει να ενθαρρυνθεί. Ωστόσο, δύο κράτη δεν πρέπει να περιμένουν κάθε φορά μια νέα καταστροφή για να διορθώσουν τις σχέσεις τους».