Στον τρόπο με τον οποίο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα εκδηλώσει εμπράκτως, κατά τη συνάντηση του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, την επίθεση φιλίας που φρόντισε να προαναγγείλει με τη συνέντευξη του στην Καθημερινή και την ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο, λίγο προτού φθάσει στην Αθήνα το πρωί της Πέμπτης, εστιάζει την προσοχή της η ελληνική κυβέρνηση.
Η συνάντηση των δύο ηγετών καθώς και οι επαφές μεταξύ υπουργών και η συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας φαίνεται ότι έχουν προετοιμαστεί με κάθε λεπτομέρεια. Ωστόσο, το στοιχείο του απρόβλεπτου στις δημόσιες τοποθετήσεις του Τούρκου Προέδρου διαμορφώνει πάντα μία παράμετρο προβληματισμού.
Τα δύο μηνύματα του Ταγίπ Ερντογάν
Τα μηνύματα που εξέπεμψε ο Ερντογάν ενόψει της επίσκεψης του στην Αθήνα είχαν ένα περιτύλιγμα ήπιας μεταστροφής του, ωστόσο έμπειροι παράγοντες της ελληνικής πλευράς επισήμαιναν δύο σημεία, τα οποία μένει να φανεί πώς θα τα υποστηρίξει ο Τούρκος Πρόεδρος.
Το πρώτο ήταν, προφανώς, η διεύρυνση του πακέτου των διαφορών για τις οποίες δήλωσε ότι είναι διατεθειμένος να προσφύγει από κοινού με την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ότι υποστήριξε ότι δεν πρόκειται μόνο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, είναι κάτι που η ελληνική κυβέρνηση ήδη απέρριψε δια του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη.
Το δεύτερο ήταν η φράση του, με την προσωπική αναφορά στον «φίλο Κυριάκο Μητσοτάκη», «αν δεν μας επιτεθείς, δεν θα σου επιτεθούμε». Κατά τις ερμηνείες ορισμένων πηγών, η φράση αυτή περιέχει μία νέα εκδοχή των όσων παγίως υποστηρίζει η Τουρκία για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και για το αναγνωρισμένο κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας, να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., κάτι που έως και σήμερα αποτελεί τη βάση για το περιβόητο casus belli της Τουρκίας.
Σε νέα φάση οι ελληνοτουρκικές σχέσεις
Πίσω από όλα αυτά και εν αναμονή της επιβεβαίωσης ή διάψευσης προσδοκιών για τα αποτελέσματα της επίσκεψης και της νέας φάσης της ελληνοτουρκικής σχέσης, βρίσκονται πάντως και άλλες παράμετροι: Τα πεδία των γεωπολιτικών κρίσεων στα οποία οι δύο χώρες βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα, η εμφανής επιδίωξη της Τουρκίας για μία ακροβατική ισορροπία μέσω Δύσης και Ανατολής, αλλά και η επιθυμία πολλαπλών διεθνών παραγόντων να εξουδετερωθεί άλλη μία δυνάμει εστία κρίσης στην ΝΑ Μεσόγειο.