Είχα ξεκινήσει εδώ και μέρες να γράφω το κείμενο που διαβάζετε. Οι πρώτες του γραμμές ήταν: «Η 6η Δεκεμβρίου είναι πολύ δύσκολη ημέρα για μένα τα τελευταία 14 χρόνια και ο βασικός λόγος είναι ότι η 6η Δεκεμβρίου ήταν μια αδρανής μέρα για μένα πριν από 15 χρόνια». Ηθελα να γράψω ότι εκείνο το μοιραίο Σάββατο του 2008, με το άκουσμα της είδησης για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, δεν πήρα την απόφαση να βγω κι εγώ στους δρόμους και είναι κάτι που φέρω βαρέως όλα αυτά τα χρόνια.
Κοίταζα και ξανακοίταζα αυτές τις γραμμές και κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Και νομίζω ότι αυτό που με ενοχλεί είναι αυτό το εσωτερικευμένο σε όλους μας «σημαντικόμετρο» με το οποίο υπολογίζουμε τις ζωές των άλλων. Και υπολογίζουμε και την απώλειά τους, βεβαίως.
Και το λέω διότι τα τελευταία, π.χ., 6 χρόνια, έχουν συμβεί μεταξύ άλλων η τραγωδία στο Μάτι, η δολοφονία Κωστόπουλου, οι θάνατοι στα Τέμπη, οι εκτελέσεις Ρομά από την Αστυνομία, τα πολύνεκρα ναυάγια μεταξύ των οποίων κι αυτό στην Πύλο, οι κατά συρροή γυναικοκτονίες και πόσα άλλα που, ανάλογα και με το πού στέκεται η καθεμία και ο καθένας, έχουν αφήσει κάποιο αντίκτυπο στις ζωές μας.
Γιατί, λοιπόν, εμένα με απασχολεί ακόμη η παθητικότητα που έδειξα πριν από 15 χρόνια, ενώ έχω να κατηγορήσω τον εαυτό μου για την αδράνεια που δείχνω όλα αυτά τα 15 χρόνια;
Ισως η απάντηση είναι εν μέρει στον κυνισμό της – ελαφρά παραλλαγμένης, αλλά πιστής στο αρχικό πνεύμα της – δήλωσης του Στάλιν: «Ενας θάνατος είναι τραγωδία, ένα εκατομμύριο θάνατοι είναι στατιστική».
Ωστόσο, νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να αναζητήσουμε την απάντηση στον εσωτερικευμένο συλλογικό ρατσισμό μας.
Διότι ανοίγοντας λίγο την εικόνα, δύσκολα θα αρνηθεί κανείς ότι οι δύο δολοφονίες που συντάραξαν το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες ήταν αυτές του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και του Παύλου Φύσσα. Δύο λευκοί νέοι άντρες, ο ένας πρακτικά παιδί, έπεφταν νεκροί από τα χέρια του κράτους και των φασιστών.
Και οι δύο ήταν «μεμονωμένα περιστατικά» (όπως αρέσκεται η Αστυνομία να αποκαλεί την οργανωμένη καταστολή, όταν βγαίνει στο φως) αλλά σε ένα άλλο επίπεδο.
Ο μεν Γρηγορόπουλος ξύπνησε ξαφνικά και τους επαναπαυμένους αστούς. Τελικά από την αστυνομική βία, από τους ένστολους πιστολέρο που ενδέχεται να μην περάσουν καμία ψυχομετρική αξιολόγηση σε όλη τη θητεία τους δεν κινδυνεύουν μόνο οι παραβατικοί, οι Ρομά και οι μετανάστες. Κινδυνεύει και ο γιος της κοσμηματοπώλισσας. Αρα και η κόρη του εστιάτορα, η ανιψιά του δημοσίου υπαλλήλου και όποιος/α έχει συγγενική σχέση με οποιονδήποτε. Κοινώς όλοι.
Ο δε Φύσσας έκανε σαφές και στους τελευταίους πλανημένους ότι στόχος των φασιστών (της Χρυσής Αυγής και όχι μόνο) δεν είναι μόνο ο άτυχος μετανάστης που ήρθε στην Ελλάδα για να γλιτώσει τον πόλεμο ή την ανέχεια για να πέσει θύμα κάποιου ο οποίος πιστεύει ότι είναι απευθείας απόγονος του Μεγαλέξανδρου ή του Λεωνίδα. Και παρά τις επιθέσεις και τους προηγηθέντες θανάτους αλλοδαπών, έπρεπε να είναι λευκός Ελληνας ο άντρας που θα πέσει νεκρός για να καταλάβει το κράτος (φυσικά έπειτα κι από την ανάλογη κοινωνική δυναμική και πίεση, που δημιουργήθηκε τότε) ότι μιλάμε για εγκληματική συμμορία…
Αλλά ας ξαναβάλω τις τύψεις μου στην ντουλάπα, κάπως θα περάσει και αυτή η 6η Δεκεμβρίου. Εξάλλου, θα ξαναβγούν μόνες τους σε 366 μέρες. Είναι και δίσεκτο το 2024…