H 6η Δεκεμβρίου 2008 ξημέρωνε για μερικές χιλιάδες άτομα που είχαν ή ετοιμάζονταν να διαβούν οριστικά τις πύλες της «ενήλικης ζωής» με μια κραυγή. Πρώτα ακούστηκε το «Μάναααα» και αμέσως η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Οι Στέρεο Νόβα πάτησαν τα κουμπάκια στα λάπτοπ τους για να μπει το μπιτ από «Μικρό Αγόρι» και να σκορπιστεί στο παλιό εργοστάσιο του Μπήτρου στην Πειραιώς στο πάρτι της LIFO. Χορεύαμε μα χωρίς να το γνωρίζουμε ήμασταν δεμένοι σε ένα στύλο μέσα στη θάλασσα και περιμέναμε να μας σαρώσει η οικονομική κρίση. Εκείνο το βράδυ όλη η Πειραιώς μύριζε δακρυγόνα καθώς είχαν προηγηθεί νωρίτερα επίθεση της αστυνομίας στην αντιφασιστική συγκέντρωσης στο ύψος της Διεύθυνσης Αλλοδαπών. Μερικές ώρες αργότερα, η δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγρόπουλου από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα θα έφερνε την πρώτη πολιτική και κοινωνική τομή ύστερα από 30 χρόνια μεταπολιτευτικού λήθαργου. Και ήταν αυτή η κραυγή «Μάααανα» που φώτισε σαν λάμψη μέσα από μια (ακόμα) αδιόρατη ρωγμή.
«Κάποιον πυροβόλησαν στα Εξάρχεια»
Η Ροζαλία Π., εκπαιδευτικός σήμερα και τότε τελειόφοιτη στη Φιλοσοφική της Αθήνας, λέει ότι «η δολοφονία του Αλέξη ήταν η φλόγα σε ένα φυτίλι που περίμενε να πάρει φωτιά. Η οικονομική κρίση που διαφαινόταν να έρχεται, η διάψευση των προσδοκιών πολλών νέων ως προς το μέλλον τους, η οπισθοδρόμηση μιας κοινωνίας σε επίπεδο πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό φαίνεται πως είχαν σωρευτεί». Ανεξαρτήτως αν μπορούσε να διακρίνει κανείς αυτές τις πρώτες ρωγμές στο κοινωνικό σώμα ή όχι, το πρώτο 24ωρο μετά τη δολοφονία υπήρξε καθοριστικό για πολλούς. Το νέο διαδόθηκε στο Twitter με ένα tweet 29 χαρακτήρων. Αυτό:
Ακολούθησαν τα πρώτα έκτακτα δελτία στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, οι οποίοι εκείνα τα χρόνια ήταν πλήρως στελεχωμένοι και τα Σαββατοκύριακα, και έπειτα στα τηλεοπτικά κανάλια. Ήταν Σάββατο βράδυ, ανήμερα μιας μεγάλης γιορτής, λίγες μόλις εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα. Πολύς κόσμος ετοιμαζόταν για τη βραδινή του έξοδο. Οι πιο νέοι το πιθανότερο είναι ότι πως θα περνούσαν από τα Εξάρχεια, αν δεν ήταν ήδη εκεί. «Εκεί βγαίναμε, εκεί τρώγαμε, εκεί ερωτευόμασταν, συζητούσαμε, παρτάραμε, διαβάζαμε. Δεν ήταν τα Εξάρχεια των καναλιών και των συντηρητικών φωνών που τα ταύτιζαν με κέντρο ανομίας, ακολασίας και ό,τι άλλο α- μπορεί κανείς να φανταστεί», σχολιάζει η εκπαιδευτικός. «Ήταν το σπίτι μας και η πλατεία ήταν η αυλή του σπιτιού μας. Εκεί, λοιπόν, στο σπίτι μας δολοφονήθηκε ένα παιδί», συνεχίζει.
«Δεν μπορώ να μη συγκρίνω εκείνες τις μέρες με την πλήρη κοινωνική απάθεια και αποχαύνωση που επικρατεί σήμερα»
Επί της ουσίας ήταν ένα γεγονός που «αφορούσε προσωπικά κάθε σκεπτόμενο άτομο που θεωρεί εαυτόν μέλος ενός κοινωνικού συνόλου», θα πει ο Παναγιώτης Μ., ο οποίος τότε έκανε το μεταπτυχιακό του στο ΕΚΠΑ και σήμερα εργάζεται επίσης ως εκπαιδευτικός, και θα αναπτύξει το συλλογισμό του: «Το κράτος εγκληματεί. Το κράτος δρα θεωρητικά στο όνομα των πολιτών, τους οποίους υπηρετεί. Άρα εγκληματεί στο όνομά τους. Αν δεν σε αφορά αυτό, τότε μάλλον συμφωνείς ρητά ή σιωπηρά».
Το ίδιο κιόλας βράδυ πραγματοποιείται η πρώτη διαδήλωση. Η κινητοποίηση γίνεται μέσω sms, κοινωνικών δικτύων και από στόμα σε στόμα. Το επόμενο απόγευμα στην Αλεξάνδρας χιλιάδες μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενοι, γονείς συγκεντρώνονται στο κάλεσμα που έχουν απευθύνει συλλογικότητες, σωματεία και σύλλογοι. Για τους περισσότερους φοιτητές της εποχής το σκηνικό είναι γνώριμο, καθώς είχαν προηγηθεί οι μαζικές κινητοποιήσεις για το Άρθρο 16 το 2006 και κυρίως το 2007. Ωστόσο αυτή τη φορά ήταν όλα διαφορετικά, όπως θυμάται η Ροζαλία. «Η οργή ήταν τόση και τόσο συσσωρευμένη που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Η πόλη καιγόταν, μια τόσο παράδοξη εικόνα να βλέπεις στολισμένους δρόμους και πλιάτσικο στις βιτρίνες. Τα ΜΑΤ χτυπούσαν αλόγιστα δεξιά και αριστερά».
Εκείνη η πορεία σημαδεύτηκε και από το φωτογραφικό στιγμιότυπο του Κώστα Τσιρώνη. Ένας ένστολος σχηματίζει με τα δάχτυλα του ένα πιστόλι και το στρέφει προς το πλήθος. Δεν είχαν συμπληρωθεί ούτε 24 ώρες από τη στιγμή που ξεπρόβαλλε μέσα από το σκοτάδι η φιγούρα του Κορκονέα, γονάτισε, σημάδεψε και πυροβόλησε εν ψυχρώ προς τους εφήβους που βρίσκονταν στην οδό Μεσολογγίου. «Ήταν η πρώτη φορά που τρόμαξα. Εμείς φωνάζαμε για τη δολοφονία κι αυτοί μας χτυπούσαν».
«Θα μπορούσα να ήμουν εγώ»
Αν για τους φοιτητές της χώρας το η δολοφονία του Γρηγορόπουλο λειτούργησε ως καταλύτης ριζοσπαστικοποίησης, οι μαθητές έρχονταν αντιμέτωποι με καταστάσεις που καλά καλά δεν μπορούσαν να περιγράψουν -ήταν κάτι τόσο μεγάλο ώστε να τους υπερβαίνει μα την ίδια στιγμή τους άγγιζε υπαρξιακά. Η αυτόματη και εύλογη σκέψη στο άκουσμα της είδησης ότι ένα 15χρονος σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού ήταν αυτή που σκέπασε κάθε άλλη συζήτηση πάνω από τα κυριακάτικα τραπέζια: θα μπορούσα να ήμουν εγώ.
Οι πρώτοι στους οποίους έστρεψαν το βλέμμα τους για απαντήσεις ήταν οι γονείς τους. «Θυμάμαι εκείνη την Κυριακή τη μάνα μου φρικαρισμένη που ένα παιδί περίπου στην ηλικία μου στην ηλικία μου είχε δολοφονηθεί», λέει ο Χάρης Κ., 33 ετών, σύμβουλος σε θέματα συμπερίληψης σε διεθνές fashion brand. «Τότε ήμουν απλώς ένας μαθητής Λυκείου, δίχως ιδιαίτερη πολιτική συνείδηση».
Η Εύα Λ. το 2008 πήγαινε στη Β’ Λυκείου σε ιδιωτικό σχολείο και η ζωή της κυλούσε «μέσα στο προνόμιο των χρόνων πριν την οικονομική κρίση», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά. Θα ξημέρωνε μια συνηθισμένη Κυριακή, μια κλασική μέρα δηλαδή η οποία θα κυλούσε μονότονα και βασανιστικά και ίσως μόνο υπόκωφες οικογενειακές δυναμικές και οι εφηβικές ορμόνες να τάραζαν απρόβλεπτα τα λιμνάζοντα νερά της· όμως τις Κυριακές όλοι γνώριζαν πώς να αποφεύγουν τις κακοτοπιές. «Θυμάμαι το μούδιασμα στο άκουσμα της είδησης», λέει η Εύα. Το μυαλό της απλώς γέμισε με ερωτήσεις: «Ήταν οκ οπλισμένοι αστυνομικοί να πυροβολούν κατά την κρίση τους; Ποια ήταν η θέση τους στην κοινωνία; Είναι οκ να κυκλοφορώ με τους συνομήλικούς μου στους δρόμους της Αθήνας και αν ναι, υπήρχαν απαγορευμένες ζώνες; Είναι οκ να συμμετέχεις σε καταλήψεις; Πορείες; Μπορώ να έχω πολιτική άποψη και συμμετοχή ακόμα κι αν δεν έχω δικαίωμα ψήφου; Τα ΜΜΕ, μπορούν να μας ενημερώνουν με ψευδείς ειδήσεις; Πού αποσκοπεί κάτι τέτοιο;».
«Θυμάμαι ένα μούδιασμα, να κοιτώ τους γονείς μου που για πρώτη φορά δεν έχουν συμβουλές να δώσουν. »Κάνε όπως εσύ νομίζεις. Απλά πρόσεχε»»
Εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές θα επέστρεφαν στα σχολεία μετά το ΣΚ όμως ήταν σαν να είχαν μεσολαβήσει αιώνες. Ή ίσως και όχι. Στη σχολική αίθουσα ενός ιδιωτικού σχολείου στη Θεσσαλονίκη, μια καθηγήτρια μπαίνει για μάθημα και ρωτάει τους μαθητές αν γνωρίζουν τι συνέβη μόλις πριν δύο μέρες. «Έτσι ξεκινά η δική μου μνήμη του Δεκέμβρη», ανακαλεί ο Δημήτρης Π. νέος δικηγόρος σήμερα και τότε μαθητής στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. «Γρήγορα μας μετέδωσε μία εντύπωση πως ούτε λίγο – ούτε πολύ, ο θάνατος του σχεδόν συνομηλίκου μας, δεν μπορεί να είναι κάτι που μας αφορά καθώς είναι κάτι πολύ μακρινό και ξένο για εμάς. “Εσείς δεν θα μπορούσατε ποτέ να βρεθείτε σε ένα τέτοιο μέρος αργά την νύχτα και να προκαλέσετε την αντίδραση των αστυνομικών». Σωπάσαμε. Η συζήτηση σταμάτησε εκεί».
«Θυμάμαι ένα μούδιασμα», λέει Εύα. «Να κοιτώ τους γονείς μου που για πρώτη φορά δεν έχουν συμβουλές να δώσουν ‘‘Κάνε όπως εσύ νομίζεις. Απλά πρόσεχε’’ με μία δόση αγωνίας και εμπιστοσύνης μαζί». Σχεδόν σε όλα τα σχολεία δεν έγινε μάθημα. Οι μαθητές προχώρησαν σε αποχές, καταλήψεις και κατέβαιναν μαζικά στα μαθητικά συλλαλητήρια. «Την επόμενη μέρα πήγαμε σχολείο αλλά δεν μπήκαμε στο μάθημα, χλευάζοντας εκείνους που μπήκαν», θα πει ο Χάρης. «Κάποιοι πήγαν για καφέ, εγώ αποφάσισα να πάω στην πορεία. Κάποιοι συμμαθητές με κορόιδεψαν εκεί αφού δεν φαινόμουν αρκετά αντιστασιακός για πορείες. Ούτε που κατάλαβα τι σήμαινε αυτό».
Στα ιδιωτικά σχολεία οι δυνατότητες αντίδρασης ήταν πιο περιορισμένες. Σε εκείνο της Εύας έκαναν αποχή «με την συγκατάθεση και υποστήριξη των γονιών μας», προσθέτει. Μάλιστα στην μαθητική πορεία που πραγματοποιήθηκε «με την συμμετοχή των γύρω σχολείων, μας συνόδευσαν και γονείς κάποιων παιδιών, αλλά, ας μην γελιόμαστε, δεν κατέβηκαν ως συνοδεία. Θα συμμετείχαν έτσι κι αλλιώς».
Τα πρωινά οι δρόμοι ανήκαν στους μαθητές. «Όπου κοιτούσα έβλεπα πρόσωπα συνομήλικα και πολλές φορές παθιασμένα. Εκεί είναι που, παρά τον φόβο μου, ένιωσα για την γενιά μου υπερήφανη, ένιωσα ένα δέσιμο με άτομα που δεν ήξερα καν», θα προσθέσει η Εύα, η οποία πλέον είναι λίγο μεγαλύτερη από 30 και εργάζεται σε πολυεθνική εταιρεία που δραστηριοποιείται στις υποδομές μεταφορών και συγκοινωνιών.
Μαθαίνοντας για τον Δεκέμβρη μέσα από αφηγήσεις
Για τους τότε 20άρηδες τα πράγματα ήταν περισσότερο ξεκάθαρα. «Συμμετείχα σε πολλές από τις πορείες, ιδίως κατά τις πρώτες μέρες, αλλά και αργότερα», θα πει ο Παναγιώτης. «μια πηγαία, μαζική και απροετοίμαστη λαϊκή εξέγερση κατά της κρατικής καταπίεσης και καταστολής. Κάτι ακόμα που συνέβη ήταν μια εντονότατη έκπληξη, αμηχανία και κάποιος φόβος από την καθεστηκυία τάξη, η οποία για πρώτη φορά αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο στην σύγχρονη ιστορία».
«Βλέποντας πώς η νεότερη γενιά συνεχίζει να τιμά την επέτειο και να μην ξεχνά, δικαιώνεται μέσα μου το αίσθημα που νιώθαμε τότε»
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η πλειοψηφία και τα πιο ισχυρά τμήματα του πολιτικού προσωπικού και των μίντια χόρευαν το δικό τους βαλς. Την ώρα που στο κέντρο της πόλης η μία κατάληψη διαδεχόταν την άλλη, με εκείνες της ΓΣΕΕ, των κεντρικών σχολών και της Λυρικής να αποτελούν για διαφορετικούς λόγους το επίκεντρο, ο δημόσιος λόγος συστηματικά περιόριζε τον ορίζοντα που άνοιγε ο Δεκέμβρης. Μετά τις τρεις πρώτες μέρες από τη δολοφονία του Αλέξη, η συζήτηση εστιαζόταν αποκλειστικά σε μια μονόπλευρη προβολή των επεισοδίων και των υλικών καταστροφών καθώς και των αποζημιώσεων που η τότε κυβέρνηση υποσχέθηκε στους πληγέντες καταστηματάρχες.
Αυτό που συνέβαινε στους δρόμους ήταν «μια πηγαία, μαζική και απροετοίμαστη λαϊκή εξέγερση κατά της κρατικής καταπίεσης και καταστολής» θα πει ο Παναγιώτης και είναι ξεκάθαρος ότι «έγινε προσπάθεια -και εν μέρει επετεύχθη- για την αμαύρωση της ουσίας της εξέγερσης, καθώς η εστίαση έγινε στις -πάρα πολύ συχνά αδικαιολόγητες- μαζικές, υλικές καταστροφές». Θα συμπληρώσει ωστόσο πως «μέσα σε αυτόν τον αναβρασμό υπήρξαν πολλοί που έριξαν νερό στον μύλο των ΜΜΕ προβαίνοντας σε πράξεις που ουδεμία σχέση είχαν με την ίδια την εξέγερση, αλλά απλά εξυπηρετούσαν ανάγκες προσωπικής εκτόνωσης».
Από την δική της πλευρά η Εύα σημειώνει ότι οι εκείνες οι μέρες, οι διαδηλώσεις, ο αναβρασμός ήταν καθοριστικά προκειμένου να αντιληφθεί πως «οι επιλογές σου, η ζωή η ίδια είναι πολιτική – που μέχρι τότε νόμιζες ότι πολιτική είναι τα πράσινα σημαιάκια του ΠΑΣΟΚ». Υπήρξε μια άμεση συνειδητοποίηση πως «ακόμα και αν θεωρείσαι παιδί, η κοινωνία δεν θα σε προστατεύσει». Ήταν ένα ανεπίσημο διαβατήριο για την είσοδο της στον ενήλικο κόσμο, εκεί όπου τα reality checks σκάνε στο κεφάλι σου απρόσμενα, αλλά είναι εκεί ακριβώς όπου περιμένεις ότι θα εμφανιστούν: ελάχιστα πιο έξω από τις μικρές προστατευμένες φούσκες μας. «Δεν έχουν όλοι, ακόμα και άτομα του περιβάλλοντός σου, την ίδια άποψη με εσένα για το πότε δικαιολογούνται, ή ακόμα και γίνονται αποδεκτές, τέτοιες πράξεις, όπως η δολοφονία ενός 15χρονου μαθητή. Σοκαριστικό;». Βρέθηκε λοιπόν «πρώτη φορά αντιμέτωπη με το αληθινό πρόσωπο της κοινωνίας» και ταυτόχρονα ήταν η πρώτη φορά που είχε «την ανάγκη να νιώσω ότι ανήκω σε μία μεγάλη ομάδα ατόμων που έχει τις ίδιες αξίες με εμένα».
Δεκέμβρης 2008: Τι έχει μείνει
Φυσικά ο Δεκέμβρης δεν τελείωσε το 2008. Οι περισσότεροι με τους οποίους μιλήσαμε εξηγούν ότι για μια πληθώρα λόγων τα τελευταία χρόνια δεν συμμετέχουν στα επετειακά καλέσματα. Πολλοί από αυτούς τους λόγους έχουν να κάνουν με την εντελώς «ενήλικη ζωή» που πλέον ζουν και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται. Ας θυμηθούμε ότι ο Χάρης και η Εύα έχουν περάσει τα 30, η Ροζαλία και ο Παναγιώτης βρίσκονται στο κατώφλι των 40. Δεν είναι όμως πλέον μόνο αυτές οι ηλικίες που συνδέονται με τον Δεκέμβριο του 2008.
Υπάρχει μια νέα γενιά, οι σημερινοί φοιτητές και όσοι είναι κάτω από 30, που δεν έχουν μνήμες και βιώματα από εκείνες τις μέρες, ωστόσο είναι μια υπόθεση που τους αφορά. Ο Δημήτρης δεν είχε ακούσει τίποτα για τη δολοφονία παρά μόνο όταν πήγε στο σχολείο του. Ήταν «ένα 12χρονο παιδάκι, βουτηγμένο στην αθωότητα και την ξεγνοιασιά, προστατευμένο μέσα σε ένα ειδικά διαμορφωμένο και αποστειρωμένο από την πραγματικότητα περιβάλλον». Οι ρωγμές όμως δεν άργησαν να φανούν. Η αφήγηση της καθηγήτριάς του και ο τρόπος που είχε προσπαθήσει να ερμηνεύσει το γεγονός προκάλεσε την αντίδραση των γονιών του, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που προσπάθησαν να του εξηγήσουν και να τον προστατεύσουν. «Ακόμη και για το πλαίσιο ενός –όχι και τόσο προοδευτικού- ιδιωτικού σχολείου», προσθέτει, «τα όσα είχε αναφέρει φαίνεται πως δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά. Τουλάχιστον τότε, 15 χρόνια πριν».
Η Θέμις Ε. έμαθε για τον Δεκέμβρη αποκλειστικά μέσα από αφηγήσεις. Είναι 20 ετών και σπουδάζει στο Φυσικό του ΕΚΠΑ. Με τα χρόνια ενημερωνόταν όλο και διεξοδικά τόσο για τη δολοφονία όσο και για την δίκη που ακολούθησε ενώ χτίζει το δικό της βίωμα μέσα από τη συστηματική συμμετοχή στις εκδηλώσεις μνήμης. Και οι δύο ανήκουν σε μια γενιά παιδιών που ενηλικιώθηκε μέσα σε διαδοχικές κρίσεις. «Περάσαμε διαστήματα της νιότης μας που όλος ο χρόνος ήταν γεμάτος Δεκέμβρηδες», θα πει ο Δημήτρης. Μπορεί να μην τον έζησαν ωστόσο μου λέει ότι «μας ταρακούνησε, μας θύμωσε, μας σημάδεψε και μας άλλαξε».
«Συμμερίστηκα απόλυτα τον θυμό των τότε συνομιλητών μου για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου και για τη μέχρι και σήμερα εγκληματική συμπεριφορά της ελληνικής αστυνομίας», εξηγεί η Θέμις. Το δικό της βίωμα όμως δεν εξαντλείται όμως σε «τελετουργικά» και σε επετείους. Βρίσκει διαρκώς χώρο στην ίδια την καθημερινότητα. Για την ίδια, υπάρχει μια γραμμή που συνδέει εκείνες τις μέρες με «γεγονότα αυτά συμβαίνουν τακτικά ακόμα και σήμερα, όπως η δολοφονία του 16χρονου Κώστα Φραγκούλη». Την ίδια σύνδεση διακρίνει και ο Δημήτρης διότι «15 Δεκέμβρηδες μετά, μετράμε άλλες 3 δολοφονίες ανήλικων άοπλων παιδιών Ρομά τα τελευταία 3 χρόνια, μετράμε την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, θυμόμαστε τον Βασίλη Μάγγο».
Ο Δεκέμβρης μένει ζωντανός στις συζητήσεις όλων και επανέρχεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση καθώς υπενθυμίζει ότι αποτέλεσε το προανάκρουσμα για μια τη μάχη απέναντι στη βαρβαρότητα, την κανονικοποίηση του θανάτου, του ευτελισμού της ανθρώπινης ζωής. Η Ροζαλία βλέπει τη νεότερη γενιά συνεχίζει να τιμά την επέτειο και να μην ξεχνά και «δικαιώνεται μέσα μου το αίσθημα που νιώθαμε τότε». Ο Παναγιώτης κάνει αυτόματα τις συγκρίσεις: «Σήμερα επικρατεί πλήρης κοινωνική απάθεια και αποχαύνωση, όπως έχει διαφανεί από σιωπηρή αποδοχή αντίστοιχων και συχνά χειρότερων εγκληματικών ενεργειών» και είναι απόλυτα βέβαιος ότι αυτή η σύγκριση δεν οφείλεται σε «κάποια πρώιμη γεροντική νοσταλγία». Ο Δημήτρης, που τον χωρίζουν από τον Παναγιώτη και τη Ροζαλία περίπου όσα χρόνια έχουν μεσολαβήσει από το 2008 έως σήμερα, σημειώνει ότι ποτέ δεν πρόκειται να σβηστεί «η δίψα για μια πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, πιο συμπεριληπτική και πιο ελεύθερη κοινωνία».
Από το 2008 είναι διαρκής η προσπάθεια να εξηγηθεί τι ήταν, τι δεν ήταν ο Δεκέμβρης. Αν αποτέλεσε το ερώτημα ή την απάντηση. Από την πρώτη στιγμή ωστόσο ένα ερώτημα απαντήθηκε με τρόπο απόλυτο και αδιαμφισβήτητο. «“Τι έκανε ένα 15χρονο βραδιάτικο στα Εξάρχεια;” λοιπόν. Αυτό δεν ρωτήσανε; Αυτό δεν ρωτάνε κάποιοι ακόμα και σήμερα» μού λέει ο Χάρης. Και δίνει αμέσως την απάντηση: «Τίποτα που να σε αφορά. Και σίγουρα τίποτα που να δικαιολογεί την δολοφονία του».