Ήταν 2014 όταν ξεκίνησε η αθρόα μεταφορά επιχειρηματικών εδρών, εγκαταλείποντας μια-μια την Ελλάδα εν μια νυκτί. Ο λόγος; Η άφιξη της «ελπίδας» – για τους αισιόδοξους – και της μεγάλης «ανασφάλειας» – για τον επιχειρηματικό κόσμο.
Πέραν των ιστορικών γεγονότων της περιόδου, ζήσαμε μια σειρά από βαθιές παρεμβάσεις στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα. Επιβλήθηκαν φόροι που έπνιξαν την πραγματική οικονομία, ενώ με προσωρινές συμβάσεις μικρής διάρκειας – χωρίς προϋπηρεσία καριέρας – καλλιεργήθηκε η ψευδαίσθηση της μείωσης της ανεργίας. Στην πραγματική οικονομία όμως αυτές οι προσωρινές προσλήψεις στον δημόσιο τομέα δεν είχαν ουσιαστική επίπτωση στην μείωση της ανεργίας, η οποία πρωταρχικά θα έπρεπε να γίνει μέσω της αύξησης του ΑΕΠ, πράγμα που δεν συνέβη.
Με την αλλαγή της κυβέρνησης το 2019, δημιουργήθηκαν ελπίδες σε μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, οι οποίες σταδιακά αποδείχθηκαν μάταιες ή τουλάχιστον χαμηλότερες των προσδοκιών. Μας υποσχέθηκαν πολλές υψηλά αμειβόμενες θέσης εργασίας με μια οικονομία που θα αναπτύσσεται δυναμικά, δεχόμενη έναν ορυμαγδό επενδύσεων, απασχολώντας όλο και περισσότερους εργαζομένους με ειδικές δεξιότητες.
Στον δείκτη «Ease of Doing Business» της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα έρχεται 72η ανάμεσα σε 190 χώρες.
Σε αντάλλαγμα πήραμε αύξηση του πληθωρισμού και αντί για εξωστρεφείς επενδύσεις, λάβαμε Real Estate. Συνεχίζουμε να βιώνουμε έντονη οικονομική ανασφάλεια, η οποία επιτείνεται παρά την ονομαστική αύξηση των μισθών. Η προφανής εξήγηση, όπως έχουν επισημάνει αρκετοί και επιβεβαιώνει πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, εγγυάται στο γεγονός ότι παρά την αύξηση του μέσου ονομαστικού μικτού μισθού το 2022 κατά 1,5%, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 9,7% λόγω πληθωρισμού, κάτι το οποίο συνεπάγεται ισχυρή μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών.
Κάθε οικονομία αναπτύσσεται και ευημερεί με τους δικούς της όρους, συγκριτικά πλεονεκτήματα και πλειάδα παραμέτρων. Θεμελιώδες όμως χαρακτηριστικό όλων των πετυχημένων οικονομιών, είναι η τήρηση των κανόνων. Κοινώς, όλα αρχίζουν και τελειώνουν με έναν θεσμό, αυτόν της δικαιοσύνης.
Η σύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης με τον θεσμό της δικαιοσύνης είναι σημαντική, καθώς η επάρκεια και η διαφάνεια του δικαστικού συστήματος επηρεάζει το επιχειρηματικό κλίμα, την ασφάλεια των συμβάσεων και τη γενική εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Στον δείκτη «Ease of Doing Business» της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα έρχεται 72η ανάμεσα σε 190 χώρες. Με απλά λόγια, η επίλυση μιας δικαστικής διαφοράς συγκεκριμένου τύπου για μια επιχείρηση στη χώρα μας χρειάζεται σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια, μια σημαντική πρόκληση για κάθε επιχείρηση που λειτουργεί ή σκοπεύει να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Η απονομή της δικαιοσύνης περιλαμβάνει επίσης τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, το φύλο, την εθνικότητα και άλλα χαρακτηριστικά. Σε περιπτώσεις που η απονομή δικαιοσύνης αποτυγχάνει ή θεωρείται ανεπαρκής, δημιουργούνται προκλήσεις για την κοινωνική σταθερότητα. Η σύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης με τον θεσμό της δικαιοσύνης είναι σημαντική, καθώς η επάρκεια και η διαφάνεια του δικαστικού συστήματος επηρεάζει το επιχειρηματικό κλίμα, την ασφάλεια των συμβάσεων και τη γενική εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Ουσιαστικά, ο θεσμός της δικαιοσύνης είναι από τους πιο σημαντικούς δείκτες που επηρεάζει όλη την κοινωνία, ένα διαφορετικό «αόρατο χέρι ασφάλειας» και αξιοπιστίας. Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό από κάθε πολίτη και εκλεγμένο αντιπρόσωπο, η τεράστια σημασία της αποτελεσματικής λειτουργίας του δικαστικού συστήματος για την ελκυστικότητα της χώρας για επενδύσεις. Χαμηλότερες ή ανύπαρκτές επενδύσεις, ισοδυναμούν με χαμηλή ή ανύπαρκτη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, οδηγώντας σε στασιμότητα ή και μείωση του πραγματικού εισοδήματος για κάθε συμπολίτη μας. Αυτός ο φαύλος κύκλος επηρεάζει όλα τα κοινωνικά στρώματα και όσο ο δείκτης της δικαιοσύνης παραμένει χαμηλός, κάθε επιχείρηση θα έχει δεύτερες σκέψεις προτού προχωρήσει σε μια επένδυση στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες πολίτες δεν μπορούν να περιμένουν πότε και εάν θα καλυτερεύσει η ζωή τους. Το χρειάζονται άμεσα, τώρα που βρισκόμαστε στις «καλές» μέρες.
Εν κατακλείδι, οι ανησυχίες για τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών λόγω του πληθωρισμού, καθώς και η ανάγκη για βελτίωση στον τομέα της δικαιοσύνης, είναι κρίσιμες για την οικονομική ανάκαμψη. Η παρούσα κυβέρνηση παρουσιάζεται ρητορικά σαν εγγυητής της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας των πολιτών. Δυστυχώς, η συνεχιζόμενη ένδεια ουσιαστικών ενεργειών που θα καλυτερεύσουν την απονομή δικαιοσύνης, αναδεικνύει την ανυπαρξία πολιτικής βούλησης για πραγματική αλλαγή – στην καλύτερη περίπτωση – ή την επανάπαυση της στις δάφνες της πολιτικής κυριαρχίας στην χειρότερη. Όμως, οι Έλληνες πολίτες δεν μπορούν να περιμένουν πότε και εάν θα καλυτερεύσει η ζωή τους. Το χρειάζονται άμεσα, τώρα που βρισκόμαστε στις «καλές» μέρες.
Η κ. Ντελή Ιμπραήμ Μπερρήν είναι Οικονομικός Σύμβουλος-Πιστοποιημένη λογίστρια Α’ υπογραφή.