Ποτέ δεν είναι εύκολη μια αλλαγή προπονητή μεσούσης της ποδοσφαιρικής σεζόν. Ούτε για την ομάδα, που αναγκάζεται να βγει από τα στεγανά της, ούτε γι’ αυτόν που αναλαμβάνει να εργαστεί πάνω σ’ ένα ξένο πρότζεκτ το οποίο δεν έχει σχεδιάσει στο ελάχιστο.

Ο Ολυμπιακός και ο Κάρλος Καρβαλιάλ πήραν από κοινού το ρίσκο αυτό, πιστεύοντας ότι αξίζει τον κόπο. Δεύτερες σκέψεις δεν αναπτύχθηκαν.

Από τη μία οι «ερυθρόλευκοι» έκριναν πως η αντικατάσταση του Ντιέγκο Μαρτίνεθ, με σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ό,τι συνέβη στο Φράιμπουργκ, ήταν επιβεβλημένη για την ανατροπή των συσχετισμών στ’ αποδυτήρια. Απλώς χρειάστηκαν μια μικρή έρευνα αγοράς προτού καταλήξουν οριστικά στον εκλεκτό. Από την άλλη ο Πορτογάλος, 58 ετών από χθες 4 Δεκεμβρίου, αποφάσισε πως η μεγάλη πόρτα στο Ρέντη είναι η ιδανικότερη δίοδος για την επιστροφή στη δράση ύστερα από έξι μήνες.

Ο Καρβαλιάλ είχε λύσει το συμβόλαιό του με την ισπανική Θέλτα τον περασμένο Ιούνιο. Στη Γαλικία είχε μείνει μόλις επτά μήνες. Στους πρώτους πέντε, κι ως τις αρχές Απρίλη, τα πράγματα έδειχναν ρόδινα. Σε δεκαέξι παιχνίδια πρωταθλήματος το ποδοσφαιρικό καμάρι του Βίγκο είχε υποστεί μόνο τρεις ήττες (6-7-3) και είχαν τεθεί στέρεες βάσεις για μια άνετη παραμονή. Στα δέκα που ακολούθησαν έκτοτε η Θέλτα έχασε τα επτά και κινδύνευσε σοβαρά, καθώς σφράγισε τη σωτηρία χάρη στο 3-1 επί της πρωταθλήτριας Μπαρτσελόνα ακριβώς στη γραμμή τερματισμού.

Η θητεία του Πορτογάλου στο «Μπαλαΐδος» ήταν ακόμη ένας κύκλος που έκλεινε. Ο δέκατος έβδομος συνολικά σε μια διαδρομή 25 ετών με αρκετά check points. Σε Σετούμπαλ και Μπράγκα είχε ανοίξει δις. Σε Εσπίνιο, Άβες, Λεϊσόες, Μπελενένσες, Μπεϊρα-Μαρ, Αστέρα Τρίπολης (πριν από 15 χρόνια), Μαρίτιμο, Σπόρτινγκ Λισαβόνας, Μπεσίκτας, Μπασακσεχίρ, Σέφιλντ Γουένσντεϊ, Σουόνσι, Ρίο Άβε και Αλ Γουάχντα από μία.

«Μακρύς δρόμος, πολλές προκλήσεις, ισχυρό υπόβαθρο»

Έπειτα από την ανακοίνωση της πρόσληψής του, ο Ολυμπιακός γίνεται ο δέκατος όγδοος διαφορετικός επαγγελματικός προορισμός του. Αριθμητικά μοιάζουν πολλοί. Ο ίδιος προτιμά να λέει πως ναι μεν «ο δρόμος μου ήταν μακρύς», αλλά την ίδια στιγμή «είμαι περήφανος διότι δούλεψα από τα χαμηλά κι αντιμετώπισα πολλές προκλήσεις. Αυτό δημιούργησε ένα ισχυρό υπόβαθρο».

Σε καθένα εκ των προηγούμενων σταθμών, είτε έμεινε λίγο είτε περισσότερο, ο Καρβαλιάλ φρόντιζε εξ αρχής να εξηγεί τι ακριβώς επιθυμεί και σε δεύτερο χρόνο να το επιβάλλει. Αν το δέχονταν είχε καλώς. Αν όχι, καλή καρδιά – δεν κράτησε ποτέ κακία.

Έχει παραιτηθεί για παρέμβαση προέδρου στο έργο του, έχει αρνηθεί να κάνει χατίρια διοικούντων με τη χρησιμοποίηση παικτών που είχαν υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα παραβιάζοντας εσωτερικό κανονισμό, έχει δουλέψει απλήρωτος συσπειρώνοντας το σύνολο που ‘χε γύρω του. Άρα «θα ήμουν έτοιμος για τα πάντα στο ποδόσφαιρο» όπως έχει υποστηρίξει σε μια αυτοαναφορική περιγραφή.

Η τακτική περιοδολόγησης – Ο Μουρίνιο, ο Σίλβα και οι άλλοι

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο Καρβαλιάλ θα εφαρμόσει -παντού- την περίφημη τακτική περιοδολόγησης της πορτογαλικής σχολής δίχως να επιτρέψει εξωτερικές παρεμβολές. Θα αξιολογήσει και θα βγάλει συμπεράσματα, αλλά στο τέλος της ημέρας θα φροντίσει να χτίσει τις συνθήκες για να εφαρμόσει το σχέδιό του. Όπως τουλάχιστον το έχει στο μυαλό του.

Η τακτική περιοδολόγησης, που πρωτοεφαρμόστηκε τη δεκαετία του ’50, είναι το προπονητικό μοντέλο που ανέπτυξε ο sports scientist και λέκτορας στο πανεπιστήμιο του Πόρτο, Βίτορ Φράντε. O «εγκέφαλος», όπως τον έχει αποκαλέσει ο Καρβαλιάλ σε γραπτά του, διότι απ’ αυτόν εμπνεύστηκαν όλοι οι επόμενοι της ίδιας γενιάς ή λίγο νεότεροι (Μουρίνιο, Βίλας-Μπόας, Φονσέκα, Εσπίριτο, Λάζε, Σίλβα κ.α) προσαρμόζοντας έκτοτε τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές πάνω στις δικές τους ανάγκες.

Ο Φράντε, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στους «δράκους» επί εποχής Μπόμπι Ρόμπσον, όταν διερμηνέας-βοηθός ήταν ο Ζοζέ Μουρίνιο, εισήγαγε το νέο αυτό σύστημα προσέγγισης στην προπονητική, συνδυάζοντας την ανάπτυξη των δεξιοτήτων των ποδοσφαιριστών με την καλή ψυχολογία τους, ενόσω η τακτική είναι ο σταθερός άξονας των πάντων.

Κάθε «ακόλουθος» του «προφεσόρ» δίνει τεράστια σημασία στην προετοιμασία της ομάδας του, δίχως να ζητά χιλιόμετρα τρεξίματος σε βουνά ή εκγύμνασης. Η καλή φυσική κατάσταση, προκειμένου να ασκηθεί με συνέπεια η αφόρητη πίεση στον αντίπαλο, έρχεται μέσα από τις πολλαπλές ασκήσεις με μπάλα μικρών ή μεγαλύτερων ομάδων, τους συνδυασμούς στο γήπεδο, τις γρήγορες εναλλαγές, το παιχνίδι στο τρανζίσιον.

Το ζητούμενο είναι η τάχιστη μετάβαση από τη μία συνθήκη στην άλλη, αυτοεκπληρούμενη από ποδοσφαιριστές με υψηλή αυτοπεποίθηση που γνωρίζουν πού πρέπει να βρίσκονται την κάθε στιγμή και πώς να υποστηρίζουν τους υπόλοιπους του συνόλου.

Το «χαοτικό παιχνίδι» και η αποδοχή

Ο Καρβαλιάλ, είτε σε άμυνα με τρεις είτε σε άμυνα με τέσσερις, δεν έχει ξεστρατίσει από τον πυρήνα της ιδέας αυτής. Οι επαναλαμβανόμενοι εβδομαδιαίοι κύκλοι προπόνησης με σταθερή έμφαση στην τακτική (αμυντική κι επιθετική) και εντατικοποίηση τρεις ημέρες πριν από τον αγώνα, εφόσον δεν μεσολαβεί κάποιος άλλος επιπλέον, έχουν γίνει κτήμα του όπου κι αν εργάστηκε ως σήμερα.

«Κοιτάμε τους παίκτες μας, αποφασίζουμε το σύστημα που θέλουμε να παίξουμε, την ιδέα που επιθυμούμε να δημιουργήσουμε κι από την πρώτη κιόλας προπόνηση σχεδιάζουμε τις ασκήσεις που θα την εξυπηρετήσουν», έχει αναφέρει ο Πορτογάλος.

Ο νέος προπονητής του Ολυμπιακού αναγνωρίζει το ποδόσφαιρο ως ένα «χαοτικό παιχνίδι», καθώς μια από τις θεμελιώδεις αρχές της τακτικής περιοδολόγησης αφορά στην αποδοχή αυτού του αξιώματος. Διότι μόνο έτσι, πιστεύει ότι, θα κατανοηθεί η περιπλοκότητα του μοντέλου δουλειάς που ο καινοτόμος Φράντε «μεταφύτευσε στην προπονητική.

«Δεν μπορείς να αντιληφθείς τι πραγματικά είναι, αν δεν αποδεχθείς τη θεωρία της πολυπλοκότητας. Όταν έχεις αυτά στο μυαλό σου, όλα αρχίζουν να γίνονται πιο ξεκάθαρα. Απαιτείται όμως μελέτη», έχει αναφέρει.

Ο Καρβαλιάλ έχει κάνει μπόλικη από δαύτην. Έχει συγγράψει και εγχειρίδιο (Soccer: Developing a Know-How) παρέα με τους Μπρούνο Λάζε και Ζοάο Μάριο Ολιβέιρα, αναπτύσσοντας τις δικές του ιδέες πάνω στη βελτίωση του μοντέλου και την αποτύπωσή του στο χορτάρι.

Η εφαρμογή του σχεδίου και οι εμπειρίες

Αλλού βρήκαν εφαρμογή κι αλλού όχι, ανάλογα πάντα με τις συνθήκες που δούλεψε. Τη Λεϊσόες την ανέλαβε στα πολύ χαμηλά (τρίτη κατηγορία), γιατί έβλεπε προοπτική, και την οδήγησε ως τον τελικό του κυπέλλου. Ήταν η πρώτη ομάδα δεύτερης κατηγορίας που διεκδικούσε το τρόπαιο κι εξασφάλιζε το ευρωπαϊκό εισιτήριο (παίζοντας εκ των υστέρων απέναντι στον ΠΑΟΚ του Άγγελου Αναστασιάδη).

Τη (χρεοκοπημένη) Σετούμπαλ την έβγαλε στην Ευρώπη και στην κατάκτηση του λιγκ καπ, ενώ τη Σπόρτινγκ την έφερε ως τους 16 του Europa League.

Με τη Σέφιλντ Γουένσντεϊ διεκδίκησε δυο φορές την άνοδο στην Premier League μέσω των playoffs και στη Σουόνσι αναδείχθηκε καλύτερος προπονητής του Γενάρη μετά από λαμπρές νίκες επί της Λίβερπουλ και της Άρσεναλ.

Επί των ημερών του Καρβαλιάλ η Ρίο Άβε κατετάγη πέμπτη, κάτι μοναδικό στα χρονικά του πορτογαλικού ποδοσφαίρου, προτού στη δεύτερη θητεία του στην Μπράγκα πανηγυρίσει δύο τρόπαια (λιγκ καπ, κύπελλο) και αποκλειστεί στα νοκ άουτ του Europa League από τη Ρόμα.

Από την Τουρκία στην… Ελλάδα

Έχει δεσμευτεί πως «μια μέρα θα γράψω βιβλίο» για όσα βίωσε στην Τουρκία με την Μπεσίκτας. Είχε δεχθεί ν’ αναλάβει τους «μαυραετούς» της Πόλης, μολονότι τον είχαν ενημερώσει πως θα πρέπει να φύγει, αν αποφυλακιστεί προηγούμενος προπονητής (Ταϊφούρ Χαβουτσού) που είχε εμπλακεί σε σκάνδαλο στημένων αγώνων!

«Δούλευα με προσωπικό που ανήκει στον προηγούμενο, σε μια χώρα που κανείς δεν με ήξερε κι εγώ μάθαινα τη γλώσσα. Ήταν ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον για να δουλέψω. Μετά από τρεις μήνες βέβαια οι οπαδοί τραγουδούσαν το όνομά μου», έχει διηγηθεί. Ο προκάτοχός του έγινε εν τέλει τεχνικός διευθυντής.

Όταν πήγε για πρώτη φορά στην Αγγλία και στην απαιτητική Championship τού φώναξε κάποιος «Κάρλος, να είσαι έτοιμος». Αποκρίθηκε πως «ήμουν στην Τουρκία με τριάντα κάμερες και πενήντα δημοσιογράφους να με πυροβολούν με πολύ δύσκολες ερωτήσεις, αλλά επέζησα».

Ώρα ν’ αποδείξει πως είναι όντως ένας survivor της προπονητικής, κι όχι απλώς ένας σπουδαίος θεωρητικός του ποδοσφαίρου, ανταποκρινόμενος στη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του: τον πάγκο του Ολυμπιακού.