«Εσείς έχετε τη χάρη της λογικής. Εγώ τη χάρη της δυστυχίας».

Αυτή ήταν η κατακλείδα της επιστολής του Γιόζεφ Ροτ προς τον Στέφαν Τσβάιχ, που του ταχυδρόμησε στις 13 Ιουλίου 1934 από τη Νίκαια, επισημαίνοντάς του τον θανάσιμο κίνδυνο που καταφθάνει: «Βλέπω αυτό που εσείς δεν μπορείτε να δείτε, γιατί η εξυπνάδα σάς απαλλάσσει από το να δείτε».*

Ο χαϊδεμένος Τσβάιχ «λογικά» δεν θα μπορούσε να διανοηθεί τι θα συνέβαινε λίγα χρόνια αργότερα μέχρις ότου οι αρχές της Βραζιλίας τον βρουν νεκρό τον Φλεβάρη του ’42 στο Ρίο ντε Τζανέιρο.

Είχε μαζί με την γυναίκα του δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του γιατί οι παρωπίδες της «λογικής» και της ευφυΐας δεν τον είχαν αφήσει να δει τον όλεθρο του Γ’ Ράιχ.

«Εγώ και ο εαυτός μου», όπως έγραψε εκ των υστέρων, είχαν γίνει «δύο διαφορετικά πράγματα μέσα στον παραλογισμό της εποχής».

Το χάρισμα όμως της απελπισίας του Ροτ, οδήγησε αυτόν τον αμετανόητο, άγιο πότη, εμιγκρέ στο Παρίσι.

Εκεί δεν πρόφτασε να μάθει για το τραγικό τέλος του φίλου του. Πέθανε, φυγάς θεόθεν και αλήτης το 1939, στο νοσοκομείο. Τον είχαν μεταφέρει από την κάμαρα ενός φτηνού ξενοδοχείου στην rue de Tournon.

Η φτώχεια, που μάστιζε την Ευρώπη του μεσοπολέμου, ήταν η βασική αιτία του ολοκληρωτισμού στις περισσότερες χώρες της.

Σήμερα η «ευμάρεια» στην Ευρώπη, αυτής της άσπονδης ένωσης των Κρατών της, με την αδιανόητη ακρίβεια της ζωής των πολλών και την χλιδή των λίγων, τι άλλο προμηνύει πέρα από αυτό που σιγοκαίει ήδη την Ευρώπη: εκτός από την αυξανόμενη άνοδο της άκρας Δεξιάς, τη φτώχεια και τον υφέρποντα φασισμό στην καθημερινότητα όλων μας.

Και φυσικά, την πορεία μιας εκπτωτικής και με δωρο – επιταγές Δημοκρατίας – Black Friday από τον ίδιο τον πολύνομο, μπερδεμένο εαυτό της.

Ο φασισμός σήμερα έχει άλλο τρόπο να επιβάλλεται εκτός από την καταστολή. Αλλά και η ομολογημένη κρίση της Δημοκρατίας συμβαίνει να οδηγείται στην ίδια σχεδόν απόληξη, ώστε η παλαιά διάκριση ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους της να μοιάζει πλέον ξεπερασμένη.

Ένας «υπερμηχανισμός» ιδεολογικός και κατασταλτικός συγχρόνως, όχι του Κράτους αλλά των χρηματοπιστωτικών και μιντιακών δακτυλίων του Κρόνου της (του κεφαλαίου), διαθέτοντας το «χάρισμα της λογικής», οδηγεί στην χειρότερη αυτοχειρία: τη διανοητική.

Και την ωραιότερη εξορία: τον καναπέ με την «κουβέρτα-προβατάκι».

Για ποιό λόγο λοιπόν οι δικτατορίες με φωτισμένα στάδια και καλοπλυμένα τανκς στις παρελάσεις, όταν το «σύστημα» έχει τους τρόπους να προεκτείνει συνεχώς -«λογικά»- τα όριά του σ’ εκείνη την παράσταση που δεν «κατεβαίνει» ποτέ από το θέατρο και που, αν διαφέρει από την «παράσταση» της Εκκλησίας, είναι γιατί οι σκηνοθέτες της κύριοι- κύριοι Goldman και Sachs αλλάζουν μαζί με τα φώτα κάθε τόσο, τα κουστούμια και τα σκηνικά;

Το όριο του κεφαλαίου είναι πάλι το ίδιο, το κεφάλαιο παιγμένο και ξαναπαιγμένο όπως η θεία λειτουργία Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.

Η επαναλαμβανόμενη θρηνωδία, που με κάνει να ακούγομαι σαν τον Xρήστο Γιανναρά τις Κυριακές από του άμβωνος της Καθημερινής, δεν έχει νόημα.

Aς διαβάσει ο αναγνώστης τον Ζαν Ζενέ. Ο μόνος τρόπος και ο μοναδικός τόπος που θα μπορούσε να λειτουργεί το θέατρο είναι το νεκροταφείο. Κι αυτό, όχι «για να βρούμε καταφύγιο» αλλά για «να ανακαλύψουμε ένα απόσκιο δροσερό και καυτό, που θα ‘ναι δημιούργημά μας»**.

Διότι το καταφύγιο το έχουμε ήδη βρει στα τρομολάγνα δελτία με ηχοχρώματα, στις ανελλήνιστες αγόρευσεις του Κασσελάκη με γκρί κοντό, στα πληκτικά κείμενα των ομοτίμων του είδους μου. Το βρίσκουμε στον σολιψισμό μιας κοινωνίας, που παραμιλά με τον Κύρτσο, και την ηχώ της φωνής της στο διαδίκτυο.

Η κοινωνία δεν θέλει (δεν την αφήνουν) να καταλάβει πως το «υπάρχον» δεν υπάρχει, όπως το «Πραγματικό» στον Λακάν.

Και αυτό που εμφανίζεται θεαματικά πως δήθεν υπάρχει, ικανοποιεί, ερήμην της κοινωνίας, μια υπαρξιακή ανάγκη που την καταλαβαίνει μόνο μπροστά στα ράφια των σούπερ μάρκετ ή των φαρμακείων με τα αντικαταθλιπτικά. Συνοψίζεται σ’ εκείνο το χαϊντεγκεριανό, εναρκτήριο ερώτημα στην «Εισαγωγή στη Μεταφυσική»: «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα;»

Πράγμα ωστόσο, που δεν με εμποδίζει να υπάρχω, διότι η ορμή της ζωής κατακλύζει τα ζώα και τα φυτά -όσο υπάρχει ο ήλιος και όχι κατ’ ανάγκην όσο υπάρχουν άνθρωποι- αδιαφορώντας για το αν οι άνθρωποι θέτουν ή όχι το ερώτημα που η γλώσσα τους υποχρεώνει να το θέσουν. Και την ονοματοθεσία Νέα Αριστερά, η γλώσσα τους υποχρέωσε να την καθιερώσουν. Διότι είναι αμφίβολο αν η σημερινή κοινωνία του Instagram και του TikTok θα ακολουθήσει το γλωσσικό εύρημα.

Οπότε ποιά ανθρώπινα δικαιώματα; Ποιά παρένθετη μητέρα και ένθετος από πού ο Βορίδης; Ζούμε. Αλλά φτάνει αυτό;

«Στους κοινότοπους καιρούς μας», έγραφε το 1818 ο John Keats «αφομοιωμένοι από το Habeas Corpus, δίχως απορία, περιέργεια και φόβο…»

Σήμερα, αφομοιωμένοι με habeas μεν (και Hondos Center δε), αλλά δίχως Corpus, άγγελοι δηλαδή, ψευτο-νταήδες της πλατείας Ασωμάτων τη νύχτα ουρανόθεν, κατ’ ευθείαν στο δεξιό ψαλτήριο της ιεράς Μητροπόλεως ή τα έδρανα της Βουλής των Ελλήνων.

Λογοκριμένοι; Όχι ακριβώς. Κάτι περισσότερο. Αφασικοί.

Διότι η χειρότερη λογοκρισία -που διαθέτει και το «χάρισμα της λογικής»- είναι αυτή που σε αποτρέπει από την αυτοκαταστροφή.

Αυτοχειρία; Δεν θα το έλεγα.

Φόβο; Εξαρτάται.

Πάντως χωρίς καμία απορία και κυρίως περιέργεια να δεις, από περιέργεια, την προστιθέμενη βιβλιογραφία .

Τι άλλο έγραψε π.χ. αυτός ο Ροτ;

Ποιός ήταν ο Τσβάιχ και ο Ζενέ;

Όσο για το όνομα (με καπιταλάκια) του ποιητή JOHN KEATS, ουδείς λόγος.

Οπότε η σχέση μου με όλους αυτούς, τα δάνειά μου και οι επιρροές, γιατί τα παρουσιάζω;

Βγήκα οριστικά από τον αυτόματο πιλότο. Θα το προσγειώσω ο ίδιος. Έσβησα και τον αισθητήρα που μετράει την απόσταση από το έδαφος.
Έχω πάρει μόνος μου τα μέτρα. Και θα καταλάβω το άγγιγμα στο χώμα από την ρόδα.
————————-

* Joseph Rot, «Περιπλανώμενοι Εβραίοι», (μετάφραση Μ.Αγγελίδου – Α. Αγγελίδης ), εκδόσεις Άγρα, 2023.

** Jean Genet, «Η παράξενη λέξη…», (μετάφραση Β. Αρδίτης), εκδόσεις Άγρα, 2015.