Η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των νέων χρηματοδοτήσεων στις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται θα αποτελέσει το κεντρικό στοίχημα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Εμφαση θα δοθεί στην επιχειρηματική πίστη, η οποία εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί περαιτέρω με καταλύτη κατά κύριο λόγο τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και δευτερευόντως τα λοιπά αναπτυξιακά προγράμματα. Από την άλλη, οι τράπεζες κρατούν μικρό καλάθι για τις επιδόσεις της λιανικής τραπεζικής.
Ως προς τα κέρδη της χρήσης του 2023, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν κοντά στα 4 δισ. ευρώ, υψηλότερα σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Η επίδοση αυτή είναι αποτέλεσμα της σημαντικής βελτίωσης του καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος, μετά τη σωρευτική άνοδο των παρεμβατικών δεικτών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά 450 μονάδες βάσης σε σχέση με το καλοκαίρι του 2022. Ετσι, σε αυτό διάστημα τα επιτόκια των περισσότερων δανείων αναπροσαρμόστηκαν, καθώς είναι συνδεδεμένα με ευρωπαϊκούς δείκτες αναφοράς, ενώ στις καταθέσεις οι αυξήσεις ήταν υποπολλαπλάσιες.
Ως αποτέλεσμα, μεταξύ της περυσινής και της εφετινής χρήσης υπάρχει μια σημαντική ποιοτική διαφορά σε σχέση με την προέλευση της κερδοφορίας. Συγκεκριμένα, το 2022 πάνω από το 50% είχε προέλθει από μη επαναλαμβανόμενα αποτελέσματα, η συμμετοχή των οποίων την εφετινή χρονιά είναι εξαιρετικά μικρή.
Πέραν των καθαρών εσόδων από τόκους, στήριξη στα αποτελέσματα των τραπεζών προσφέρουν τα εξής:
- Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες συνεχίζουν να αυξάνονται, στηριζόμενα σε μεγάλο βαθμό στην πώληση επενδυτικών προϊόντων, η ζήτηση για τα οποία έχει ενισχυθεί το 2023 από καταθέτες που αναζητούν καλύτερες των απλών καταθετικών προγραμμάτων αποδόσεις.
- Η αύξηση του κόστους για τον πιστωτικό κίνδυνο, στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων που λαμβάνονται για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων επισφαλειών στο τρέχον περιβάλλον αυστηρής νομισματικής πολιτικής και υψηλού πληθωρισμού, είναι μικρή.
- Τα λειτουργικά έξοδα παραμένουν υπό απόλυτο έλεγχο, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ οι αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων που ξεκίνησαν στο πλαίσιο της νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας στον κλάδο είναι μικρές. Παράλληλα, οι τράπεζες απολαμβάνουν τα οφέλη των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου προσωπικού που ολοκληρώθηκαν τους προηγούμενους μήνες.
Φυσικά κίνδυνοι υπάρχουν. Οι κυριότερες πηγές ανησυχίας των διοικήσεων των τραπεζών είναι οι εξής:
- Στο σημερινό περιβάλλον υψηλού κόστους δανεισμού, αξιόχρεοι δανειολήπτες, κατά βάση στην επιχειρηματική και δευτερευόντως στη στεγαστική πίστη, προχωρούν σε πρόωρες αποπληρωμές των υπολοίπων τους. Πρόκειται για μια τάση που ξεκίνησε το α’ τρίμηνο του 2023, σε συνέχεια των πρώτων αυξήσεων στα επιτόκια της ΕΚΤ, και η οποία δεν έχει ακόμη σταματήσει.
Με δεδομένο ότι η Ευρωτράπεζα θα διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τους δείκτες της σε ιστορικά υψηλά, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί μια νέα αναπροσαρμογή τους εάν ο πληθωρισμός δεν ελεγχθεί, είναι εξαιρετικά πιθανό η πρακτική αυτή να συνεχιστεί.
- Τους τελευταίους μήνες δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις που αιτούνται τη μείωση των περιθωρίων κέρδους (spreads) στις συμβάσεις τους με στόχο τον περιορισμό του συνολικού κόστους εξυπηρέτησης των χρεών τους. Πολλά από αυτά τα αιτήματα γίνονται δεκτά από τις τράπεζες, υπό τον κίνδυνο καθυστερήσεων στις πληρωμές από τους πελάτες τους. Δεν αποκλείεται δε να πολλαπλασιαστούν το επόμενο διάστημα, καθώς τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα τουλάχιστον έως και το καλοκαίρι του 2024.
- Το γεγονός αναπόφευκτα θα επηρεάσει και τη ζήτηση για νέες χρηματοδοτήσεις.
- Πίεση στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα θα ασκηθεί από την αναμενόμενη αύξηση των εξόδων για τόκους στις προθεσμιακές καταθέσεις. Αυτή θα προέλθει τόσο από τις προς πάνω αναπροσαρμογές των αποδόσεων, στις οποίες εκτιμάται ότι θα προχωρήσουν οι τράπεζες τους επόμενους μήνες, όσο και από την αναμενόμενη μεταφορά καταθέσεων από το ταμιευτήριο σε λογαριασμούς προθεσμίας.
- Τέλος, μένει να φανεί αν θα συνεχιστεί η καλή πορεία των εισπράξεων στα υφιστάμενα δάνεια ή αν οι τράπεζες θα αναγκαστούν να εγγράψουν περισσότερες προβλέψεις για την κάλυψη τυχόν νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Στο εννεάμηνο του 2023 τα πιστωτικά ιδρύματα πέτυχαν τη μείωση του αποθέματος επισφαλών απαιτήσεων κυρίως μέσω πωλήσεων χαρτοφυλακίων και δευτερευόντως με επιτυχημένες ρυθμίσεις.