Αισιόδοξοι τόσο για τις προοπτικές της οικονομίας όσο και των επιδόσεων των επιχειρήσεών τους εμφανίζονται οι έλληνες επιχειρηματίες, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα της Grant Thornton.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, οι 7 στους 10 επιχειρηματίες, αναμένουν αύξηση εσόδων και κερδών, ενώ πέρυσι ενίσχυση της κερδοφορίας προέβλεπαν οι 6 στους 10.
Επιπλέον, η προσδοκία για αύξηση των μισθών τούς επόμενους μήνες έχει γίνει ακόμα πιο έντονη και φαίνεται ότι και επιχειρήσεις οι οποίες έως τώρα ανέβαλλαν τις αυξήσεις αυτές εκτιμούν ότι πλέον θα πρέπει να προβούν σε τέτοιες ενέργειες, όχι μόνο ως αποτέλεσμα του γενικότερου αιτήματος που υπάρχει λόγω πληθωρισμού, αλλά και για να κρατήσουν το ήδη υπάρχον προσωπικό και να προσελκύσουν ταλέντο.
Παρ’ όλα αυτά, η αισιοδοξία για αύξηση των εξαγωγών βαίνει μειούμενη, γεγονός που προξενεί προβληματισμό αναλογιζόμενοι τον προσανατολισμό που πρέπει να έχουν σήμερα οι δυναμικές ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα υποδηλώνει έλλειψη ανταγωνιστικότητας στις εκτός συνόρων.
Αναφορικά με τα θέματα που προβληματίζουν για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων τους επόμενους 12 μήνες, παρατηρούμε ότι η αύξηση του κόστους και η μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών παραμένουν ως βασικότερο εμπόδιο, αλλά με μειούμενη ένταση, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στο ότι ο σχετικός κίνδυνος έχει ωριμάσει πλέον περισσότερο εντός των επιχειρήσεων σε σχέση με πέρυσι. Αντίθετα, έντονος πλέον αναδεικνύεται ο προβληματισμός για την άνοδο των επιτοκίων, ενώ η εύρεση του κατάλληλου προσωπικού συνεχίζει να απασχολεί έντονα τη μία στις τρεις επιχειρήσεις.
Ενθαρρυντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η αβεβαιότητα που συνδεόταν με τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας έχει μειωθεί πλέον σημαντικά, ενώ και οι ανησυχίες για τις δυσχέρειες στην εφοδιαστική αλυσίδα δείχνουν να μειώνονται.
Η κλιματική αλλαγή και οι κυβερνοεπιθέσεις ανησυχούν έντονα μόνο 2 στις 10 επιχειρήσεις, ενώ ο προβληματισμός για γεωπολιτικούς κινδύνους που φαίνεται να μειώνεται μάλλον θα πρέπει να επαναξιολογηθεί υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.
Οπως διαπιστώσαμε, η αύξηση του κόστους παραγωγής και εν γένει των τιμών συνεχίζει να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους περιοριστικούς παράγοντες ανάπτυξης σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι στο εσωτερικό ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή έχει μειωθεί από το 11% πέρυσι στο 2,5%, η άνοδος των τιμών των πρώτων υλών παγκοσμίως συνεχίζει να προβληματίζει. Ως αποτέλεσμα, 6 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες συνεχίζουν να δηλώνουν ότι θα αυξηθεί το κόστος παραγωγής τους. Οι 2 στους 10 δηλώνουν ότι η αύξηση αυτή θα είναι σημαντική και θα υπερβεί το 10%.
Στις επιχειρήσεις που αναμένεται αύξηση του κόστους παραγωγής, οι 8 στις 10 δηλώνουν ότι την αύξηση αυτή θα την ενσωματώσουν στις τιμές των προϊόντων τους. Ακόμα και στις επιχειρήσεις που δεν αναμένουν αύξηση του κόστους τους, οι 2 στις 10 δηλώνουν ότι θα προβούν σε αύξηση των τιμών τους, ενώ ακόμα και σε ένα 10% των επιχειρήσεων που μπορεί να δούνε το κόστος τους να μειώνεται μόνο οι μισές από αυτές αναμένεται να μειώσουν τις τιμές τους.
Συνολικά, οι 6 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι αναμένεται να αυξήσουν τις τιμές τους, ενώ μόνο 1 στις 10 ενδέχεται να προβεί σε μείωση τιμών.
Παρά τις προσδοκίες ανάπτυξης, η αβεβαιότητα εξέλιξης των τιμών, ο προβληματισμός για την άνοδο του κόστους παραγωγής αλλά και η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων αποτυπώνονται έντονα στη μειωμένη διάθεση για επενδύσεις.
Εντάσεως κεφαλαίου επενδύσεις, όπως σε γη, κτίρια και μηχανήματα, φαίνεται να σχεδιάζονται από ολοένα και λιγότερες επιχειρήσεις, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η επένδυση σε τεχνολογία και ψηφιακό μετασχηματισμό δείχνει να επιβραδύνεται και να σχεδιάζεται από 5 στις 10 επιχειρήσεις σε σχέση με 6 στις 10 πέρυσι.
Στις δυσκολίες στα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων που προκαλεί η ραγδαία άνοδος των επιτοκίων, τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) μπορούν να αποτελέσουν την απάντηση και να ενισχύσουν την τάση για κεφαλαιουχικές επενδύσεις. Εν τούτοις αυτό φαίνεται να το αναγνωρίζουν μόνο οι 3 στους 10 έλληνες επιχειρηματίες, με την τάση να βαίνει μειούμενη σε σχέση με πέρυσι.
Παράλληλα προκαλεί προβληματισμό ότι και από αυτούς που δηλώνουν ότι θα κάνουν χρήση των κεφαλαίων του ΤΑΑ μόνο οι 3 στους 10 είναι είτε σε στάδιο προετοιμασίας του σχετικού πλάνου είτε σε στάδιο υποβολής σε σχέση με 4 στους 10 πέρυσι, παρά το γεγονός ότι πλέον οι συνθήκες είναι και πιο ώριμες αλλά και ο αντίκτυπος της αύξησης των επιτοκίων έχει αποτυπωθεί πιο έντονα.
Από όσους θεωρούν ότι θα εκμεταλλευτούν το ΤΑΑ, τα ψηφιακά έργα φαίνεται να είναι αυτά που θα επικεντρωθούν οι περισσότερες επιχειρήσεις (5 στις 10), ενώ στους υπόλοιπους πυλώνες κατευθύνονται οι 3 στους 10 κατά μέσο όρο.