Την αληθινή ιστορία των αποδράσεων από το ναζιστικό φρούριο υψίστης ασφαλείας του Κόλντιτς, περιγράφει στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Αιχμάλωτοι στο Κόλντιτς» ο συγγραφέας Ben Macintyre, το οποίο θα κυκλοφορήσεις από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος στις 6 Δεκεμβρίου και απόσπασμα του οποίου προδημοσιεύει σήμερα ΤΟ ΒΗΜΑ.

Συγκεκριμένα σε ένα γοτθικό κάστρο στην κορυφή ενός λόφου στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας, μια συμμορία Βρετανών αξιωματικών σκάρωνε παράτολμες αποδράσεις από τους Γερμανούς δεσμοφύλακές της κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ή τουλάχιστον αυτή η εκδοχή της ιστορίας του Κόλντιτς είχε επικρατήσει για εβδομήντα χρόνια, χωρίς να την αμφισβητήσει κανείς. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας.

Οι περισσότεροι κρατούμενοι του Κόλντιτς ήταν σε αυτό το μέρος επειδή είχαν ήδη προσπαθήσει να δραπετεύσουν από κάπου αλλού, και επομένως, καθόλου παραδόξως, πολλοί από αυτούς έφταναν εκεί αποφασισμένοι να βρεθούν και πάλι έξω. Για ορισμένους, η απόδραση είχε γίνει έμμονη ιδέα και κυρίαρχο θέμα συζήτησης. Ωστόσο, η απόδραση δεν ήταν κάτι που επιθυμούσαν εξίσου όλοι. Μερικοί ήταν διατε-θειμένοι να περάσουν τον πόλεμο στην αιχμαλωσία και «να ζουν σαν φυτά», όπως το έθεσε περιφρονητικά κάποιος δραπέτης. Σε κάποιες περιστάσεις, αξιωματικοί έδιναν τον λόγο της τιμής τους, ή την υπόσχεση, ότι δεν θα επιχειρούσαν να αποδράσουν· μπορεί να δανείζονταν διάφορα εργαλεία, λόγου χάρη, για την κατασκευή μιας θεατρικής σκηνής, με την ιερή υπόσχεση ότι δεν θα τα χρησι- μοποιούσαν για να αποδράσουν. Στους μη μάχιμους αξιωματικούς, στους οποίους συγκαταλέγονταν οι γιατροί και οι ιερείς, περιστα- σιακά επιτρεπόταν να κάνουν «περιπάτους κατόπιν υπόσχεσης», φρουρούμενοι, στην εξοχή γύρω από το κάστρο, με την αυστηρή συμφωνία ότι δεν θα έκαναν κατάχρηση αυτού του προνομίου, επιχειρώντας να το σκάσουν. Δεν υπήρξε ούτε μία φορά που κάποιος κρατούμενος να έδωσε μία τέτοια υπόσχεση και στην συνέχεια να αθέτησε τον λόγο του.

–//–

Ο Πιερ Μαρί Ζαν-Μπατίστ Μερές-Λεμπράν (Pierre Marie Jean-Baptiste Mairesse-Lebrun), αξιωματικός του γαλλικού ιππικού, αριστοκράτης, ολυμπιονίκης στο αγώνισμα της ιππασίας μετ’ εμποδίων, πρωταθλητής του πόλο, τιμημένος με το παράσημο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής και με τον Πολεμικό Σταυρό, ήταν παρασάγγας ο κομψότερος αιχμάλωτος του Κόλντιτς. Μια έξοχη φυσιογνωμία με βαθύ βλέμμα, μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και μια διαρκώς άψογη στολή, ο Γάλλος «έδινε την εντύπωση ότι ήταν στα καλύτερά του και περιφερόταν στο Δάσος της Βουλόνης και στη Σανς Ελιζέ», έγραψε ο Πλατ. Ο υπέροχος Μερές-Λεμπράν ένιωθε επίσης έξω από τα νερά του στο Κόλντιτς και δεν σκόπευε να μείνει εκεί ούτε μια στιγμή περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. Το κοστούμι του ήταν φτιαγμένο από ένα ακριβό ζευγάρι φανελένιες πιτζάμες που του είχαν στείλει από το Παρίσι. Η γραβάτα του ήταν Ζιβανσί. Ο Γάλλος αρνούνταν περιφρονητικά να αποκαλύψει πώς είχε δραπετεύσει από το κάστρο (είχε κρυφτεί στα δοκάρια της στέ- γης ενός άδειου κτίσματος στο πάρκο) και καταδικάστηκε σε είκοσι μία μέρες στην απομόνωση.

Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Μερές-Λεμπράν και μια χούφτα άλλοι αξιωματικοί από τα κελιά της απομόνωσης παρήλαυναν στον περίκλειστο χώρο του πάρκου για την καθημερινή τους άσκηση, συνοδευόμενοι από τρεις Γερμανούς σκοπούς, έναν αξιωματικό και έναν υπαξιωματικό. Ακόμα και με τα ρούχα της γυμναστικής, ο αξιω- ματικός του ιππικού έκλεβε την παράσταση: αθλητικό κοντό παντελονάκι, κοντομάνικο πουκάμισο με άψογες τσακίσεις, ένα στιλάτο αμάνικο δερμάτινο μπουφάν, γάντια και αθλητικά παπούτσια με χοντρές λαστιχένιες σόλες. Κάτω από το πουκάμισό του, τυλιγμένα στη γραβάτα του, φύλαγε τριάντα μάρκα, ένα πακέτο ζάχαρη, μια σοκολάτα, ένα σαπούνι κι ένα ξυραφάκι. Ο υπολοχαγός Μερές-Λεμπράν δεν σκόπευε να βρεθεί υπό διωγμό αξύριστος.

Επί μία ώρα ο Μερές-Λεμπράν και οι συμπατριώτες του έπαιζαν μακριά γαϊδούρα (σωτ-μουτόν) γύρω από την περίφραξη. Ύστερα ο λοχαγός Πιερ Οντρί (Pierre Odry) σουλατσάρισε στο χαντάκι που ήταν σκαμμένο δίπλα στο συρματόπλεγμα και χρησίμευε σαν ουρητήριο, έπειτα έκανε μια στροφή στηρίζοντας την πλάτη του στο σύρμα και έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών του. Ο Μερές-Λεμπράν έκανε ένα σπριντ προς το μέρος του και έβαλε το πέλμα του στον αναβολέα που είχε φτιάξει με τα χέρια του ο Οντρί, ο οποίος ανασήκωσε τα χέρια του κι ο Γάλλος εκτινάχθηκε όλος χάρη επάνω από το σύρμα, σαν καθαρόαιμο άλογο που πηδάει το τελευταίο εμπόδιο στους ιππικούς αγώνες του Grand Steeple-Chase στο Παρίσι. Σκύβοντας και κάνοντας ζιγκ ζαγκ, έκανε αγώνα δρόμου προς το πάρκο ενώ οι σκοποί άνοιγαν πυρ. Ο κάθε σκοπός είχε από τρεις βολές, υπολόγισε ο Μερές-Λεμπράν, άρα συνολικά εννέα. Όταν έφτασε στο τείχος, άρχισε να τρέχει πάνω κάτω «σαν κουνέλι», ενώ οι σκοποί γάζωναν με τα όπλα τους από απόσταση εξήντα πέντε μέτρων, με τις σφαίρες να χτυπούν επάνω στην πέτρινη κατασκευή. Όταν οι φρουροί σταμάτησαν για να ξαναγεμίσουν τα όπλα τους, ο Μερές-Λεμπράν σκαρφάλωσε και πέρασε πάνω από το τείχος και σπίνταρε προς το δάσος.

–//–

Στα χρόνια της ύπαρξής του ως στρατοπέδου, στο Κόλντιτς ανέ-βηκε μια μεγάλη ποικιλία παραστάσεων: έργα του Σαίξπηρ, κωμικές επιθεωρήσεις, έργα των Νόελ Κάουαρντ (Noël Coward) και Τζορτζ Μπέρναρντ Σω (George Bernard Shaw), και άλλα γραμμένα από τους ίδιους τους κρατούμενους. Η προσπάθεια που διοχετευόταν σε παραγωγές που διαρκούσαν μόνο λίγες μέρες ήταν τεράστια. Μερικές παραστάσεις ήταν πραγματικά άθλιες, και σχεδόν όλες εξαιρετικά δημοφιλείς. «Οι αιχμάλωτοι πολέμου ίσως ικανοποιούνται πιο εύκολα από άλλους θεατρόφιλους», παρατήρησε ο Τζάιλς Ρόμιλι, αφότου παρακολούθησε μια παράσταση του έργου Η σημασία να είσαι σοβαρός, του Όσκαρ Γουάιλντ (Oscar Wilde). «Με τη συνδρομή μιας πολύ πειστικής λαίδης Μπράκνελ, το έργο παίχτηκε για το πολύ μεγάλο διάστημα των δύο βραδιών, σε μια κατάμεστη αίθουσα σχεδόν εκατόν πενήντα ατόμων».

Στα τέλη του 1941, η βρετανική θεατρική κοινότητα του Κόλντιτς αποφάσισε να ανεβάσει ένα χριστουγεννιάτικο θέαμα, μια επιθεώρηση με τίτλο Μούφα Μπαλέτο, σαν να λέμε «μπαρούφες» δηλαδή, μια σειρά από σκετσάκια, καλαμπούρια και μουσικά νούμερα με τη συνοδεία της μπάντας του Κόλντιτς, με επικεφαλής τον Τζίμι Γιουλ (Jimmy Yule), έναν δεξιοτέχνη τζαζίστα. Η επιθεώρηση ήταν ένα τέλειο απόσταγμα ερασιτεχνικής βρετανικής κωμωδίας, ένα ποτ πουρί από άνοστα αστεία, λογοπαίγνια, σκατολογικό χιούμορ, γκάφες, σάτιρα και φάρσες: μια σκηνή εκτυλισσόταν μέσα στην παμπ «Το ρόδο και το στέμμα» και μια άλλη σ’ ένα σχολείο. Το αποκορύφωμα ήταν μια χορογραφημένη επίδειξη από την ομάδα μπαλέτου με πρίμα μπαλαρίνα τον Πατ Ριντ, «και με το σώμα του μπαλέτου να απαρτίζεται από τους πιο σκληροτράχηλους, μουστακαλήδες αξιωματικούς που υπήρχαν διαθέσιμοι, οι οποίοι έκαναν θαύματα με μια αεικίνητη χάρη και απέριττη κομψότητα, ενδεδυμένοι με φουστίτσα μπαλέτου και στηθόδεσμο από σουρωτό κρεπ χαρτί». Όπως παρατήρησε μια από τις «πρωταγωνίστριες μπαλαρίνες», «ο μόνος μπελάς με τους γυναικείους ρόλους μας ήταν ότι τα φορέματά μας φτιάχνονταν από χαρτί, και τον χειμώνα έκανε τρομερό κρύο». Όπως χοροπηδούσαν βαριά κι έκαναν πιρουέτες πάνω στα ξύλινα σανίδια του θεάτρου του Κόλντιτς, τα μέλη του θιάσου τραγουδούσαν λάγνα:

Μούφα Μπαλέτο, Μούφα Μπαλέτο, Όλα σήμερα είναι παλαβά.

Μούφα Μπαλέτο, Μούφα Μπαλέτο, Όλα θα πάνε μια χαρά…