«Πέθανε ο Χένρι Κίσινγκερ – Διαμόρφωσε την ψυχροπολεμική ιστορία του Έθνους» ήταν ο τίτλος των New York Times στις 29 Νοεμβρίου για τον θάνατο του πρώην Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ. Το Rolling Stone, από την άλλη, ακολούθησε μία διαφορετική προσέγγιση: «Ο Χένρι Κίσινγκερ, εγκληματίας πολέμου, επιτέλους πέθανε».
Η απόκλιση στους δύο αυτούς τίτλους, είναι ενδεικτική των αντιδράσεων που προκάλεσε η είδηση του θανάτου μιας εκ των πιο αμφιλεγόμενων και επιδραστικών προσωπικοτήτων του περασμένου αιώνα.
Η διαμάχη για τη θέση του Κίσινγκερ στην ιστορία κρατάει εδώ και δεκαετίες και έγινε πιο έντονη με τον θάνατό του. Για τους υπερασπιστές του, κατάφερε να προωθήσει τα αμερικανικά συμφέροντα και να επεκτείνει την επιρροή της χώρας του στον υπόλοιπο κόσμο, αφήνοντάς την σε μια θέση που θα της επέτρεπε τελικά να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο και να γίνει η μεγαλύτερη υπερδύναμη. Για τους επικριτές του, ήταν ένας αμοραλιστής που ποτέ δεν λογοδότησε για ενέργειες που άφησαν τεράστια ζημιά και πόνο σε πολυάριθμες χώρες.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των οκτώ χρόνων του στον Λευκό Οίκο -ως υπουργός Εξωτερικών και ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας- η Ουάσιγκτον τερμάτισε τον πόλεμο του Βιετνάμ, ξεκίνησε την πολιτική της ύφεσης με την ΕΣΣΔ και άνοιξε τις πόρτες της μελλοντικής παγκοσμιοποίησης στην Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ. Του πιστώνεται επίσης η κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, μια ανακωχή από την οποία θα προέκυπτε ο σημερινός χάρτης της Μέσης Ανατολής.
Η αιματοβαμμένη κληρονομιά
Όμως, παρά τις αδιαμφισβήτητες διπλωματικές επιτυχίες που διαμόρφωσαν το σύγχρονο κόσμο, η κληρονομιά του Κίσινγκερ είναι γεμάτη αίμα. Αίμα που προκλήθηκε μεταξύ άλλων από τον ρόλο του στην παράταση του πολέμου του Βιετνάμ και τους βομβαρδισμούς της Καμπότζης, την ανοχή της Ουάσιγκτον στον γενοκτονικό πόλεμο του Πακιστάν κατά του Μπαγκλαντές και από τη στήριξη στρατιωτικών πραξικοπημάτων στη Λατινική Αμερική, ιδίως στη Χιλή.
Η λίστα είναι μακρά, καθιστώντας τον Κίσινγκερ στη μνήμη πολλών ως εγκληματία πολέμου. Παρότι ο πρώην αμερικανός διπλωμάτης δεν κρίθηκε ποτέ ένοχος, ούτε καν δικάστηκε, για εγκλήματα πολέμου, οι σχέσεις του με πολιτικές που οδήγησαν σε πολλές χιλιάδες θανάτους αμάχων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κληρονομιάς του.
Σημείο αναφοράς αποτελεί το 1973, όταν τη χρονιά που στήριξε την αιματηρή ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή, κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης για τον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ. Το ίδιο βραβείο που απονεμήθηκε και στον Βορειοβιετναμέζο Λε Ντουκ Το —ο οποίος το αρνήθηκε— και για το οποίο δύο μέλη της επιτροπής που ήταν επιφορτισμένη με την απονομή του βραβείου παραιτήθηκαν.
Αναμενόμενα, είχε ερωτηθεί πολλές φορές αν μετάνιωνε για κάποιες από τις ενέργειες που είχε λάβει ή υποστήριξε. Σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC τον Ιούλιο του περασμένου έτους, απάντησε: «Όλη μου τη ζωή σκέφτομαι αυτά τα προβλήματα. Είναι τόσο το χόμπι μου όσο και η δουλειά μου. Οι συστάσεις που έδωσα ήταν οι καλύτερες που μπορούσα εκείνη την εποχή».
Πράγματι, μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Κίσινγκερ δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη για τις πράξεις του. Δεν εξέφρασε ποτέ κάποιο είδος συμπόνιας για όσους υπέφεραν από τις πολιτικές του – ή για όσους συνεχίζουν να υποφέρουν, όπως τα παιδιά στο Λάος, που ακόμη σκοτώνονται από βόμβες διασποράς που δεν είχαν εκραγεί. Μόνο τις δικαιολογούσε, καταδεικνύοντας τα οφέλη που απέφεραν για τις ΗΠΑ.
Ομολογουμένως, η παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ μέχρι και σήμερα φέρει σε ένα βαθμό την υπογραφή του Χένρι Κίσινγκερ. Ωστόσο, τα επιτεύγματά του «μάγου της διπλωματίας», από κάτω τους κρύβουν έναν τεράστιο σωρό από πτώματα – για τα οποία δεν λογοδότησε ποτέ.