«Από 26ης έως 29ης Αυγούστου 1943 εγένοντο διαρπαγαί και λεηλασίαι υπό των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής εις ευρείαν κλίμακα εις όλας σχεδόν τας οικίας και καταστήματα του ημετέρου χωρίου, αφού προηγουμένως εδόθη διαταγή απομακρύνσεως όλων των κατοίκων και απηγορεύθη εις τούτους η παραλαβή και μεταφορά τροφίμων και λοιπών ειδών.
Ότι πολύτιμον υπήρχεν εις τας οικίας και τα καταστήματα (είδη ρουχισμού, εμπορεύματος, τρόφιμα και λοιπά) διηρπάγησαν και μετεφέρθησαν δι’ αυτοκινήτων υπό μονάδος εδρευούσης εις Αλίαρτον.
Ούτω ελεηλατήθσαν (500) οικίαι και (15) καταστήματα. Μετά την ολοκληρωτικήν σχεδόν λεηλασίαν προέβησαν την 29ην Αυγούστου 1945 εις εμπρησμόν όλων ανεξαιρέτως των οικιών του χωρίου μετά των βοηθητικών χώρων, των καταστημάτων και αυτών εισέτι των Εκκλησιών».
Η αναφορά του τότε κοινοτάρχη του χωριού Θίσβη, προς την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού τον Μάιο 1974, ήταν αποκαλυπτική για την τραγωδία που υπέστη στο ηρωϊκό χωριό της Βοιωτίας, το ένα από τα τρία χωριά που υπέστησαν την ναζιστική θηριωδία.
Εκτός από την Θίσβη οι Γερμανοί κατακτητές και οι δοσίλογοι – πλιατσικολόγοι από την Σαλαμίνα που τους ακολουθούσαν, κατέκαψαν την Δομβραίνα και τα Χώστια.
Στο βιβλίο του Γιώργου Μαστροδήμου «Φύγετε γιατί έρχονται…», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ (παρουσιάστηκε στην Παλαιά Βουλή παρουσία του Βοιωτού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμου), παρατίθενται τα σχετικά στοιχεία με ντοκουμέντα και μαρτυρίες, καθώς και κείμενα για τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στην ζωή των κατοίκων των μαρτυρικών χωριών και το φαινόμενο του ναζισμού.
Τώρα παρουσιάζεται στον τόπο του, στην Θίσβη, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 80 χρόνων από το Ολοκαύτωμα των τριών χωριών, παράλληλα με την εκδήλωση μνήμης που διοργανώνουν ο Δήμος Θηβαίων και το Κέντρο Έρευνας και Μελέτης για τη Βοιωτία Διαχρονικά, την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου στις 10.30 στην κεντρική πλατεία.
Της εκδήλωσης θα ακολουθήσει η παρουσίαση του βιβλίου στο Μουσείο Σχολικής Ζωής της Θίσβης από τον ιστορικό Θανάση Χρήστου, τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιώργο Σιακαντάρη και την δικηγόρο Χριστίνα Σταμούλη (θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Λάμπρος Ρόδης).
«Ίσως η πάροδος των δεκαετιών καθιστά την έρευνα των γεγονότων της Κατοχής περισσότερο ψύχραιμη, τη ματιά μας περισσότερο καθαρή. Το στοιχείο αυτό μαζί με το αδιαπραγμάτευτο χρέος μνήμης και τιμής προς όσους υπέφεραν, μας επιφορτίζει με το καθήκον περαιτέρω έρευνας», αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο κ. Ιερώνυμος, ενώ στο κείμενο του Λάκη Σάντα επισημαίνεται ότι «για έναν Γερμανό υπαξιωματικό που πυροβόλησαν οι αντάρτες έξω από την Δομβραίνα, κάτι που δεν απεδείχθη ότι σκοτώθηκε, τα τρία όμορφα χωριά και τα δυο ιστορικά μοναστήρια της Μακαριώτισσας και του Οσίου Σεραφείμ, έγιναν παρανάλωμα, και έντεκα πατριώτες εκτελέστηκαν, μεταξύ τους και ο Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Αγγέλου, ένας ταπεινός λευίτης».
Οι «Αρχές Κατοχής» στην προκήρυξή τους που εκδόθηκε στις 31 Αυγούστου 1943 σημείωναν με ανατριχιαστική ωμότητα: «Τα χωριά Χώστια, Κακόσι (σ.σ. Θίσβη) και Δόμβραινα δεν υπάρχουν πια! Ο πληθυσμός τα έχει εκκενώσει, τα έχει εγκαταλείψει. Ο πόλεμος έφερε την ανάγκη και τη δυστυχία. Γιατί; Διότι τα παραπάνω χωριά υποστήριξαν τους αντάρτες και συνεργάστηκαν μαζί τους. Τα γερμανικά όπλα έχουν τον λόγον. Οι αντάρτες, μόλις αντικρύσουν τα πυροβόλα μας, το βάζουν στα πόδια. Για σκεφτήτε καλά! Διακόψτε τις σχέσεις σας με τους αντάρτες. Κλίστε γι’ αυτούς τα σπίτια σας.
Όταν μαθαίνετε, ότι κάπου υπάρχουν αντάρτες, να το αναφέρετε αμέσως στα γερμανικά στρατεύματα. Λέγετε στους αντάρτες να καταθέσουν τα όπλα. Θα το κάνετε αυτό; Τότε θα ζήσωμεν μαζί σας ειρηνικά. Δεν θα το κάνετε; Τότε θα αναγκασθήτε να αφήσετε τα σπίτια σας και τα χωριά σας να καταστραφούν».
Τέσσερα 24ωρα πριν, στις 27 Αυγούστου, 2.000 Γερμανοί στρατιώτες με 15 τεθωρακισμένα και 70 φορτηγά αυτοκίνητα ακολουθούμενοι από δοσιλόγους εξαπέλυαν την βάρβαρη και καταστροφική επίθεσή τους, προσθέτοντας άλλα τρία χωριά στον μακάβρια λίστα των μαρτυρικών τόπων της χώρας που υπέστησαν την ναζιστική κτηνωδία.