Η εκδήλωση ενός φαινόμενου συνδέεται με αιτίες, οι οποίες πολλές φορές είναι άσχετες μεταξύ τους.
Από τον κανόνα δεν εξαιρείται η αποχή, το ύψος της οποίας αυξάνεται από εκλογική διαδικασία σε εκλογική διαδικασία.
Προϊόντος του χρόνου, οι συμπολίτες μας που απέχουν από τις κάλπες γίνονται όλο και περισσότεροι. Είτε από αδιαφορία. Είτε επειδή με αυτόν τον τρόπο εκδηλώνουν την απογοήτευσή τους. Αλλά και είτε επειδή αδυνατούν να ανταποκριθούν την ημέρα των εκλογών στο δημοκρατικό τους καθήκον και να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Η επιστολική ψήφος που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός δεν απαντά ασφαλώς σε όλες τις αιτίες που συνδέονται με την αποχή και εξηγούν το φαινόμενο.
Είναι ωστόσο ένα εργαλείο ανάσχεσης που έχει επιστρατευτεί σε πολλές Δημοκρατίες όχι μόνο για τον περιορισμό του φαινομένου της αποχής αλλά και επειδή μια Δημοκρατία οφείλει να εξασφαλίζει στους πολίτες της κάθε μέσο στην κατεύθυνση της καθολικότητας της ψήφου.
Δεν νοείται επομένως στη δική μας Δημοκρατία, κι ακόμη περισσότερο στον τόπο που γέννησε τη δημοκρατία, να συζητούμε ακόμη εάν θα ψηφίζουν οι συμπολίτες μας που ζουν στο εξωτερικό ή εάν θα διευκολύνονται εκείνοι που για εργασιακούς λόγους ή για λόγους υγείας αδυνατούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα με φυσική παρουσία.
Είναι αδιανόητο επίσης την Τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα να εκφράζονται φόβοι για νοθεία και αλλοίωση του αποτελέσματος ή γενικώς να γίνονται υποθέσεις που ανήκουν στη σφαίρα της ανοησίας.
Η καθιέρωση της επιστολικής ψήφου θα πρέπει συνεπώς να τύχει της στήριξης όλων των πολιτικών δυνάμεων. Οι ευρωεκλογές που, καλώς ή κακώς, θεωρούνται ένα είδος πρόβας των εθνικών εκλογών δεν θα πρέπει να είναι παρά μόνο η αρχή.