Η 1η Δεκεμβρίου του 1818 αναφέρεται ως η ημέρα που μυήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη Φιλική Εταιρεία. Ας ξεκινήσουμε όμως την αφήγησή μας από λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1806.
Την άνοιξη του 1806, ο Κολοκοτρώνης αφήνει την πατρίδα του, τον Μοριά, για τον ασφαλέστερο προορισμό κάθε Έλληνα που είχε σηκώσει τ’ άρματα κατά των Οθωμανών, τα Επτάνησα, που στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου είναι η καρδιά του ανυπότακτου ελληνισμού.
Εκεί ο Κολοκοτρώνης βρήκε την οικογένειά του και πλήθος παλαιών συντρόφων του, που όλοι τον είχαν για νεκρό.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 14.10.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γράφει ο Σπύρος Μελάς στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 14ης Οκτωβρίου 1930.
«Η κίνησι του ελληνισμού στα Επτάνησα ήταν δυνατή τούτο τον καιρό. Σουλιώτες και Μανιάτες και Μωραΐτες βούιζαν στους δρόμους με φορεσιές φανταχτερές των λόχων που υπηρετούσαν. Και κοντά σ’ αυτούς όλος ο κόσμος των ατάκτων: ‘Όλα τα στρατεύματα, γραφει ο Κολοκοτρώνης, τα καπετανάτα τα κλέφτικα της Ρούμελης είχαν καταφύγη στην Επτάνησα’»
Κουρσάρος και ταγματάρχης των Βρετανών
Αν και μακριά από τον Μοριά, ο Κολοκοτρώνης συνεχίζει την ένοπλη δράση του με κάθε τρόπο.
Καπετάνιος, της θάλασσας τώρα, ενός τουρκικού ελαφρού καταδρομικού που βρίσκεται στην κατοχή των Επτανήσιων «με τρία κατάρτια, δέκα κανόνια, τριανταεπτά ναύτες και ογδόντα πεζούς για μικρές αποβάσεις. Τώλεγαν ‘Άγιος Γεώργιος’».
Επιπλέον το 1819, Ο Κολοκοτρώνης φτάνει στον βαθμό του ταγματάρχη στο «ελληνικό ελαφρύ πεζικό» του αγγλικού στρατού, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Γάλλων.
«Στο νου του Κολοκοτρώνη, καρφώθηκε τότε η σωτήρια γνώμη ότι οι Έλληνες μόνο από τους Έλληνες έπρεπε να περιμένουν: ‘Είδα τότε ότι ό,τι κάμωμε θα το κάμωμε μονάχοι και δεν έχουμε ελπίδα καμιά από τους ξένους».
Όταν διαλύθηκε το σώμα αυτό, ο Κολοκοτρώνης παρέμεινε στη Ζάκυνθο. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην της οικογένειάς του, έγινε έμπορος.
Από το σπαθί στο κατάστιχο
«Όταν με τη διάλυσι των συνταγμάτων έσβυσε κάθε στρατιωτική ζωή στα Επτάνησα ο μόνος που δεν τά χασε και δεν έρριξε τη μύτη του και δε γύρεψε από κανέναν βοήθημα ήταν ο Κολοκοτρώνης. Άλλαξε με τη μεγαλείτερη ευκολία το σπαθί του πολεμάρχου με το κατάστιχο του εμπόρου. Σ’ αυτό δεν υπάρχουν δανειστές, αλλά μόνο χρεωφειλέτες. Μπορείτε να διαβάσετε: ‘Έις Ακοβίτην ισπανικά τάλληρα 100…Εις Θωμάν Παπανικολάου ατόκως 80 κολωνάτα…Εις Αντώνη Παληατζά φιλικώς και ατόκως 54 τάληρα’. Αυτό το ‘φιλικώς και ατόκως’ έρχεται και ξανάρχεται στους λογαριασμούς του. Οι φίλοι του είνε άπειροι.»
Όπως σημειώνει στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 22ας Οκτωβρίου 1930 ο Σπύρος Μελάς, τα χρόνια περνούσαν αλλά ο πόθος του Κολοκοτρώνη ήταν ένας και άσβεστος: «να τραβήξη το σπαθί για την Ελλάδα και μόνο γι’ αυτήν θέριευε, κάθε μέρα πιο ζωντανός κι ακράτητος, μέσα του. Με πόνο βαθύ σήκωνε συχνά τα μάτια κατά τα βουνά του Μωρηά και μουρμούριζε, αναστενάζοντας:
– Αχ, δε θα ξανάρθη το σεφέρι; – ο πόλεμος. Δε θ’ αντιλαλήση πάλι στις ράχες σας το ντουφέκι το Κολοκοτρωναίικο;
»Δεν απελπιζόταν όμως ποτέ. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά η πίστι του ήταν ακλόνητη, ότι μια μέρα θάστραφτε σ’ αυτά τα βουνά η ρομφαία της ελευθερίας. Αλλά πώς;»
Η απάντηση δόθηκε το φθινόπωρο του 1818. Ο Χρήστος «Αναγνώστης» Παπαγεωργίου, γνωστός ως Αναγνωσταράς, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης και ο Παναγιώτης Δημητρόπουλος, ήδη μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία φτάνουν στα Επτάνησα με αποστολή να μυήσουν νέα μέλη στη μυστική οργάνωση.
Η μύηση στη Φιλική Εταιρεία
«Το πρώτον που σκέφθηκαν ήτανε να μπάσουν στη φιλική τον Κολοκοτρώνη. Τούστειλαν πρόσκοπο τον Πάγκαλο. Ήταν αυτός που είχε μπάση τον Αναγνωσταρά, το 1804, στο ρωσσικό στρατό. (…) Ο Κολοκοτρώνης τον θυμότανε κάπως. Ξαφνιάστηκε όμως άμα τον είδε. Τον τράβηξε σ’ έναν εξοχικό περίπατο. Όταν άρχισε να του κάνη το συνηθισμένο ψάρεμα των αποστόλων, το προοίμιο στους κατηχούμενους, ο Κολοκοτρώνης τον έκοψε ανυπόμονα.
– Πες μου τα όλα, μίλα ξάστερα! Δεν ταιριάζουν σε μένα λόγια λοξα. Είναι χρόνια που προσμένω τέτοιο χαμπέρι.
»Του τα είπε όλα. Φως άστραψε μέσα του. Η ιδέα μιας πανελλήνιας συνωμοσίας, που να ενώνη πολιτικούς κι ιερωμένους, εμπόρους και ναυτικούς, οπλαρχηγούς και προεστούς -μιας συνωμοσίας που θα κτυπούσε από παντού και μ’ όλα τα μέσα τον τύραννο, με δυνάμεις ελληνικές χωρίς μάταιη ελπίδα για ξένη βοήθεια, του φαινότανε η μόνη σωτηρία. Γύρεψε αμέσως να ορκισθή.
– Εγώ, η φαμίλια μου, τ’ άρματά μου, το αίμα μου, ό,τι έχω είναι για την Ελλάδα»
Ο Σπύρος Μελάς περιγράφει την τελετή μύησης του Κολοκοτρώνη στη Φιλική Εταιρεία.
«Τράβηξαν κάτω από το κάστρο, το δρόμο της Μπόχαλης. Τριγυρισμένο από καρυδιές, εληές, φοινικιές, κυπαρίσσια, κυτρές και λεμονιές, ζωσμένο πρασινάδα και λουλούδια, ειν’ ένα εκκλησάκι: ο Αη – Γιώργης των Λατίνων. Δεν έχει καμμιά σχέσι με τους δυτικούς. Λατίνοι λεγόταν η φαμίλια που τώχτισε»
Αυτός ο Άη – Γιώργης ήταν το αγαπημένο εκκλησάκι του Κολοκοτρώνη και σ’ αυτό είχε βαφτίσει όσα από τα παιδιά του είχαν γεννηθεί στη Ζάκυνθο και εκεί είχε κάνει, με φίλους και συγγενείς πολλά γλέντια.
«Σ’ αυτό το εκκλησάκι, που είχε δεθή τόσο με την ιστορία της φαμίλιας του, της ξενητειάς του και των πόθων του για την Ελλάδα, τράβηξε ο Κολοκοτρώνης τον Πάγκαλο, για να δώση, μπροστά του το μεγάλον όρκον της φιλικής.
»Ο παπάς ήταν δικός τους. Ήταν ο Ηπειρώτης Άνθιμος Αργυρόπουλος. Βρισκόταν πρόσφυγας στη Ζάκυνθος, κατατρεγμένος από τον Αλή πασά».
Ο πάτερ- Άνθιμος είχε δείξει με κάθε τρόπο την πίστη του στην πατρίδα και το όραμα για τον αγώνα. Ο λόγος που είχε φύγει από την Ήπειρο, ήταν ότι είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του τον Μπότσαρη και τα παιδιά του, με αποτέλεσμα όταν αποκαλύφθηκε η πράξη του, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων να τον φυλακίσει. Είχε μείνει έγκλειστος για 18 χρόνια, ώσπου κατόρθωσε να αποδράσει και να διαφύγει στα Επτάνησα.
Η ανυπομονησία
«Δεν ήταν άνθρωπος να μην τούχουν εμπιστοσύνη. Αυτός, άλλωστε, ώρκιζε ύστερα όλους τους φιλικούς και κράταγε κανονικό αρχείο.
»Απάνω σ’ ένα σκεβρωμένο , παληό εικονισματάκι, με τρεις σβυσμένες μορφές, έβαλε το πλατύ, μεγάλο χέρι του ο ελευθερωτής των ραγιάδων, να ορκισθή.
»Είνε γονατιστός, σκυμμένος, μπροστά στο μεγαλείο του Κυρίου και της ιδέας. Το μισόφωτο της εκκλησίτσας εξαγνίζει τρεις μορφές. Κορμιά δεν υπάρχουν, ψυχές ιερουργούν.
»Μιά-μια ξαναγυρίζουν της φοβερές λέξεις του όρκου οι αντίλαλοι, απ’ όλες της γωνιές πούνε γεμάτες σκοτάδι και μυστήριο, της πολλαπλασιάζουν. Σα νάνε μπροστά όλα τα μαύρα πλήθη των ραγιάδων και να ορκίζωνται μαζί του.
»Έπειτα η φράσεις για την πατρίδα κόβονται από στεναγμούς κι αναφυλητά. Και τώρα σιωπή, βαθειά και κατανυκτική. Το μυστήριο έχει τελειώση».
Ο Κολοκοτρώνης, μετά τη μυήσή του, περιγράφεται ως άνθρωπος αλλαγμένος, που πότε γελάει και πετάει από τη χαρά του και πότε βυθίζεται σε περισυλλογή.
«Τον βλέπουν για πρώτη φορά, ύστερ’ από μήνες, να κυττάζη, να συγυρίζη τ’ άρματά του. Κατεβαίνει στο κατώι και κυττάζει μη λείπει τίποτα από τη σέλα του, την ωραία σέλα που χει από το σύνταγμα του δουκός της Υόρκης. Δεν είνε ήσυχος πια»
Όλα αυτά τα χρόνια στη Ζάκυνθο, ο Κολοκοτρώνης συνήθιζε να παρακολουθεί τα μαθήματα του δάσκαλου και ποιητή Αντώνιου Μαρτέλαου και του φιλοσόφου Νικόλαου Καλύβα, τώρα όμως πλέον είναι ανυπόμονος και πολλές φορές χάνει την ψυχραιμία του.
«Τώρα του φαίνεται ότι δε λένε τίποτα. Ονειρεύεται, ντουφέκι, σπαθί, μάχες, νίκες, θάνατο. Μια μέρα είνε στην τάξι του Καλύβα. Τον ακούει που κάνει μάθημα. Απάνω στην έδρα είν’ ένα χονδρό βιβλίο – μια πολύτιμη έκδοσι του Βολφ. Άξαφνα του φωνάζει:
– Τι τα μαθαίνεις αυτού τα παιδιά; Να ετούτο να τα μάθης!
»Και χύνεται στο βιβλίο και θέλει να σχίση τα φύλλα του και να δείξη σε δάσκαλο και παιδιά πώς φτιάνουν τα χαρτούτσα, τα φυσέκια της μπαρούτης για το ντουφέκι. Κι είδαν κι έπαθαν να γλυτώσουν το βιβλίο από τα χέρια του».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης λαμβάνει την εντολή από την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας να μυήσει νέα μέλη στα Επτάνησα αλλά και στον Μοριά μέσω δικών του έμπιστων προσώπων, αποστολή που φέρνει εις πέρας με ταχύτητα και ασφάλεια.
Η συνάντηση με τον Ιωάννη Καποδίστρια
Την άνοιξη του 1819, ύστερα από χρόνια απουσίας, ο Ιωάννης Καποδίστριας επιστρέφει για μικρό χρονικό διάστημα, στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κέρκυρα.
«Έσπευσεν, εκεί γράφει ο ίδιος, μ’ άκρα μελαγχολία, προς επαύξησιν των θλίψεών μου, ίνα με τιμήσωσι και μ’ επισκεφθώσιν, ως αρχαίον εν τη πολιορκία της Λευκάδος γνώριμον, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Βότσαρης και οι επιφανέστεροι άνδρες της Πελοποννήσου, της Ακαρνανίας και του Αρχιπελάγους, κυρίως όμως επί τη ελπίδι ν’ ακούσωσι παρ’ εμού ότι μετ’ ολίγον η Ρωσσία θα τους λάβη και πάλιν υπό την ισχυράν αυτής αιγίδα».
Ο Καποδίστριας ήταν κάθετος «ο τσάρος δεν έχει καμμία διάθεσι να τραβήξη σπαθί κατά της Τουρκίας, ούτε να ταράξη τις σχέσεις του με την Αγγλία. Θεωρεί τον εαυτό του ευτυχή πούδωσε την ειρήνη στην Ευρώπη και που μπορεί να τη διατηρεί. Ό,τι μπορεί να γίνει για σας, χωρίς πολεμικές περιπέτειες, θα γίνη»
Ο Κολοκοτρώνης δεν άκουσε κάτι που δεν γνώριζε. Συνέχισε τη μύηση νεών μελών στη Φιλική Εταιρεία. Αργότερα λαμβάνει το εξής μήνυμα:
Ο Υψηλάντης αρχηγός της Φιλικής
«Να συνδέσης με τον ιερό σύνδεσμο της φιλικής ομονοίας τους καπεταναίους, όπου γνωρίζεις, τους οποίους θέλεις συμβουλεύση να ετοιμασθούν εν ησυχία και ομονοία, δια να μην εννοήσουν παράκαιρα τα φρονήματά μας οι εχθροί του σταυρού και εις την πρώτην φωνήν της σάλπιγγός μας άμεσως ν’ ακολουθήσετε όλοι τα όρδινα του γενικού εφόρου, σεβαστού ανδρός Αλεξάνδρου Υψηλάντου»
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον έχρηζε υπεύθυνο συγκρότησης ενός ενιαίου στρατού καπεταναίων. Η ώρα για την ελευθερία δεν ήταν πλέον και τόσο μακριά.
«Η εθνική συνωμοσία έχει κεφάλι, έναν Έλληνα πρίγκηπα, στρατηγό και υπαστπιστή του τσάρου. Οι φιλικοί του νησιού πανηγυρίζουν. Μεγάλο γλέντι στην εξοχή. Ο Κολοκοτρώνης σέρνει το χόρό αγνάντια στα βουνά του Μωρηά. Ο Μαρτέλαος ενθουσιάζεται, αυτοσχεδιάζει και τραγουδάει δικά του τραγούδια.
»Σ’ άλλο γλέντι ο Κολοκοτρώνης κυττάζει, κατά τα πατροπαράδοτα, την πλάτη του αρνιού.
– Μπρέ παιδιά: Ο Θεός ξέρει που θα βρισκόμαστε του χρόνου!
– Εδώ πάλι, του λένε.
– Ο Θεός να δώση!
Δεν κρατιέται πια. Περιμένει, από στιγμή σε στιγμή, το μέγα σύνθημα».