Ο χρόνος κυλά για τη Μαρία και τον Τζο στο σύμπαν του Milky Way. Ενδεχομένως, πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήθελαν αυτή τη στιγμή που κάθε μέρα που περνά απειλεί το μεγάλο σχέδιο απόδρασης στην Αθήνα, όπου υπάρχει ελπίδα να γίνει η έκτρωση χωρίς να το μάθει ολόκληρη η μικρή, ασφυκτική τους πόλη. Με τη Μαρία να έχει σταματήσει να πηγαίνει σχολείο και την ολοκαίνουρια στρογγυλοφάναρη παλιατζούρα του Τζο, οι δυο τους γυρνούν από χωριό σε χωριό με τις μπανάνες τους – μιλάμε για τις απόλυτες θήκες για stuff ήδη από τη δεκαετία του ’90 – γεμάτες χόρτο και χρήμα.
Αλλά παρόλο που περνά χρήμα από τα χέρια τους πλέον καθημερινά, δεν φτάνει ως στις τσέπες τους. Κι αυτό είναι πρόβλημα. Μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, έρχεται η σφαλιάρα πως αυτή τη «δουλειά» στο τέλος της μέρας δεν κρύβει ένα ανακουφιστικό «χαλάλι». Ο Μπασίλ, ο φίλος του Τζο που τους έβαλε στο κόλπο, αποδεικνύεται ανάξιος εμπιστοσύνης, κρατώντας τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη, παρόλο που γνωρίζει το επείγον της κατάστασης της Μαρίας.
Σαν να μην έφτανε αυτό, κάθε επίσκεψη σε πελάτη κρύβει τις δικές της εκπλήξεις. Δεν ξέρουν ποτέ αν θα πέσουν σε μια ημίτρελη αλλά πλούσια γόνο με αυτοκτονικές τάσεις, που έχει ως άπιαστο όνειρο να κάνει καριέρα τραγουδώντας Τζένη Βάνου, και μια ημιθανή, γυμνή μητριά στο background, ή αν θα βρεθούν ανάμεσα σε τίποτα λιγούρια που δεν σκαμπάζουν από συναίνεση. Μοναδική εξαίρεση στα διάφορα περιστατικά που συναντούν στο διάβα τους, μία γυναίκα που καπνίζει χόρτο για να αντέχει τους πόνους του καρκίνου. Κι όμως, αυτή η γυναίκα αυτοσαρκάζεται και μιλά για γυναικεία αυτοδιάθεση. Μετά την Ελένη Φουρέιρα, η Τόνια Σωτηροπούλου έρχεται σαν από μηχανής θεά να υπενθυμίσει στη Μαρία πως η ζωή της είναι δική της.
Η Μαρία, που πλέον ξέρουμε πως όλα όσα συμβαίνουν τα μεταφράζει με όρους αστροφυσικής, χρησιμοποιώντας μεταφορές και παρομοιώσεις διαστημικές, ανασύρει σε αυτό το επεισόδιο από τη μνήμη της πώς απέκτησε αυτό το πάθος με τα αστέρια και τους γαλαξίες. Μαθαίνουμε πως όταν ήταν μικρή, ο μπαμπάς της την πήρε από το χέρι, την έντυσε αστροναύτη με μια αυτοσχέδια στολή και της έμαθε όλα όσα ήξερε για το διάστημα. Και σε αυτή τη δύσκολη στιγμή που παλεύει να βρει τη δύναμη να είναι η εαυτή της πιο πολύ από ποτέ, η Μαρία στρέφει το βλέμμα προς τον πλανήτη Αφροδίτη, τον πιο εξεγερμένο όλων, που περιστρέφεται ανάποδα και φωτίζει τον δρόμο της 17χρονης πρωταγωνίστριας.
Εντωμεταξύ, ο Τάσος συνεχίζει κι αυτός να «μάχεται» για χρήμα. Όμως, μετά από ένα νικητήριο σερί, έρχεται η ώρα που, αν θέλει να κερδίσει, πρέπει να χάσει. Αυτό δεν είναι πρόβλημα για τον Τάσο. Άλλο είναι. Το πρόβλημα του ακούει στο όνομα Τζο. Ο 27χρονος μέλλων πατέρας μαθαίνει από τον πατέρα της, Γιώργο, πως η Μαρία περνά τώρα τελευταία πολύ χρόνο με τον Τζο και αμέσως κυριεύεται από φθόνο. Αισθάνεται απειλή γιατί στο μυαλό του Τάσου – και όχι μόνο – όταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι κάνουν παρέα σίγουρα κάτι τρέχει.
Το ξέσπασμά του σκάει βίαια πάνω στη Μαρία, η οποία φαίνεται πια να τον αποφεύγει ξεκάθαρα. Ο Τάσος ξερνά πάνω της όλη την τοξική αρρενωπότητα με την οποία γαλουχήθηκε από μωρό παιδί. Η Μαρία απειλεί να του γκρεμίσει το καινούριο του όνειρο: να γίνει πατριάρχης με τα όλα του. Η αλήθεια είναι ότι το η Μαρία έχει πάρει τις αποφάσεις της καιρό τώρα, αλλά αυτή εδώ είναι μάλλον για τον Τάσο η στιγμή που αρχίζει να το βλέπει. Και, φυσικά, χάνει τον έλεγχο. Τον χάνει κυριολεκτικά και τον χάνει στο ρινγκ (που εδώ δεν είναι ακριβώς ρινγκ, για την ακρίβεια είναι ένα παλιό κοντέινερ). Παραβαίνει τη συμφωνία κι αντί να χάσει, φλιπάρει και οριακά σκοτώνει τον αντίπαλό του στο ξύλο.
Το 5ο επεισόδιο του Milky Way δεν έχει έναν μόνο, αλλά δύο καλοθελητές με μεγάλο στόμα. Τα πάντα είναι κάρμα όμως και τον Γιώργο, που φρόντισε να ενημερώσει τον Τάσο για τον Τζο, καρφώνει ο προϊστάμενος της Ελένης, ο Μάκης. Τρέφοντας αισθήματα για εκείνη, όταν βλέπει για πρώτη φορά τον άντρα της με μια άλλη γυναίκα να τρώνε στο μαγειρείο, ρωτά τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού να μάθει όσα περισσότερα μπορεί. Κι ύστερα, φυσικά, τρέχει να τα προλάβει στην Ελένη, φροντίζοντας να σκαρώσει και λίγο την αλήθεια προς την κατεύθυνση που θέλει. Ωστόσο, η Ελένη για ακόμα μια φορά αποφεύγει να μιλήσει ανοιχτά στον Γιώργο, αφήνοντας το αβυσσαλέο πια χάσμα ανάμεσά τους αγεφύρωτο.
Άφησα για το τέλος την αρχή κι όχι τυχαία. Όσο καταιγιστικές και να είναι πια εξελίξεις στις ζωές της Μαρίας, του Τζο ή του Τάσου, η δυνατότερη σκηνή του επεισοδίου δεν είναι άλλη από εκείνη που βρίσκει τον Γιώργο και την δασκάλα του, Όλγα, να δειπνούν στο μαγειρείο και να μοιράζονται, εκτός από ένα πιάτο φαγητό, και την αλήθεια τους. Ο Γιώργος της λέει για το εργατικό ατύχημα που είχε και όλα όσα ακολούθησαν. Της μιλά με μεγάλη θλίψη για το πώς έφτασε να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να μοιραστεί τίποτα με την γυναίκα του γιατί είναι σίγουρος πως δεν θα τον καταλάβει.
Η Όλγα, με τη σειρά της, του λέει πως παλεύει με μια αγχώδη διαταραχή που μπορεί να μετατρέπει μερικές από τις πιο απλές και καθημερινές δραστηριότητες ενός ανθρώπου σε πηγές φόβου και αγωνίας. Με καθαρότητα και μια ησυχία, ο Βασίλης Κεκάτος γράφει έναν μικρό αλλά απόλυτα περιεκτικό μονόλογο που παίρνει τους θεατές από το χέρι και βήμα βήμα τους ξεναγεί στον κόσμο ενός ανθρώπου που ζει με μια τέτοια διαταραχή. Δίνει ένα απόλυτα ειλικρινές παράδειγμα της αλληλουχίας των σκέψεων που κατακλύζουν εκείνη τη στιγμή το μυαλό αυτού του ανθρώπου έως ότου τελικά τεθεί και το σώμα του εκτός ελέγχου. Και κλείνει με ένα νεύμα της Όλγας προς τον Γιώργο – και το κοινό – που μαρτυρά ότι κατανοεί και συμμερίζεται.