Αυτή την περίοδο του χρόνου, για άλλη μια φορά η παγκόσμια συζήτηση περιστρέφεται στο περιβάλλον. Η Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή ξεκινά την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου στο Ντουμπάι – χωρίς φυσικά κανείς να ελπίζει σε ένα θετικό αποτέλεσμα.

Πέρα από την ειρωνεία του να γίνεται συζήτηση για το περιβάλλον στην πίσω αυλή των πετρελαιάδων – σαν να κάνεις συνέδριο των Ανώνυμων Αλκοολικών σε μπυραρία -, όλοι και όλες λίγο πολύ ξέρουμε ότι θα ακουστούν τα γνωστά ευχολόγια, οι μεγάλοι του κόσμου θα σκύψουν (δήθεν) πάνω από τα προβλήματα των μικρών (όσο τους επιτρέψουν τα μεγάλα συμφέροντα των εταιρειών ρυπαντών) και θα περιοριστούν σε ένα γενικόλογο συμπέρασμα με την επισήμανση ότι καλό θα ήταν να μην ψήσουμε τον πλανήτη και να δώσουμε λίγο παραπάνω σημασία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Και σε αυτό ακριβώς στο σημείο ομολογώ ότι κι εγώ δεν πρόκειται να μιλήσω για το περιβάλλον, παρότι ήθελα να πω δυο λόγια για τη μεγαλύτερη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας στον πλανήτη. Κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτή είναι το μαύρο χιούμορ.

Διότι αν έχεις απαλλαγεί από το βάρος της μεταφυσικής ερμηνείας της ύπαρξής σου κι όταν έχεις συνειδητοποιήσει τη χοϊκότητα τη δική σου και – ακόμη χειρότερα – όσων αγαπάς και εκτιμάς, τότε η μόνη απάντηση σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι προς το θάνατο είναι το χιούμορ, και δη το μαύρο, αν και πολλές πηγές αναφέρουν ότι δεν βγαίνει σε άλλο χρώμα.

Ο λόγος που το εντάσσω στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι προφανής. Η μαύρη κωμωδία, αυτή που τρέφεται από την ατυχία, τη δυστυχία, τον θάνατο, πώς είναι δυνατό να στερέψει; Ο ανίκητος χρόνος, τα αναπότρεπτα λάθη μας, οι δυσάρεστες συμπτώσεις θα είναι πάντα εκεί να προσφέρουν μια μεγαλειώδη παράσταση, όπου το μόνο σίγουρο κομμάτι είναι το μοναχικό φινάλε (άντε και η φορολογία).

Αλλά δεν παύει να είναι πηγή ενέργειας, ας μην ξεχνιόμαστε, ας μην μαυρίζουμε τις ψυχές μας, χωρίς λόγο. Διότι, αυτό είναι το μεγαλείο της μαύρης κωμωδίας, η ειρωνεία του πράγματος. Συνειδητοποιώντας ότι η τραγωδία είναι αναπόφευκτη, η μόνη λύση είναι να παίξεις την παράσταση όσο μπορείς καλύτερα. Οταν μάθεις, σε μικρή ή μεγαλύτερη ηλικία, ότι ο θάνατος είναι η μόνη βεβαιότητα, τι καλύτερο κίνητρο έχεις για να ζήσεις όσο το δυνατόν καλύτερα. Αν δεν είναι αυτό ειρωνικό τι είναι;

Και δεν είναι μόνο ειρωνικό, είναι μία απόδειξη δύναμης: Αν μπορώ να κάνω χιούμορ στο σενάριο του θανάτου, τότε μπορώ να κάνω χιούμορ παντού. Το μαύρο χιούμορ μπορεί να μην προκαλέσει πηγαίο γέλιο, για την ακρίβεια είναι πιο πιθανό να προξενήσει κάποιο αμήχανο χαμόγελο. Ο σκοπός του δεν είναι το γέλιο, σκοπός του είναι η αίσθηση της ανωτερότητας μπροστά σε μία αδιέξοδη κατάσταση.

Ενας μελετητής της ανθρώπινης ύπαρξης και μετρ του μαύρου χιούμορ (αν και είναι πολύ άδικο να τον περιορίσουμε σε αυτές τις δύο ιδιότητες), ο Κερτ Βόνεγκατ (1922-2007), στο βιβλίο του «Ανθρωπος χωρίς πατρίδα» (2006, εκδ. Πατάκη, μτφρ. Θανάσης Γιαννακόπουλος) τελείωνε το πρώτο του δοκίμιο με την εξής παράγραφο:

Οταν μας βομβάρδιζαν στη Δρέσδη και ήμασταν σε ένα υπόγειο με τα χέρια πάνω από τα κεφάλια μας για την περίπτωση που θα έπεφτε η οροφή, ένας στρατιώτης, λες και ήταν δούκισσα που καθόταν στην έπαυλή της μια κρύα βροχερή νύχτα, είπε: «Αναρωτιέμαι, μια νύχτα σαν την αποψινή, πώς να τα φέρνουν βόλτα οι φτωχοί;». Κανένας δεν γέλασε, κι όμως ήμασταν χαρούμενοι που το είπε. Τουλάχιστον ήμασταν ακόμη ζωντανοί! Εκείνος το απέδειξε.

Ισως αυτό να χρειάζεται κι η Διάσκεψη του Ντουμπάι. Εναν σύνεδρο που να σηκωθεί και να πει: Αναρωτιέμαι σε έναν πλανήτη σαν κι αυτόν, πώς να τα φέρνουν βόλτα οι φτωχοί;

Το άσχημο είναι όμως ότι στο Ντουμπάι μπορεί και να γελάσουν…