Το νέο κεφάλαιο που γράφεται στην υπόθεση της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι χωρίς αμφιβολία ασυνήθιστο και ως τέτοιο κομβικής σημασίας.
Πρωταγωνίστησαν δυο πρωθυπουργοί – ή μάλλον ο πολιτικός ακτιβισμός του ενός και η καινοφανής αντίδραση του άλλου. Αλλά αυτή δεν ήταν μόνο η αρχή. Διότι δεν ήταν τόσο ο συνδυασμός των δυο κινήσεων που έφερε το ζήτημα στον αφρό της επικαιρότητας, όσο αυτό που ακολούθησε στη συνέχεια: Ο μεν έλληνας πρωθυπουργός εξέφρασε την έντονη ενόχλησή του για την ακύρωση της συνάντησης, ο δε βρετανός ομόλογός του έγινε στόχος πολλαπλών επικρίσεων στο εσωτερικό της χώρας του.
Η βρετανική κοινή γνώμη αποδοκίμασε την κίνηση του βρετανού ηγέτη, ενώ εξίσου αρνητικός στην κρίση του ήταν και ο βρετανικός Τύπος. Το δε Βρετανικό Μουσείο φέρεται διατεθειμένο να συνεχίσει να συνομιλεί με την Αθήνα στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας φόρμουλας για την επανένωση των Γλυπτών, την οποία οι βρετανοί Εργατικοί δηλώνουν πρόθυμοι να στηρίξουν όταν αναλάβουν την εξουσία.
Όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούν ένα momentum για την επανένωση, μοναδικό στην ιστορία της διεκδίκησης των Γλυπτών. Της οποίας η συνέχεια θα πρέπει να γραφτεί σε σαφώς χαμηλότερους τόνους και με γνώμονα τις ευαισθησίες των δυο πλευρών. Μέχρι να γραφτεί το τέλος της ιστορίας. Αίσιο για την ελληνική πλευρά. Αλλά και ως happy end για τους Βρετανούς.