Ένα σχεδόν ακατάληπτο «δεν είναι Σερβία εδώ» που εκστόμιζε ο εξοργισμένος Μαρκ Φιου όταν έστελνε τον Φίλιπ Πετρούσεφ εκτός προπόνησης θα γινόταν το αόρατο δάχτυλο που θα γυρνούσε τον διακόπτη από το off στο on. Το μυαλό του 18χρονου Σέρβου είχε μόλις πλημμυρίσει με άπλετο φως. Και πείσμα.
«Κάτσε έξω και γύρνα όταν είσαι έτοιμος», κραύγαζε επίσης ο αυστηρός προπονητής στον πρωτοετή ψηλό, ο οποίος στο Gonzaga ήλπιζε να βρει τον κατάλληλο μπασκετικό δίαυλο μετάβασης από τον ερασιτεχνισμό στον επαγγελματισμό.
«Δεν μπορείς να φοβάσαι κανέναν. Αυτοί θα πρέπει να σε φοβούνται», θα έλεγε εν τέλει στον εαυτό του ο νέος πλέον παίκτης του Ολυμπιακού, έχοντας από τις πρώτες προπονήσεις του στο φημισμένο κολέγιο της πολιτείας Ουάσιγκτον αντιληφθεί πως τίποτα δεν πρόκειται να του χαριστεί αβίαστα κι απλόχερα. Αντιθέτως θα έπρεπε να αναθεωρήσει πολλά εξ όσων είχε διδαχθεί ή συνηθίσει να κάνει μέχρι τότε στο παρκέ.
Ο Πετρούσεφ είχε καταλήξει πως το πρόγραμμα του Gonzaga, ως αυτό που εξέλισσε περισσότερο μη γηγενείς παίκτες, ήταν εκείνο που του ταίριαζε περισσότερο από του Hartford, με το οποίο είχε αρχικά δεσμευτεί για τη στιγμή που θα φύγει από το λύκειο.
Κατάλαβε παρόλα αυτά από νωρίς πως τη θέση του όφειλε να τη διεκδικήσει με όλες τις δυνάμεις του – δεν ήταν όσο καπαρωμένη πίστευε. Αναγκαστικά δηλαδή έπρεπε να μεταβάλει σε μεγάλο βαθμό μάλιστα τον τρόπο σκέψης του για το μπάσκετ.
Αλλιώς είχε συνηθίσει
Ο Πετρούσεφ είχε μάθει να παίζει πολύ στην περιφέρεια, να τρέχει και να σουτάρει χωρίς δισταγμό στο ανοικτό γήπεδο του τρανζίσιον. Τόσο στο Avon Old Farms του Κονέκτικατ όσο και στη Montverde Academy της Φλόριντα, ο τρόπος που δούλευε και τον δούλευαν παρέπεμπε σε τεσσαρο-πεντάρι κι όχι σε πενταρο-τεσσάρι. Τις προσπάθειές του τις άρχιζε απ’ έξω προς τα μέσα (είτε εκτελώντας είτε παίζοντας πικ εν ρολ) και δεν «κατασκήνωνε» στο ζωγραφιστό ως παραδοσιακός σέντερ.
Ο κόουτς Φιου απαιτούσε να γίνει κατά βάση ένας ψηλός ρακέτας που θα παίζει πάρα πολύ στο ποστ και θα μπαίνει σε όλες τις μάχες σώμα με σώμα. Ως λεπτοκαμωμένος, σε αυτό το κομμάτι ήταν ανεπαρκής. Γι’ αυτό και ο επί σειρά ετών προπονητής του Gonzaga ήθελε από τον μικρό να βάλει πάνω του μάζα και μυϊκή δύναμη προκειμένου ν’ ανταγωνίζεται τα υπόλοιπα, πιο γυμνασμένα, κορμιά των Bulldogs (Μπράντον Κλαρκ, Ρούι Χατσιμούρα, Κιλιάν Τιλί).
Ο Πετρούσεφ δεν ήθελε ακριβώς να υπακούσει και να συμβιβαστεί σ’ ένα άλλο στιλ, αλλά αποφασισμένος να καταφέρει κάτι μεγάλο αποφάσισε να δημιουργήσει ο ίδιος τις συνθήκες για να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα. «Όταν μου είπε όλα αυτά, έβαλα στο μυαλό μου πως ‘εντάξει, τώρα είμαι ένας ‘baaaad m@therf@@@r’», θα εκμυστηρευόταν αργότερα σε συνέντευξή του περιγράφοντας τη δύσκολη συνθήκη.
«Επέστρεψε στο γήπεδο και ισοπέδωσε τους πάντες», είχε περιγράψει ένας εκ των συμπαικτών του. «Δεν ήταν ποτέ ο τύπος που θα κάνει πίσω». Πατώντας ξανά στο παρκέ, ο Σέρβος εξέπληξε τους πάντες με τη μαχητικότητα που απέδειξε. Σαν να είχε μεταμορφωθεί ή να ‘χε βάλει μια στολή υπερήρωα. Ψηλό ρακέτας ήθελαν, τέτοιος θα γινόταν για ν’ ανοίξει τον δρόμο του.
Ο παππούς Γκούτε και η Μπασκόνια
Ο Πετρούσεφ ήταν ανέκαθεν δεκτικός στα «πειράματα». Μόλις 14ων ήταν όταν άφησε το Βελιγράδι για να μετακομίσει στη Βιτόρια και να ενταχθεί στα τμήματα υποδομής της Μπασκόνια προκειμένου να χωρέσει σ’ ένα διαφορετικό καλούπι.
Μέχρι τότε πολλά τα όφειλε στον παππού του, Γκούτε. Αυτόν που είχε αναλάβει να τον πηγαινοφέρνει στις προπονήσεις. Τον αγαπούσε πολύ και τον πρόσεχε σαν φυλαχτό. Τα συναισθήματα ήταν φυσικά αμοιβαία και αμφίδρομα.
«Χωρίς τον παππού μου δεν θα είχα καταφέρει τίποτα», έχει παραδεχθεί. Ήταν ένας άνδρας με πολλές αντοχές ο πατέρας του μπαμπά του που ποτέ δεν έλεγε όχι όταν ο μικρός του ζητούσε χάρη. Πετρουσέφσκι ήταν το επώνυμό του, αλλά απ’ όταν άφησε τη (σημερινή) Βόρεια Μακεδονία κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βελιγράδι για ένα νέο κεφάλαιο ζωής το άλλαξε σε Πετρούσεφ.
«Εγώ είμαι η δεύτερη γενιά που γεννήθηκε στη Σερβία», ομολογούσε ο Φιλίπ περιγράφοντας το γενεαλογικό δέντρο του.
Αυτός κι ο αδερφός του Ντάβιντ με τον οποίο έκανε τα πάντα μαζί. Από τα αυτοσχέδια «man to man» στην αυλή του πατρικού τους, ο ένας ως Ντιρκ Νοβίτσκι κι ο άλλος (κοντύτερος) ως Κόμπι Μπράιαντ, μέχρι την Ισπανία και τις ΗΠΑ.
Μεγαλώνοντας σαν Βάσκος
Γονείς των δύο αγοριών ο Ντέγιαν και η Σόνια. Αυτοί ήταν που συναίνεσαν προκειμένου ο Φίλιπ (πριν από τον μικρότερο Ντάβιντ) ν’ αφήσει την οικογενειακή εστία, να μπει στο αεροπλάνο για τη Χώρα των Βάσκων και να εγκατασταθεί σ’ ένα διαμέρισμα με άλλα παιδιά από διάφορους τόπους, εντός ή εκτός συνόρων, που ανήκαν επίσης στα αναπτυξιακά κλιμάκια της Μπασκόνια. Τα πρόσεχαν δύο γυναίκες με εμπειρία στη διαχείριση εφήβων.
«Μας άρεσε όλο το σύνολο που είδαμε εκείνο το καλοκαίρι που μας φιλοξένησαν και προσομοίωσαν την εργάσιμη ημέρα του Φίλιπ», είχε αναφέρει ο μπαμπάς Ντέγιαν. Στη Βιτόρια, τα «αυτοκόλλητα» αδέρφια πήγαν σε ένα πρότυπο ιδιωτικό σχολείο, έμαθαν γρήγορα τα ισπανικά και είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν ανεμπόδιστα τα μαθήματά τους. Οι γονείς τα επισκέπτονταν συχνά, μια φορά τον μήνα τουλάχιστον.
Hablamos con Filip Petrusev antes de que participe este fin de semana en Treviso en el Adidas Next Generation. pic.twitter.com/dU8k5OyQsx
— Baskonia (@Baskonia) June 6, 2016
Παράλληλα η συνύπαρξη του Πετρούσεφ με τον προπονητή ατομικής βελτίωσης Ινιάκι Ινιάρτε στη Saski τον βοήθησε πολύ να χτίσει το μπασκετικό προφίλ του. Ήταν ο άνθρωπος που είχε βελτιώσει τόσο τον Σκόλα όσο και τον Ιμπάκα, φροντίζοντας να τους πλάσει τόσο αγωνιστικά (footwork, τελειώματα) όσο και πνευματικά. Ανάλογα έπραξε με τον Πετρούσεφ, τον οποίο πίστεψε πολύ από το ξεκίνημα.
Αμερικανική παιδεία
Μόλις συμπληρώθηκε μια διετία από την άφιξη του έφηβου Σέρβου στη Βιτόρια, η οικογένειά του βρέθηκε μπροστά σε ακόμη ένα δίλημμα: το επαγγελματικό συμβόλαιο και μια πρόωρη ένταξη στο ανδρικό τμήμα της ισπανικής ομάδας ή την παράλληλη δράση μπάσκετ-σχολείο και τούμπαλιν.
«Αν καθοδηγούμασταν από τα χρήματα και τα κέρδη, θα μπορούσε να έχει υπογράψει ένα πολύ καλό συμβόλαιο», έλεγε ο πατέρας του εξηγώντας πως άλλα πράγματα έμπαιναν σε προτεραιότητα όταν η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το τραπέζι των αποφάσεων. Βοήθησε φυσικά το γεγονός πως η οικογένεια Πετρούσεφ μπορούσε να στηρίξει οικονομικά ορισμένα έξοδα που δεν θ’ ανάγκαζαν τον «κανακάρη» τους να ξεστρατίσει από νωρίς.
Καταλάβαιναν ποιος είναι ο δρόμος του, μα σκόπευαν η μετάβαση να μην αλλοιώσει τον γιο τους και τον χαρακτήρα του. Φρόντιζαν να παραμένει συγκροτημένος και να κάνει σίγουρα βήματα, όχι άλματα στο κενό. Άλλωστε «η οικογένεια και οι γονείς πρέπει να αποτελούν παράδειγμα για τα παιδιά».
Γι’ αυτό κι εκ των υστέρων ο Ντέγιαν Πετρούσεφ έλεγε, αναφερόμενος στους δύο γιους του, πως «χαιρόμαστε πολύ για το γεγονός πως αν πολύ νέοι έχουν ωριμάσει και βαδίζουν προς τους στόχους τους».
Ήταν η εποχή που ο Φίλιπ έψαχνε το κατάλληλο περιβάλλον για να συνδυάσει το μπάσκετ με τα μαθήματα. Αφότου διέβη οριστικά τον Ατλαντικό, το νερό άρχισε να κυλά τον μύλο της ατομικής εξέλιξης και προόδου. Δεν είναι ψέμα πως η αμερικανική νοοτροπία, ιδίως στο μπάσκετ, τον δυσκόλεψε κάμποσο. Κουβαλούσε μάλιστα κι έναν τραυματισμό στην αφετηρία της χρονιάς.
«Υπήρχαν 20-30 προσφορές από καλά πανεπιστήμια»
Πολύ γρήγορα πάντως, και παρακολουθώντας τα πράγματα από μικρή απόσταση, αφομοιώθηκε και ενστερνίστηκε έναν τρόπο σκέψης που στην πορεία τον λάτρεψε.
Η αλλαγή σχολείου στη διάρκεια των λυκειακών χρόνων ευνόησε την προσπάθεια να προβάλει τι μπορεί να καταφέρει, καθώς όσοι παρακολουθούσαν τον Αρ Τζέι Μπάρετ έβλεπαν ταυτόχρονα και τον ίδιο. Οι υποτροφίες άρχισαν να πέφτουν η μία μετά την άλλη.
«Υπήρχαν 20-30 προσφορές από καλά πανεπιστήμια. Αρχικά φιλτράραμε δέκα και μετά τα μειώσαμε σε πέντε, κάνοντας επίσημες επισκέψεις για την παρουσίαση σε γονείς και μαθητές», έλεγε ο μπαμπάς Πετρούσεφ. Έως ότου έγινε η «εγγραφή» στο Gonzaga – του Hall of Famer Τζον Στόκτον.
Κι αν το ξεκίνημα στην άλλη πλευρά της χώρας ήταν αρκετά περίπλοκο ως σκληρό κι επίπονο για την ψυχοσύνθεση του νεαρού, το μέλλον δικαίωσε την επιλογή. Η δεύτερη σεζόν, κι αφού οι βασικοί ψηλοί είχαν κάνει το βήμα για το NBA, ο Φίλιπ Πετρούσεφ απέκτησε ακριβώς τον ρόλο που επιθυμούσε.
Μαζί και μια αυτοπεποίθηση που πήγαζε από τις εμφανίσεις του.
Χάρη στους 17.5 πόντους και στα 7.9 ριμπάουντ ανά αγώνα επιλέχθηκε στην τρίτη καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος και μαζί «Παίκτης της Χρονιάς» στην Περιφέρεια της Δυτικής Ακτής παίζοντας στην ομάδα που δεν έχανε από κανέναν κι έδειχνε φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου πριν από τη διακοπή λόγω κορονοϊού.
Ο Ραζνάτοβιτς άρπαξε την ευκαιρία, ο Αταμάν την προσπέρασε
Η αβεβαιότητα που αναγκαστικά κυριαρχούσε στις ΗΠΑ και το γεγονός πως ο Πετρούσεφ ένιωθε πως είχε πια αγγίξει το ταβάνι στο Gonzaga, θεωρώντας πως δεν είχε να του προσφέρει κάτι παραπάνω το τεχνικό επιτελείο και η φοίτηση, αναμείχθηκαν προς όφελος του πάντα δαιμόνιου Μίσκο Ραζνάνοβιτς. Ο φημισμένος ατζέντης έπεισε τον νεαρό ψηλό να επιστρέψει στο Βελιγράδι και ως το αστέρι στο έμψυχο δυναμικό της Μέγκα να διεκδικήσει από εκεί την είσοδό του στο NBA, που ήταν πάντα το μεγάλο όνειρό του.
Το γεγονός και μόνο πως ο Νίκολα Γιόκιτς είχε προκύψει από το ίδιο πρόγραμμα ήταν ένα πειστήριο με σφραγίδα γνησιότητας.
Σ’ ένα γνώριμο σκηνικό, δεδομένου ότι τριγυρνούσε στις παλιές γειτονιές του κι έβλεπε διαρκώς ανθρώπους που γνώριζε, ήταν πολύ εφικτό για τον Σέρβο να λάμψει και να φύγει για την πρωταθλήτρια Ευρώπης Εφές ως ο Πολυτιμότερος Παίκτης της Αδριατικής Λίγκας.
Θεωρητικά αυτό ήταν ένα ιδανικό περιβάλλον μετάβασης στο επόμενο επίπεδο. Ο τρόπος δουλειάς και η φιλοσοφία του Εργκίν Αταμάν κούμπωναν με το δικό του mindset. Απλώς δεν αποδείχθηκαν όλα ιδανικά κι ο Τούρκος προπονητής, που πολλή υπομονή δεν έχει μ’ όσους δεν εφαρμόζουν πιστά τις εντολές του, σταδιακά τον παραγκώνισε.
Εκ των υστέρων ο Αταμάν μιλούσε για ένα «λανθασμένο ρίσκο» προτού ο Πετρούσεφ εκφράσει το παράπονό του για το γεγονός πως ο χρόνος συμμετοχής του μειώθηκε απότομα δίχως αιτιολογία, λέγοντας ότι «θα ήταν αδύνατο να προσφέρω όσο δεν έπαιζα». Έφυγε μεν με τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης, αλλά με λιγότερα από δέκα λεπτά συμμετοχής (9:18) ανά ματς δεν πήρε ποτέ αυτό που έψαχνε.
Ο Ερυθρός Αστέρας και το NBA
Αντιθέτως ο Πετρούσεφ θα αποδείκνυε, ως μέλος του Ερυθρού Αστέρα πια, πως όπου συναντά εμπιστοσύνη απλώνει στο παρκέ το περίσσιο ταλέντο του. Με 10.7 πόντους (60% δίποντα, 35% τρίποντα) και 5.2 ριμπάουντ ήταν μακράν του άλλου ο πιο συνεπής κι αξιόπιστος ψηλός της ομάδας του Βελιγραδίου στη σεζόν 2022-23, γράφοντας προσωπικά ρεκόρ σε όλες τις κατηγορίες – κυρίως σε πόντους (25 με Βαλένθια) και ριμπάουντ (12 με Μονακό).
Ως Νο50 στο NBA Draft του 2021, ο διεθνής ψηλός πάλευε ήδη μέσω των summer leagues να βρει χώρο και να τρυπώσει στην ελίτ.
Οι Sixers θέλησαν να του χαρίσουν μια ευκαιρία να τεστάρει τον εαυτό του, αλλά μετά την πρώτη εμφάνισή του έγινε «θύμα» της ανάγκης του οργανισμού να ξεφορτωθεί -επιτέλους- τον μπελά Τζέιμς Χάρντεν προτού ο Σέρβος περάσει, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, όλα τα τεστ αντοχής.
Εντός 48 ωρών δε είχε φύγει κι από τους Los Angeles Clippers με προορισμό τους Κινγκς στο Σακραμέντο, ενώ προτού συμπληρωθεί ένας μήνας το (μη εγγυημένο) συμβόλαιό του είχε λυθεί και πακετάριζε για Ελλάδα. Με τις ευλογίες του Σάσα Βεζένκοφ που «μου είπε ότι θα έπρεπε να πάω στον Ολυμπιακό»!