Ο εκσυγχρονισμός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αποτελεί προτεραιότητα για την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας. Με τις αναδυόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις και την ταχεία τεχνολογική εξέλιξη, η αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεων είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας και την προστασία των εθνικών συμφερόντων.
Σημαντικό ρόλο στους σύγχρονους στρατούς παίζουν, μεταξύ άλλων, παράγοντες όπως η χρηστή και αποδοτική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, η εφαρμογή αποδοτικών μεθόδων διοικητικής μέριμνας, η χρήση καινοτόμων και σύγχρονων τεχνολογιών και τακτικών μάχης, η εξασφάλιση αξιόπιστου συστήματος πληροφοριών και κυβερνοασφάλειας, η επιδίωξη στρατηγικών συνεργασιών και συμμαχιών καθώς και η επίτευξη συνοχής και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ του λαού και των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.
Τα τελευταία χρόνια, πέραν της σύναψης ορισμένων σημαντικών διακρατικών συμφωνιών αμυντικής συνεργασίας, οι οποίες υποστηρίχθηκαν και από το ΠαΣοΚ – Κίνημα Αλλαγής, οι προσπάθειες ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας μοιάζουν να επικεντρώνονται, στο μεγαλύτερο βαθμό και μάλλον ετεροβαρώς, σε προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού, ως επί το πλείστον, από το εξωτερικό.
Είναι γεγονός ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, λόγω κυρίως της οικονομικής κρίσης που βίωσε τα προηγούμενα χρόνια η πατρίδα μας, δεν ανανέωσαν και δεν αναβάθμισαν τον αμυντικό εξοπλισμό τους, συγκριτικά τουλάχιστον με τους συμμάχους και κυρίως με τους εν δυνάμει ανταγωνιστές και επίδοξους αντιπάλους.
Εν τούτοις, όλα τα παραπάνω πολυδάπανα προγράμματα προμηθειών αμυντικού εξοπλισμού, που ήδη έχουν δρομολογηθεί, έχουν αποφασιστεί περιστασιακά, δεν εντάσσονται σε ένα τεκμηριωμένο στρατηγικό σχεδιασμό και δεν διασφαλίζουν την ουσιαστική συμμετοχή και προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα μάλιστα με νόμο της κυβέρνησης της Ν.Δ. θα έπρεπε εδώ και 2,5 χρόνια να έχει σχεδιαστεί και εγκριθεί ο Μακροπρόθεσμος Προγραμματισμός Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ), καθώς βεβαίως και ο συνακόλουθος Κυλιόμενος Προγραμματισμός Συμβάσεων Στρατιωτικών Εξοπλισμών (ΚΠΣΣΕ), στους οποίους θα έπρεπε να εντάσσονται τα παραπάνω εξοπλιστικά προγράμματα.
Τίθεται λοιπόν το εύλογο ερώτημα: είναι τα παραπάνω εξοπλιστικά προγράμματα, έστω με τον τρόπο που αποφασίζονται και ανατίθενται, χρήσιμα και σκόπιμα για την εθνική άμυνα; Για να τοποθετηθεί κανείς στο παραπάνω ερώτημα οφείλει αφενός να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των εννοιών της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας και αφετέρου να αξιολογεί τις γεωπολιτικές εξελίξεις και προκλήσεις ως προς τη χρονική συγκυρία.
Αν και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τον καλοπροαίρετο κριτή η αποτελεσματικότητα των αμυντικών εξοπλισμών, εντούτοις η έλλειψη στρατηγικού προγραμματισμού δεν μπορεί να εγγυηθεί την αποδοτικότητά τους με κριτήρια κόστους – οφέλους και επίτευξης μακροπρόθεσμων στόχων.
Από την άλλη μεριά, σε ένα ασταθές γεωστρατηγικό περιβάλλον, με εξελισσόμενες πολεμικές συγκρούσεις και άμεσες προκλήσεις στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τη χώρα μας, η μάλλον αποτελεσματικές αλλά ενδεχομένως μη αποδοτικές επιλογές αμυντικής θωράκισης, έναντι της απραξίας, είναι προτιμότερες για τα εθνικά συμφέροντα και υπό αυτή την έννοια έχει ενίοτε συναινέσει και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. – Κίνημα Αλλαγής σε αντίστοιχες αποφάσεις της κυβέρνησης, ασκώντας παράλληλα εποικοδομητική κριτική.
Είναι φανερό ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει σχεδόν αποκλειστικά στραφεί σε προμηθευτές αμυντικού εξοπλισμού από το εξωτερικό, ενώ συστηματικά απαξιώνει τις προοπτικές ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, όπως η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία Α.Ε. (ΕΑΒ) ή τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα Α.Β.Ε.Ε. (ΕΑΣ) και εν πάσει περιπτώσει βρίσκεται απέναντι σε κάθε δυνατότητα συμμετοχής ή ελέγχου του ελληνικού δημοσίου στην αμυντική βιομηχανία της χώρας.
Παράλληλα φρόντισε να ιδιωτικοποιήσει τα δύο μεγαλύτερα ναυπηγεία της χώρας, τα οποία έχουν σημαντική τεχνογνωσία και προοπτική ανάληψης κατασκευής και συντήρησης πολεμικών πλοίων, χωρίς να έχει πλέον καμία αντίστοιχη υποδομή υπό κρατικό έλεγχο, τη στιγμή που το μεγαλύτερο τρέχον πρόγραμμα ναυπήγησης πολεμικών πλοίων έχει ανατεθεί σε ναυπηγείο το οποίο ελέγχεται από το γαλλικό δημόσιο. Από την άλλη μεριά η χώρα μας παραμένει σχεδόν αδρανής σε ότι αφορά στην εγχώρια αμυντική έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή, τη στιγμή που γειτονικά κράτη, όπως η Τουρκία, έχουν κάνει άλματα.
Όπως έχει εκτενώς τεκμηριωθεί και προταθεί από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. – Κίνημα αλλαγής, πρέπει να αποτελεί βασική προτεραιότητα της αμυντικής μας πολιτικής, η ενίσχυση της σχετικής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, της έρευνας και καινοτομίας, η αξιοποίηση των Ελλήνων επιστημόνων, των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων και των αντίστοιχων ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς και της υπάρχουσας τεχνογνωσίας της χώρας μας για τις σύγχρονες ανάγκες αμυντικού εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων, με ενεργή συμμετοχή και έλεγχο του ελληνικού δημοσίου, με προγραμματισμό, διαύγεια και μακροχρόνιο σχεδιασμό.
O Δημήτρης Μπιάγκης είναι Κοινοβουλευτικός Υπεύθυνος ΚΤΕ Εθνικής Άμυνας του ΠαΣοΚ.