Την Κυριακή, ήταν η Αργεντινή. Ενας πολιτικός κλόουν, μια trash τηλεοπτική διασημότητα, με μια συρραφή ακραία νεοφιλελεύθερων θέσεων για την οικονομία και ακραία ανελεύθερων θέσεων για τα κοινωνικά δικαιώματα, μια τυπική περίπτωση αυτού που ο Μάρτιν Γουλφ βάφτισε «πλουτολαϊκισμό» (κατά το πρότυπο Τραμπ: πολιτιστικά να κολακεύεις τα ένστικτα και τις προκαταλήψεις των λαϊκών στρωμάτων, πολιτικά να εξυπηρετείς τα συμφέροντα των πλούσιων λίγων), σάρωσε στις προεδρικές εκλογές.
Τρεις ημέρες αργότερα, πριν ο κόσμος συνέλθει από το σοκ, ήταν η Ολλανδία. Ο Χερτ Βίλντερς, ένας βετεράνος της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, με την ίδια πάντα ξενοφοβική, αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή ατζέντα, ελαφρώς νερωμένη, κατέκτησε με ευρεία διαφορά την πρώτη θέση στη νέα Βουλή, με το 55% των ψηφοφόρων του να θεωρούν τη δημοκρατία «αποτυχημένο σύστημα». Και κάπως έτσι το γνώριμο ερώτημα επέστρεψε: Απειλεί τον κόσμο και ειδικά την Ευρώπη μια νέα καταιγίδα ακροδεξιού και εθνικιστικού λαϊκισμού;
Μια γρήγορη απάντηση θα ήταν πως όχι, δεν υπάρχει καταιγίδα στον ορίζοντα. Η εικόνα είναι πιο σύνθετη και εθνικά διαφοροποιημένη. Στην Πολωνία, για παράδειγμα, η αντιευρωπαϊκή Δεξιά ηττήθηκε στις πρόσφατες εκλογές και στην Ισπανία το VOX, οι νοσταλγοί του Φράνκο, δεν πλησίασε καν τις δημοσκοπικές του επιδόσεις. Μα όλοι ξέρουμε πως κατά βάθος το πρόβλημα είναι υπαρκτό, το σήμα κινδύνου είναι αδύνατο να αγνοηθεί. Κάτι έχει αλλάξει.
Παράδειγμα, η Ολλανδία. Τον Μάρτιο του 2017 τα βλέμματα όλου του κόσμου ήταν και πάλι στραμμένα εκεί. Ηταν οι πρώτες εκλογές στην Ευρώπη, σε μια χρονιά που είχε αναγγελθεί ως κρίσιμη. Οι δημοσκοπήσεις από την αρχή του χρόνου έδιναν σταθερά το Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς να προηγείται, με ποσοστά ακόμη και πάνω από 30%. Κι αν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνονταν, υπήρχε ο φόβος της μετάδοσης του ιού στις άλλες σημαντικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, στη Γαλλία και τη Γερμανία. Νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 2017, η «μαύρη διεθνής» της Λεπέν, του Βίλντερς, της Εναλλακτικής για τη Γερμανία και του Σαλβίνι είχαν οργανώσει, σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, μια συνάντηση σε μια μικρή γερμανική πόλη, την Ουλμ, εξαγγέλλοντας έφοδο, για να φέρουν τη φλόγα της «αγγλοσαξονικής επανάστασης» – όπως αποκαλούσαν την πρόσφατη νίκη των δημαγωγών του Brexit και την ακόμη πιο πρόσφατη εκλογή Τραμπ – στο έδαφος της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Οι ολλανδικές εκλογές ήταν το πρώτο τεστ. Τις είχα παρακολουθήσει από κοντά εκείνες τις εκλογές και είχα βιώσει την απότομη μεταστροφή του εκλογικού σώματος κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Η Κεντροδεξιά του Μαρκ Ρούτε κέρδισε και ο Βίλντερς σκόραρε δέκα μονάδες κάτω από τις δημοσκοπικές προβλέψεις. Λίγο αργότερα, η Λεπέν ηττήθηκε στη Γαλλία και στη Γερμανία η «Εναλλακτική» έμεινε στο περιθώριο. Η έφοδος είχε αποκρουστεί. Η Ευρώπη πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε αμέριμνη τον δρόμο της, αφήνοντας τις κοινωνικές πληγές που είχαν γεννήσει την πολιτική απειλή να κακοφορμίζουν. Και να που τώρα η απειλή επιστρέφει.
Αυτό που δεν πέτυχε ο Βίλντερς το 2017, το πετυχαίνει επτά χρόνια αργότερα. Τι άλλαξε; Επιφανειακά, τίποτε. Το Μεταναστευτικό, για παράδειγμα, που αποτελεί την αιχμή της ακροδεξιάς ατζέντας, δεν είναι οξύτερο σήμερα από τότε. Ισως έπαιξαν κάποιο ρόλο οι μεγάλες διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστινίων μέσα στην προεκλογική περίοδο, που ξύπνησαν φοβικά ανακλαστικά. Αλλά δεν αρκούν για να εξηγήσουν το ρεύμα. Γιατί, λοιπόν, πέτυχε η Ακροδεξιά σήμερα αυτό που τότε δεν είχε καταφέρει;
Η απλή εξήγηση είναι ότι τότε η ατζέντα και ο λόγος της είχε απομονωθεί. Ενώ τώρα η διάδοχος του Ρούτε – παιδί κούρδων προσφύγων η ίδια – υιοθέτησε την αντιμεταναστευτική ατζέντα και άφησε ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με τον Βίλντερς. Αποτέλεσμα: το κεντροδεξιό VVD κατρακύλησε στην τρίτη θέση.
«Οταν επιτρέπουμε στην ακροδεξιά αντιμεταναστευτική ατζέντα να γίνει κυρίαρχη στις εκλογές, είναι βέβαιο ότι η Ακροδεξιά θα κερδίσει», σχολίασε ο Cas Mudde, ο πιο ενδιαφέρον αναλυτής του ακροδεξιού φαινομένου στην Ευρώπη. Και θύμισε μια ρήση του πατρός Λεπέν. Πως όταν τα κεντροδεξιά κόμματα υιοθετούν μέρος της ακραίας ατζέντας – για να μην «τη μονοπωλεί η Ακροδεξιά» – οι ψηφοφόροι θα προτιμήσουν το ορίτζιναλ από τη λάιτ απομίμηση.
Μα προφανώς το πρόβλημα δεν είναι θέμα εκλογικής τακτικής μόνον. Υπάρχουν πληγές κάτω από την επιφάνεια που επιτρέπουν σε πολιτικές ομάδες του σκοινιού και του παλουκιού να μεταφέρουν την ατζέντα τους από το ριζοσπαστικό περιθώριο στο πολιτικό mainstream.
Η μία πληγή είναι οι ανισότητες που δεν έπαψαν να διευρύνονται και που κάθε κύμα κρίσης, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνέπειές του, επιδεινώνει. Η δεύτερη πληγή είναι, προφανώς, το Μεταναστευτικό στο οποίο συμπυκνώνονται και μεταστοιχειώνονται όλες οι αγωνίες και οι φόβοι εκείνων που αισθάνονται «εκτός των τειχών». Η τρίτη πληγή είναι η ηθική απαξίωση των πολιτικών ελίτ. Η εμπιστοσύνη προς τα Κοινοβούλια και τις εθνικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη μετριέται στο 28% και 27% αντίστοιχα. Και υπάρχει και μια ακόμη, λιγότερο προφανής μα πιο επικίνδυνη πληγή. Είναι η μεγάλη αποξένωση των νεότερων Ευρωπαίων από τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Οι μεταλλαγμένοι νεοναζί στη Σουηδία είχαν τα υψηλότερα ποσοστά τους στις ηλικίες 18-24 ετών. Η ψήφος στη Μελόνι στην Ιταλία είχε επίσης νεανικά χαρακτηριστικά. Και μια βρετανική δημοσκόπηση (The kids are not alright, Σεπτέμβριος 2022) διαπίστωσε πως ένας στους τέσσερις νέους 18-34 ετών στη Βρετανία δεν πιστεύει ότι «η δημοκρατία είναι καλός τρόπος διακυβέρνησης της χώρας» κι ένα 75% ανάμεσά τους θεωρεί ότι θα ήταν καλύτερα αν τις αποφάσεις έπαιρναν τεχνοκράτες και ειδικοί, αντί για εκλεγμένους πολιτικούς. Ακόμη χειρότερα: ένα 61% θεωρεί ότι «ένας ισχυρός ηγέτης που δεν έχει να ασχολείται με το Κοινοβούλιο ή με εκλογές θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα».
Ο Βίλντερς, βέβαια, είναι μάλλον απίθανο να βρεθεί στην εξουσία, παρά την εκλογική του νίκη. Αλλά αυτό δεν κάνει μικρότερο τον κίνδυνο «μετάδοσης», με τις ευρωεκλογές μια ανάσα μακριά και τον ίσκιο του Τραμπ πάνω από τις αμερικανικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου. Κι ούτε μπορούμε να θεωρούμε κι εμείς «εξωτικούς» αυτούς τους κινδύνους. Οι ελληνικές δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να βρίσκουν τον χώρο δεξιά της Δεξιάς σε ιστορικό υψηλό 13%.