Πολύ πριν εμφανιστεί στην πολιτική σκηνή, αλλά και στη χώρα την ίδια, το «φαινόμενο Κασσελάκη», με την ιλιγγιώδη άνοδο στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τα λοιπά του χαρακτηριστικά, η χώρα βίωσε το «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ». Με λίγα λόγια, την αντίστοιχα ιλιγγιώδη άνοδο στην εξουσία ενός κόμματος που για μεγάλο χρονικό διάστημα βρισκόταν στις παρυφές του ποσοστού για την είσοδο στη Βουλή και ενός κόμματος που γενικά εξέφραζε απόψεις, παραδοσιακά εκτός και μακριά των συνήθων κεντρικών απόψεων των δυνάμεων που νέμονταν την εξουσία για δεκαετίες. Θεωρητικά τουλάχιστον.
Αυτό το κόμμα, ή σωστότερα ο χαλαρός συνασπισμός διάσπαρτων συνιστωσών και δυνάμεων που προσπάθησε να συγκροτηθεί με πιο ενιαίο τρόπο, έφτασε πολύ γρήγορα, ακόμα και με δική του έκπληξη πιθανότατα, στην κατάκτηση της εξουσίας. Το έκανε υπό την ηγεσία ενός προσώπου που κατόρθωσε -με ένα αδιαμφισβήτητο «χάρισμα» επικοινωνίας, πλην όμως όπως αποδείχτηκε επιφανειακό, όσο και κυνικό ή και αδίστακτο, όσον αφορά σε πολιτικούς ελιγμούς- να σαγηνεύσει για αρκετό χρόνο κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού ακροατηρίου, καλύπτοντας λοιπές πολιτικές αδυναμίες. Κι όλα αυτά φυσικά δεν έγιναν στο κενό, ούτε βέβαια υπό κανονικές συνθήκες. Αντίθετα, συνέβησαν μέσα στην πιο ταραγμένη και δυνητικά καταστροφική συγκυρία των τελευταίων δεκαετιών, που έγινε αντιληπτή από εκείνη την ηγεσία, ως εφαλτήριο και ούριος άνεμος για την «κατάληψη των Ανακτόρων».
Ο τρόπος ανόδου στην εξουσία, ο τρόπος διαχείρισής και διατήρησής της, όσο και η μετέπειτα αντιμετώπιση της ήττας του 2019, συνοπτικά περιγράφουν και εξηγούν την εικόνα που σήμερα βλέπουμε, τα «γιατί» της κατάρρευσης, σαν ενός πύργου από τραπουλόχαρτα, του οικοδομήματος που επιχείρησε να στηθεί, προφανώς σε σαθρά θεμέλια. Και ως τέτοιο, χρησιμεύει ως ξεκάθαρο αντι-παράδειγμα για κάθε φορέα, επίδοξο εραστή της εξουσίας ή πραγματικά φιλόδοξο κοινωνικό μεταρρυθμιστή. Ποια είναι όμως αυτά τα γιατί;
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε, δειλά ή προσχηματικά, μπροστά στη δίψα της κατάκτησης της εξουσίας που ερχόταν ταχέως ολένα και εγγύτερα, να γίνει πραγματικό κόμμα, αλλά δεν το κατάφερε. Αυτό σημαίνει πως δεν απέκτησε συγκροτημένη κεντρική άποψη για τα πράγματα που να ενοποιεί τις τάσεις του. Δεν εξέφρασε ολοκληρωμένα συγκεκριμένες ομάδες και για αυτό δεν απέκτησε βαθιές και μόνιμες ρίζες στην κοινωνία. Η κοινή διαπίστωση -και κεντρικών στελεχών του- πως δεν διέθετε επαρκή βάση μελών, δεν είχε διείσδυση σε συνδικάτα και τοπικές κοινωνίες, δικαιώθηκε πλήρως, καθώς το θέμα ουδέποτε αντιμετωπίστηκε και δεν διορθώθηκε. Αντίθετα επιβεβαιώθηκε σε κάθε επιμέρους αναμέτρηση.
Αν και ρητορικά επανειλημμένα «ξορκίστηκε», ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του κινήθηκαν ως ένας μηχανισμός κατάληψης και διαχείρισης της εξουσίας. Αυτή δεν υπήρξε ένα μέσο για την εφαρμογή των θέσεών τους, αντίθετα οι θέσεις απέκτησαν την αναγκαία…ελαστικότητα, ώστε να προσαρμόζονται στην εκάστοτε κατάσταση. Από την πολιτικά εκτρωματική (όσο και αν φαινόταν αγαστή στις συμπεριφορές και τη νοοτροπία) πολυετή σύμπλευση με τους ΑΝΕΛ, την εμβληματική αλλαγή στάσης μετά το ανεκδιήγητο δημοψήφισμα του 2015, την ευκολία γενικά στην υιοθέτηση κάθε θέσης και της αντίθετής της, υπό τη γενική αρχή της «ηθικής υπεροχής» και της (αξιωματικά) αληθούς έκφρασης του γενικότερου συμφέροντος.
Όλα τα ανωτέρω, στη συνέχεια της υιοθέτησης ενός ανεπεξέργαστου πολιτικού λόγου που απλώς θώπευε το θυμικό και τα κατώτερα ένστικτα ενός λαού που βίωνε πραγματικά δύσκολες καταστάσεις, έως και ψυχολογικές ματαιώσεις. Που αναζητούσε κάπου, απεγνωσμένα, μια ευκολότερη διέξοδο, μια απλούστερη δικαιολογία για το «τι έχει συμβεί, ποιος φταίει και πώς γρήγορα θα επανερχόταν σε όσα είχε συνηθίσει». Αυτό το γενικόλογο λεκτικό που αφενός έλεγε «ναι» σε κάθε αίτημα, κάθε κατηγορίας και προέλευσης και «όχι» σε κάθε προσπάθεια προσαρμογής, είχε τελικά κόστος αξιοπιστίας. Γιατί όταν ήρθε -όπως αναπόφευκτα θα γινόταν- η σύγκρουση με την πραγματικότητα και φάνηκε πως ο συμβιβασμός με τα αντίθετα από όσα υποστήριζαν για χρόνια ήταν η μόνη επιλογή, εκείνη ήταν η στιγμή της ρήξης της εμπιστοσύνης με το εκλογικό σώμα και της απώλειας κάθε αξιοπιστίας ή πειστικότητας.
Οι συνεχείς εκπτώσεις σε θέματα πολιτικής συνέπειας, ιδεολογικής συνοχής, ακόμα και αισθητικής ή ήθους και νοοτροπίας, για να μη διαταραχθεί η άσκηση της εξουσίας, δημιούργησε τελικά αποστροφή. Μιλάμε για την συνεχή ανοχή και δικαιολόγηση συμπεριφορών από κυβερνητικά στελέχη (κομματικά ή προερχόμενα από τους ΑΝΕΛ) και έπειτα, ακόμα και τη συνέχιση των ανερμάτιστων συνεργασιών με διάφορες ετερόκλητες και «ορφανές» δυνάμεις/προσωπικότητες στη Βουλή, για τη διατήρηση μιας εύθραυστης πλειοψηφίας.
Αλλά και αργότερα, η απώλεια της εξουσίας, όταν επιβραβεύτηκε από το λαό ένα πιο συγκροτημένο πρότυπο άσκησης της εξουσίας, με αρχή, μέση και τέλος, δομημένο πρόγραμμα και ιδεολογικό περίγραμμα, ούτε αυτό αποτέλεσε αφορμή για ενδοσκόπηση και κριτική. Προκειμένου να μην αγγιχτούν τα «τοτέμ», αλλά και για τη διασφάλιση πάση θυσία του μύθου ότι η απώλεια της εξουσίας ήταν μόνο προσωρινή, όλα και πάλι αφέθηκαν σε απλοϊκές εξηγήσεις. Και πάλι μόνο εξωτερικοί ήταν οι αντίπαλοι, έφταιγε το «αόρατο σύστημα διαπλοκής, τα ΜΜΕ, ο επαίσχυντος και…ακροδεξιός Μητσοτάκης που πάντως οσονούπω καταρρέει».
Δεν επιβεβαιώθηκαν αυτά σε καμία έρευνα, αλλά και σε καμία αναμέτρηση. Και έπειτα; Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Η στάση αυτή, που θεωρούσε βάρος την εις βάθος εξέταση, όσο και πρόσκομμα για τη γρήγορη επάνοδο στην εξουσία, αποξένωσε πλήρως το κόμμα από τη βάση του, άφησε όμως και τα περιθώρια για βιαστικές θεσμικές επιλογές, όπως τον τρόπο ανάδειξης νέας ηγεσίας χωρίς προϋποθέσεις κλπ.
Όλα τα ανωτέρω αποτελούν βασικές αιτίες, για τις οποίες, ετερόκλητες δυνάμεις, εθισμένες σε ένα λόγο σχεδόν μεταφυσικό και πάντως ουτοπικό και συχνά τοξικό, έπαυσαν να επιθυμούν τη συνέχιση της συγκατοίκησης την ώρα που η υπόσχεση της εξουσίας, όπως και οι άλλες, φάνηκε πως ήταν φρούδα. Όσα κρύβονταν επιμελώς κάτω από το χαλί για καιρό, λίγο μετά την έξοδο του ηγέτη με το «μαγικό αυλό», βγήκαν ανεξέλεγκτα στην επιφάνεια και το αποτέλεσμα είναι αυτό που παρακολουθούμε. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις δεν θα σταματήσουν εδώ, όπως και το συνεχές ζητούμενο για παραγωγή πολιτικής, που θα διαμορφώσει το νέο πεδίο. Εκείνος που την παράγει και την εφαρμόζει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, με τον τρόπο που επιζητά η εποχή, εκείνος και θα μακροημερεύσει.
Ο Νίκος Κασκαβέλης είναι δικηγόρος (ΜΔΕ, ΜSc)