Ο ισπανός διανοούμενος Μιγκέλ ντε Ουναμούνο φέρεται να είχε πει τη φράση «Ο φασισμός θεραπεύεται με το διάβασμα και ο ρατσισμός με τα ταξίδια». Παρεμπιπτόντως υπάρχει περίπτωση να είναι το πιο εύστοχο ρητό για τον φασισμό, το διάβασμα, τον ρατσισμό και τα ταξίδια. Ενδεχομένως και για τη θεραπεία.
Σε πολλές συνεντεύξεις, οι συνεντευξιαζόμενοι ερωτούνται τι συμβουλή θα έδιναν σε μια νεότερη εκδοχή του εαυτού τους. Πέρα από το γνωστό αστείο («θα του έλεγα να μην ανησυχεί γιατί σε λίγα χρόνια θα ανακαλυφθεί η μηχανή του χρόνου, οπότε όλα θα μπορούν να διορθωθούν»), νομίζω ότι η βασική συμβουλή μου θα ήταν να κάνει όσα περισσότερα ταξίδια μπορεί. Κι όσο πιο μακρινά, τόσο καλύτερα.
Σίγουρα η ανάγνωση βιβλίων είναι χρήσιμη, οι σπουδές μπορούν να βοηθήσουν, αλλά ο συγχρωτισμός με τον άλλο, η επαφή με το ξένο (και μάλιστα έπειτα από τόσες και τόσες διαταγές για το αντίθετο από μικρή ηλικία – «μη μιλάς με ξένους») είναι αναντικατάστατες συνθήκες γνωριμίας με το διαφορετικό και εντέλει με τον εαυτό μας.
Το να κουβαλάς κάπου τις προκαταλήψεις σου, τα στερεότυπά σου, όλα αυτά που συντιθέμενα αποτελούν μια μορφή ρητού ή άρρητου ρατσισμού, μόνο και μόνο για να τα δεις να διαψεύδονται, να αναμορφώνονται, να «καθαρίζουν» είναι μια διαδικασία αναβάπτισης.
Μαθαίνουμε, από πολύ μικρή ηλικία, να θεωρούμε τους εαυτούς μας, τις συνήθειές μας, τους τρόπους μας ξεχωριστούς. Μαθαίνουμε – φαντάζομαι λιγότερο ή περισσότερο σε κάθε κράτος και για κάθε έθνος – ότι είμαστε ιδιαίτεροι. Οτι κάναμε τόσα κατορθώματα, ότι περάσαμε τόσες περιπέτειες μέχρι να βρεθούμε εδώ, σε αυτόν τον παρόντα χώρο και χρόνο, που ακόμη και η ύπαρξή μας, ατομική και εθνική, δεν μπορεί παρά να είναι μια απτή απόδειξη της θείας πρόνοιας. Ενός υπερανθρώπινου και καλά μελετημένου σχεδίου που είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν π.χ. εν έτει 2023, Ελληνες και Ινδονήσιοι και να μην υπάρχουν Αυστροούγγροι και Σουμέριοι. Προς όφελος της διαμόρφωσης μια ισχυρής εθνικής συνείδησης, μοιάζει να αγνοείται σε τέτοιο μεγάλο βαθμό ο παράγοντας της τυχαιότητας, που είναι λίγο σαν να ευχαριστούν τον Θεό τους οι γάτες που δεν εξαφανίστηκαν σαν τους δεινόσαυρους.
Και κάπου εκεί φαίνεται η αξία του ταξιδιού. Στα συρταράκια του μυαλού μας, εκεί που έχουμε τακτοποιημένες τις κάλτσες με τις βεβαιότητες, ξαφνικά εμφανίζονται άλλα χρώματα, άλλες γεύσεις, άλλα αρώματα. Κάτι μετατοπίζεται από το κουτάκι του και κάτι πιο ώριμο, πιο πλήρες παίρνει τη θέση του. Ισως τελικά τα πράγματα δεν είναι όπως τα μάθαμε. Ισως βέβαια, δεν είναι και όπως τα διαβάζετε εδώ: Οι πιο κυνικοί ανάμεσά μας, ανατρέποντας το ρητό του Ντε Ουναμούνο, λένε ότι και οι φασίστες διαβάζουν και ότι οι αποικιοκράτες ταξιδευτές είναι οι μεγαλύτεροι ρατσιστές. Ας είναι…
Σε κάθε περίπτωση, μια συμπληρωματική συμβουλή που θα έδινα σε μια νεότερη εκδοχή του εαυτού μου θα ήταν επίσης να ταξιδεύει με όσο το δυνατόν λιγότερη προετοιμασία. Σε αυτούς τους καιρούς, με τις πληροφορίες για κάθε μέρος του κόσμου να προσφέρονται άφθονες, με τον χρόνο κάθε ταξιδιώτη και ταξιδιώτισσας να είναι καθορισμένος και την ανάγκη να μη χαθεί κάποιο «τικ» από τη λίστα μας να προβάλλει αδήριτη, είναι πολύ δύσκολο να αποφύγεις να προ-κανονίσεις το κάθε δευτερόλεπτο. Ωστόσο, προσπαθήστε να κάνετε ένα δώρο στον εαυτό σας πέρα από το ταξίδι καθεαυτό. Το δώρο της έκπληξης.
Και, θυμηθείτε με, το πιο σημαντικό αξιοθέατο δεν χρειάζεται να είναι ένα μνημείο, ένας καταρράκτης, ένα γεύμα, ένα ακόμη «τικ» στη λίστα σας. Το πιο ακριβό αναμνηστικό μπορεί να είναι μια συνομιλία με κάποιο παππού και μια γιαγιά σε ένα ξεχασμένο χωριό, που θα κρατήσει ζωντανή μια ιστορία που θα ξέρεις μόνο εσύ…