Η ίδρυση της πολιτικής προστασίας τo 1995 και ο εμβληματικός νόμος 3013/2002 για την αναβάθμιση της έθεσαν την χώρα στην αιχμή των εξελίξεων σε επίπεδο ΕΕ και διεθνώς.
Ακολούθησαν οι νόμοι 4249/2014 και 4662/2020 που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην ολότητα τους. Ειδικά ο νόμος 4662/2020, δεν περιλαμβάνει πλήρες και εσωτερικά συνεπές πρότυπο για την Πολιτική Προστασία (ΠΠ) / Διαχείρισης Διακινδύνευσης Καταστροφών (ΔΔΚ) καθώς αφενός μεν διατηρούσε αυτούσια ρυθμίσεις για τον σχεδιασμό και την αντιμετώπιση κινδύνων και καταστροφών, αφετέρου δε δημιουργούσε νέες θέσεις οι οποίες οδηγούσαν στην συνύπαρξη ετερόκλητων και διαφορετικής φιλοσοφίας ρυθμίσεων, χωρίς να επιλύονται τα ουσιαστικά ζητήματα και παράπεμπε σε μεγάλο αριθμό νέων ΥΑ και ΚΥΑ, χωρίς μάλιστα να ορίζει σαφείς κατευθύνσεις. Παρόλο που σε κεντρικό επίπεδο οι κυβερνήσεις φαίνεται να δραστηριοποιούνται στο νομοθετικό πεδίο, όχι πάντα με επιτυχία, στην πράξη δεν φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτή η σημασία της πολυπλοκότητας και του συντονισμού των υπηρεσιών και φορέων για την προστασία των πολιτών. Άλλο «επιτελικό» και άλλο συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό κράτος.
Πριν λίγες μέρες τέθηκε σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας με τίτλο: «Αναδιάρθρωση Πολιτικής Προστασίας – Εθνικός Μηχανισμός Εναέριας Διάσωσης και Αεροδιακομιδών» το οποίο δυστυχώς δεν θεραπεύει τα ακόλουθα βασικά προβλήματα τα παραμένουν άλυτα εδώ και δύο δεκαετίες:
● Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για την Πολιτική Προστασία, τους φυσικούς, τεχνολογικούς και λοιπούς κινδύνους όσον αφορά τους ρόλους και αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων Φορέων και οργάνων σε κεντρικό και αποκεντρωμένο επίπεδο χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, ασάφειες, επικαλύψεις και ελλείψεις.
● Η ορολογία είναι ελλιπής, εξακολουθεί να μην είναι κοινή και δεν υπάρχει σαφής αντιστοίχιση μεταξύ των διαφόρων τομέων της επιστήμης και της τεχνικής.
● Δεν έχει οριστεί και κατανοηθεί η διαλειτουργικότητα στα τέσσερα επίπεδα της (στρατηγική, επιχειρησιακή, τακτική, τεχνολογική) και οι οργανωτικές και λειτουργικές προϋποθέσεις για την επίτευξή της στον κύκλο ζωής των φυσικών, τεχνολογικών και λοιπών κινδύνων.
● Ο οριζόντιος και κάθετος συντονισμός παρουσιάζει αδυναμίες καθόσον εξακολουθεί να μην υπάρχει ένα κοινό σύστημα διοίκησης/διαχείρισης περιστατικού και διυπηρεσιακού Συντονισμού των πολλών και διαφορετικών Φορέων που εμπλέκονται στα τρία επίπεδα συντονισμού και συνεργασίας. Η συγκρότηση, η οργάνωση και η λειτουργία των κεντρικών και αποκεντρωμένων οργάνων Πολιτικής Προστασίας δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τις αρχές και τις μεθόδους των διεθνώς αποδεκτών συστημάτων διοίκησης και συντονισμού.
● Ο σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης εξακολουθεί να γίνεται στη βάση της ΥΑ 1299/2003 αποκλειστικά ανά τύπο καταστροφής, χωρίς αξιοποίηση των σύγχρονων μοντέλων και μεθοδολογιών με τον ορισμό λειτουργιών και ικανοτήτων και στην βάση (πιθανών, χείριστων) σεναρίων που προκύπτουν από την αξιολόγηση διακινδύνευσης .
● Ο σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης παραμένει καθηλωμένος στο στάδιο της καταγραφής ρόλων και αρμοδιοτήτων των εμπλεκομένων και δεν εστιάζεται στην κρίσιμη και ουσιαστική δραστηριότητα της αναγνώρισης κενών, ελλείψεων και επικαλύψεων και στην διατύπωση προτάσεων για την επίλυση των δυσλειτουργιών που παρουσιάζονται στην υλοποίηση των απαραίτητων δράσεων για την επίτευξη του σκοπού της ΠΠ.
● Δεν έχουν οριστεί οι βασικές γνώσεις και δεξιότητες που είναι απαραίτητες για το προσωπικό στις υπηρεσίες και όργανα πολιτικής προστασίας, ώστε ακολούθως να αναπτυχθεί σχετικό πρόγραμμα εκπαίδευσης
● Δεν έχουν καθοριστεί οι τομείς που απαιτούν διυπουργική συνεργασία και συντονισμό και δεν έχουν συσταθεί αντίστοιχα όργανα (μόνιμες Επιτροπές, προσωρινές Ομάδες Εργασίας) για την ανάπτυξη των τομεακών στρατηγικών και των αντίστοιχων σχεδίων δράσης. Ενδεικτικοί τομείς: ορολογία και πρότυπα, αξιολόγηση κινδύνων, διυπηρεσιακή/διατομεακή εκπαίδευση, διυπηρεσιακές/διατομεακές ασκήσεις, άντληση διδαγμάτων & συμπερασμάτων και καλών πρακτικών, κόστος καταστροφών, επικοινωνία κινδύνων, κλπ.
● Οι ελλείψεις στην στελέχωση του μηχανισμού είναι σημαντικές σε όλα τα επίπεδα με πιο έντονο το πρόβλημα στους ΟΤΑ.
● Δεν υπάρχει μεθοδολογία και σύστημα ανατροφοδότησης για την άντληση διδαγμάτων και συμπερασμάτων και την διάχυση καλών πρακτικών από ασκήσεις και καταστροφές.
● Δεν υπάρχει κοινή μεθοδολογία αξιολόγησης διακινδύνευσης και καταγραφής των συνεπειών. Δεν γίνονται μελέτες περίπτωσης
● Η επικοινωνία των διαφόρων κινδύνων είναι αποσπασματική, προσανατολισμένη στην μονόδρομη επικοινωνία, δεν είναι επαρκώς στοχευμένη στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, δεν εδράζεται σε μοντέλα ατομικής ετοιμότητας, δεν αξιοποιεί σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους και δεν αξιολογείται ως προς την αποτελεσματικότητα της.
Όλες οι παραπάνω ελλείψεις συντηρούν την λειτουργία των εμπλεκομένων Φορέων σύμφωνα με το πρότυπο των «μη επικοινωνούντων σιλό» και συντελούν στον αποσπασματικό χαρακτήρα των διάφορων πρωτοβουλιών, δράσεων και προγραμμάτων. Τόσο το υφιστάμενο όσο το προτεινόμενο σύστημα δεν έχει μηχανισμούς παρακολούθησης και ελέγχου ούτε υποστήριξης της ανάπτυξης ικανοτήτων των Φορέων. Δεν διαπνέεται από την κουλτούρα της διαρκούς βελτίωσης που οφείλει να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό ενός συστήματος που αποσκοπεί στην προστασία της ζωής, της υγείας, της περιουσίας των πολιτών καθώς και του περιβάλλοντος και του πολιτιστικού πλούτου της χώρας.
Σαν αποτέλεσμα στις διαφόρων τύπων καταστροφές από τις οποίες πλήττεται η χώρα, από τις δασικές πυρκαγιές και τα έντονα καιρικά φαινόμενα μέχρι τεχνολογικά μεταφορικά δυστυχήματα και γεωδυναμικά φαινόμενα καταδεικνύονται διαρκώς οι ίδιες αρνητικές επιπτώσεις και ελλείψεις σε θέματα σχεδιασμού, οργάνωσης, εξοπλισμού, εκπαίδευσης, ασκήσεων, συνεργασίας, συντονισμού και ανατροφοδότησης.
O Δρ. Μιχάλης Χάλαρης είναι Επίκουρος Καθηγητής , Αντιστράτηγος Π.Σ. (ε.α.), Διευθυντής Ερευνών σε θέματα Διακινδύνευσης, Κινδύνων, Κρίσεων και Ασφάλειας στο Θεσμοθετημένο εργαστήριο «Ήφαιστος», Σχολή Θετικών Επιστημών, Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος και γραμματέας του Τομέα Πολιτικής Προστασίας του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής.