Οι Λιγκιάδες είναι ένα χωριό στο Μιτσικέλι, με μια υπέροχη θέα προς τη λίμνη και την πόλη των Ιωαννίνων. Μα και η πόλη βλέπει καθαρά το χωριό να κρέμεται στο βουνό, πάνω από το κεφάλι της. Αυτή ήταν η ατυχία του. Με αυτό το κριτήριο – πως όλοι στα Γιάννενα θα το έβλεπαν – οι Λιγκιάδες επιλέχθηκαν από τους Γερμανούς ως ο τόπος όπου θα επιβάλλονταν αντίποινα για τον φόνο από αντιστασιακούς ενός γερμανού αξιωματικού έξω από την Πρέβεζα. Στις 3 Οκτωβρίου του 1943, το χωριό κάηκε και όσοι κάτοικοί του έτυχε να βρεθούν εκεί, κυρίως ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά, σφαγιάστηκαν. Η σφαγή μνημονεύεται και τα θύματα τιμώνται κάθε χρόνο, την ημέρα της επετείου.
Σε μια τέτοια επέτειο, λοιπόν, ο Μωυσής Ελισάφ, αυτή η ολόφωτη και πρόωρα χαμένη προσωπικότητα, που η πόλη του τίμησε προχθές, είχε εκφωνήσει, ως δήμαρχος Ιωαννίνων, έναν λόγο που απέφευγε τα τετριμμένα επετειακά στερεότυπα. Εναν λόγο που τις κεντρικές του ιδέες επαναλάμβανε σε κάθε αντίστοιχη επέτειο, όπου ως δήμαρχο αλλά και ως απόγονο επιζώντων του Ολοκαυτώματος τον καλούσαν να μιλήσει – στα Καλάβρυτα, στο Κομμένο ή στην επέτειο του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της ιστορικής ρωμανιώτικης κοινότητας των Ιωαννίνων, στην οποία και ο ίδιος ανήκε.
Πρέπει να θυμόμαστε και να θυμίζουμε, έλεγε. Οι επέτειοι παραμένουν το ελάχιστο χρέος μας. Αρκεί να τις χρησιμοποιούμε έτσι ώστε τα ιστορικά γεγονότα να μην καταλήγουν άσκηση μνήμης στα βιβλία ιστορίας ή αχρείαστη διέξοδος στην αμηχανία των ρητόρων. Να μην αφήνουμε τις λέξεις να φθείρονται. Να αποφεύγουμε την τυποποίηση. Να θυμόμαστε, προπάντων, και να θυμίζουμε ότι τα ιστορικά γεγονότα και οι μεγάλες τραγωδίες επωάζονται σε χρόνο μακρύ και προγενέστερο και μάλιστα αθόρυβα.
Πώς έγινε, λοιπόν, και μετατράπηκαν σε μικρούς τροχούς μιας μηχανής θανάτου κανονικοί ως πριν από λίγα χρόνια άνθρωποι – ένας κουρέας από το Μόναχο, ένας λογιστής από τη Βρέμη, ένας φοιτητής της Νομικής από το Βερολίνο, δηλαδή ο επιλοχίας που σχεδίαζε, ο λοχίας που πρόσταζε και ο δεκανέας που διαμεσολαβούσε σ’ εκείνη τη φοβερή σφαγή; Τι άλλαξε κι άλλαξαν τόσο;
Η απάντηση ήταν πως αυτά που συνέβησαν το ’43 και το ’44 έλκουν την καταγωγή τους από κάτι που είχε συμβεί δέκα χρόνια νωρίτερα. Τον Μάρτιο του 1933, όταν οι Γερμανοί έδωσαν στον Χίτλερ το 43,9% στις εκλογές της 5ης Μαρτίου και του επέτρεψαν να γίνει δικτάτορας και ν’ ανοίξει τις πύλες της αβύσσου. Ηταν ο τρόπος του Μωυσή Ελισάφ να υπογραμμίσει την ευθύνη μας, ως πολιτών. Την ευθύνη να μετέχουμε, να παίρνουμε θέση, να μη δεχόμαστε να γίνουμε «ελεύθεροι να υπακούμε», «ελεύθεροι να πράττουμε το προαποφασισμένο». Την ευθύνη απέναντι στη λογική – «μηδενί άλλω πείθεσθαι ή τω λόγω». Την ευθύνη, προπάντων, να αντιστεκόμαστε. Και να μην εκχωρούμε σε κανέναν σωτήρα το δικαίωμα να αποφασίζει για λογαριασμό μας. Γιατί, σύμφωνα με μια απροσδόκητα επίκαιρη φράση του Πλούταρχου, που ο Μωυσής αγαπούσε κι επαναλάμβανε συχνά, «μέγας ουν ο κίνδυνος βούλεσθαι α μη δει τον α βούλεται ποιείν δυνάμενο». Που σημαίνει πως αν κάποιος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, διατρέχει τον μεγάλο κίνδυνο να θελήσει να κάνει αυτό που δεν πρέπει.
Ο Ελισάφ ήταν παιδί μιας πόλης που ήταν κάποτε η πνευματική πρωτεύουσα του ελληνισμού πριν απ’ την επανάσταση, η πατρίδα της ελληνικής αναγέννησης που «επέφερε την πλήρη ρήξη προς τον ελληνικό μεσαίωνα». Ηταν παιδί μιας σπουδαίας κοινότητας που έχασε το 92% των μελών της στις μέρες της γερμανικής κατοχής, που τυλίχθηκε στη λήθη για δεκαετίες, από την οποία ο Ελισάφ την ανέσυρε αποδεκατισμένη για να την κάνει συμβολικό πυρήνα μιας νέας εποχής για την πόλη του, ως μιας πόλης ανοιχτής στον κόσμο, εξωστρεφούς, με όπλο την ιστορία και τον πολιτισμό της. Μα ήταν επίσης παιδί της γενιάς του, που έζησε σ’ ένα ιστορικό μεταίχμιο, η τελευταία γενιά που έζησε στο περιβάλλον της μακράς μετεμφυλιακής ανωμαλίας και η πρώτη που έζησε τη δημοκρατική άνοιξη της μεταπολίτευσης. Αυτή η γενιά, που υμνήθηκε και μετατράπηκε σε ηρωικό ανδριάντα ως «γενιά του Πολυτεχνείου» και έπειτα γκρεμίστηκε και λοιδορήθηκε ως περίπου υπεύθυνη για όλα τα δεινά του τόπου, βρίσκει νομίζω μια δικαίωση στο πρόσωπο του Ελισάφ. Ο οποίος, όπως έγραψε ο Ν. Σεβαστάκης, ήταν «ένα ηθικό πρόσωπο, δηλαδή κάποιος που στο πέρασμά του από τη ζωή φωτίζει κάπως και τη ζωή των άλλων».
Βρέθηκα στα Γιάννενα την ημέρα που το δημοτικό συμβούλιο της πόλης τιμούσε τον νεκρό δήμαρχό της. Ξαναδιάβαζα κείμενά του, εκείνες τις ομιλίες στις σκοτεινές επετείους προπάντων. Και καθώς έξω από την αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου ακουγόταν κάπως η βουή της άλλης επετείου, των 50χρονων του Πολυτεχνείου, σκεφτόμουν πως τον τρόπο που ο Μωυσής νοηματοδοτούσε τις επετείους, θα έπρεπε να τον κρατήσουμε, ως ασπίδα απέναντι στην φθορά, ως οδηγό και για τη χθεσινή δύσκολη, «στρογγυλή» επέτειο. Και την πολιτική παρακαταθήκη του – να αναλαμβάνουμε ακέραιη την ευθύνη μας ως πολίτες, να αντιστεκόμαστε στη μισαλλοδοξία και προπάντων να μην επιτρέπουμε σε κανέναν να έχει τη δίχως αντίβαρα εξουσία να κάνει ό,τι θέλει, με κίνδυνο να θελήσει να κάνει «α μη δει» – θα έπρεπε να την κρατήσουμε ως παρακαταθήκη της γενιάς του ολόκληρης. Στην καλύτερη εκδοχή της.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ