Το Πολυτεχνείο ήταν ένα ενεργό ηφαίστειο με πύρινη λάβα τα συναισθήματα των εξεγερθέντων που ξεπηδούσαν από τον κρατήρα του. Η ανάγκη των καταπιεσμένων νέων για κάθε μορφής ελευθερία εμπεριείχε στα ζωτικά κύτταρά της μια έντονη επιθυμία για αυτοδιάθεση που μέσα σ’ ένα τέτοιο εκρηκτικό κλίμα ήταν πολύ εύκολο ν’ αναπτυχθεί κι εντελώς ανέφικτο να χαλιναγωγηθεί.
Ό,τι πιο φυσιολογικό δηλαδή για Ελληνόπουλα, αγόρια και κορίτσια, 18, 20 και 25 ετών που μέχρι τότε ζούσαν υπό το καθεστώς ενός αδάμαστου φόβου και πάλευαν να εκφραστούν πνευματικά ή σωματικά. Ο Μάης του ’68, η ροκ μουσική και το κίνημα των χίπις είχαν επηρεάσει τις ιδέες και τις συνειδήσεις μιας μεγάλης μερίδας από τη νεολαία της χώρας που δεν άντεχε τις απαγορεύσεις, τη στρατιωτική πειθαρχία, τον έλεγχο της σκέψης κι έκφρασης, τον περιορισμό του τρόπου ζωής που συνολικά είχαν επιβληθεί από ένα βίαιο και σαδιστικό καθεστώς.
Οι νέοι ήθελαν να εκδηλωθούν, να αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν, να δοκιμάσουν τα όριά τους και το Πολυτεχνείο, πριν ακριβώς 50 χρόνια, ήταν ένας χώρος που τους το επέτρεψε.
Μέσα από τις μαρτυρίες που ακούστηκαν στο podcast του Βήματος για το συγκλονιστικό τριήμερο της μεγαλειώδους αυτής αντιστασιακής πράξης απέναντι στον αυταρχισμό και στην καταστολή της χούντας των συνταγματαρχών, κατανοεί κάποιος πως οι νέοι (και όχι μόνο) απέκτησαν μια διέξοδο στα πάντα.
«Υπήρχε αυτό το κλίμα το ερωτικό»
Στο δεύτερο επεισόδιο με τίτλο «Αυτοοργάνωση ακόμη και στην τουαλέτα» ο Γιώργος Οικονόμου διηγήθηκε πως ήταν «ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα και η κατάσταση που σε οδηγούσε να πας να συμμετέχεις σε όλο αυτό που γινόντανε. Είτε σαν φρουρά έξω στις πόρτες είτε στα στα συνθήματα είτε στη σίτιση, στο φαρμακείο, στις πρώτες βοήθειες.
Έπαιξαν ρόλο και οι παρέες που δεν είχαν κάποιο οργανωμένο πολιτικό κόμμα. Ήταν οι παρέες των ανώνυμων. Στο εσωτερικό όμως, των οποίων ο καθένας είναι επώνυμος και λειτουργεί ως πρόσωπο. Ήταν ο Γιώργος η Κλαίρη. Ο Βασίλης. Η Μαρία. Ο Γιάννης ο Θανάσης. Η Έφη, ο Φοίβος, ο Κωστής. Η Κική ο Βαγγέλης, ο Δημήτρης ο Σάκης, η Τούλα, ο Αλέξης, ο Πάνος, ο Ηρώδης, ο Τιμόθεος, ο Σταύρος και η Λιάνα».
Ακολούθως η δημοσιογράφος Κατερίνα Μπακογιάννη τον ρώτησε, αν «υπήρχε έρωτας στο Πολυτεχνείο» κι αυτός αποκρίθηκε «βεβαίως» και υπήρξε. «Αλίμονο. Δεν μπορεί σε μία τέτοια κατάσταση με ένταση να μην υπάρχει έρωτας».
Ακολούθως, η Αλκμήνη Ψιλοπούλου υπογράμμισε πως «ένα άλλο καινούργιο που ήταν για μας ήταν η λεγόμενη σεξουαλική απελευθέρωση», καθώς ήταν ανήθικο για την εποχή «οι σχέσεις να είναι ελεύθερες, οι κοπέλες να κάνουν την επιλογή οι ίδιες για τους συντρόφους τους».
Όπως συμπλήρωσε «ο ελεύθερος έρωτας και όλο αυτό ήτανε ένα κομμάτι καινούργιου πολιτισμού».
«Υπήρχε αυτό το κλίμα το ερωτικό», συνέχισε η αγωνίστρια και συμπλήρωσε ότι «το βράδυ που ξαπλώναμε και ήμασταν το κεφάλι του ενός στο σώμα του αλλουνού και τα λοιπά, αυτό ήταν πολύ ερωτικό, πλατωνικό ερωτικό ας πούμε».
»Πού να το καταλάβουν αυτό οι συντηρητικοί της εποχής» αναρωτήθηκε ρητορικά και σημείωσε ότι «σε αυτό πάτησαν και οι χουντικοί μετά το Πολυτεχνείο για να το αμαυρώσουν. Διέδωσαν ότι βρέθηκαν παντού – προφυλακτικά».
Επ’ αυτού ο Χρήστος Λάζος σημείωσε πως «η φαντασίωση των προφυλακτικών είναι φαντασίωση ανθρώπων της προηγούμενης γενιάς. Στη γενιά μας για πολύ μεγάλο διάστημα, μέχρι που ήρθε το AIDS, δεν ήξερε κανένας μας τα προφυλακτικά. Δεν τα χρησιμοποιούσε κανείς».
Το ζευγάρι που είναι μέχρι σήμερα μαζί
Λογικό ήταν υπό αυτές τις συνθήκες να γεννηθούν μεγάλοι έρωτες. Άλλοι πλατωνικοί και συγκυριακοί. Κάποιοι αντίθετα έρωτες μιας ολάκερης ζωής. Έρωτες που μετατράπηκαν σε αμοιβαία αγάπη, σεβασμό, οικογένεια.
Ο Τάκης και η Λίνα Γεράρδη γνωρίστηκαν στο Πολυτεχνείο. Η δική τους ιστορία απασχολεί ένα μέρος του τέταρτου μέρους με τίτλο «10 λεπτά διορία».
Στη διάρκειά του η Κατερίνα Μπακογιάννη ζήτησε από τη Λίνα Γεράρδη να τραγουδήσει ένα τραγούδι. «Ναι» απάντησε αυτή χωρίς δισταγμό «αν και λόγω συγκίνησης τρέμει η φωνή μου. Τι ωραία που είναι η αγάπη μου…», συμπλήρωσε προτού το ζευγάρι διηγηθεί τη μοιραία αυτή συνάντησή του.
Τ: Είμαι ο Τάκης Γεράρδης, ήμουνα φοιτητής της Βιομηχανικής Σχολής Πειραιά, 20 χρονών ήμουν το 1973.
Λ: Είμαι Λίνα Γεράρδη, φοιτούσα στο γαλλικό ινστιτούτο στη Σίνα. Στο Πολυτεχνείο ήμουνα 19 ετών.
Τ: Την Παρασκευή ήμασταν μια μεγάλη παρέα, 100 200 άτομα στην Τοσίτσα με κάτι καρεκλοπόδαρα φυλάγαμε τα κάγκελα μην πηδήξουν χαφιέδες μέσα.
Λ: Δεν είχα κανένα γνωστό μέσα ήμουνα εντελώς μόνη μου. Δεν ήξερα κανέναν.
Τ: Εγω κατουριόμουνα πάρα πολλές ώρες πριν. Αλλά ξενύχτι, φωνές, ένταση 3 μέρες, δεν κοιμήθηκα καθόλου, ας πούμε. Έξαρση. Τελικά πάω να κάνω την ανάγκη μου πίσω από τους καλλωπιστικούς θάμνους. Τα παντελόνια τότε δεν είχαν φερμουάρ, είχαν κουμπιά αυτό με καθυστέρησε λίγο και τη βλέπω.
Λ: Και κάποια στιγμή άρχισαν να μας επηρεάζουν τα δακρυγόνα. Θυμάμαι συγκεκριμένα που ήρθε ο νεαρός και με ρώτησε αν εχω πρόβλημα στα μάτια και τα λοιπα. Του είπα ναι, έλα μαζί μας να σε βοηθήσουμε. Να το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί.
Τ: Της πιάνω κουβέντα. Κοπελιά, τι κάνεις; Μόνη σου είσαι εδώ; Ναι μόνη μου είμαι. Έλα εδώ στην παρέα μας, να μην είσαι και εσύ μόνη, δεν ξέρουμε πως θα εξελιχθεί η ιστορία. Και το κατούρημα αναβλήθηκε πολλές ώρες για αργότερα. Ήρθε εκεί στα κάγκελα, κάθισε δίπλα μας, τραγουδάγαμε και λέγαμε για διάφορα και συνθήματα και τραγούδησε το τραγούδι από το Μαουτχάουζεν «Τι ωραία που είναι η αγάπη μου» και εκεί ανατριχιάσαμε όλοι γιατί είναι και ιδιαίτερα καλή φωνή η Λίνα.
Τ: Το τανκς έχει πατήσει την πύλη. Οι στρατιώτες παρατεταγμένοι με τα όπλα τους- και λέω παιδιά, πάμε τελείωσε, έχει έρθει ο στρατός. Ξεκινάμε, όπως βγαίνουμε οι φαντάροι μας προφύλασσαν από τους χαφιέδες, τους τραμπούκους και τους χωροφύλακες, οι οποίοι σαν λυσσασμένοι λύκοι θέλαν να ορμήσουν επάνω μας. Στρίβουμε δεξιά Πατησίων και δεξιά την Τοσίτσα, ανεβαίνουμε προς την Μπουμπουλίνας και μετά αρχίζουμε και σκορπιζόμαστε μες ‘τα στενάκια του Στρέφη. Κατά ομάδες χτυπάγαμε κουδούνια, άλλοι μας άνοιγαν, άλλοι δεν μας άνοιγαν. Κάποια πολυκατοικία ανοίγει, μπαίνουνε 4 5 άγνωστοι φοιτητές μας και μπαίνω εγώ και η Λίνα. Μαζί τους. Ελάτε παιδιά μέσα, μπήκαμε μέσα. Τηλεφωνήσαμε και στους δικούς μας ότι είμαστε καλά σωθήκαμε..
Λ: Το πρωί που ξημέρωσε χωρίς να έχουμε κοιμηθεί βέβαια, είχε ελικόπτερα, πυροβολισμούς όλη νύχτα. Πήρα τηλέφωνο εγώ τους γονείς μου και ήρθαν και με πήραν με ταξί. Εν τω μεταξύ, είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα. Και με πήρε τηλέφωνο και κλείσαμε ραντεβού μια εβδομάδα μετά, δηλαδή την επόμενη Κυριακή. Την επόμενη Κυριακή όμως έγινε το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Αναβλήθηκε το ραντεβού για την επόμενη, τη μεθεπόμενη Κυριακή. Και βρεθήκαμε τη μεθεπόμενη Κυριακή. Έτσι. Με τα ίδια ενδιαφέροντα μουσική, πολιτική. Πολιτική, δηλαδή για ότι είχε διαδραματιστεί. Και σιγά σιγά δέσαμε. Δεκέμβριο του 74 παντρευτήκαμε.
Τ: Έχουμε 50 χρόνια γνωριμίας μεθαύριο πώς το λένε Ιωβηλαίο το λένε αυτό;