Ήταν 3 μετά τα μεσάνυχτα, μιας νύχτας που τα πυκνά σύννεφα έκρυβαν το φεγγάρι. Το ημερολόγιο έγραφε 17 Νοεμβρίου. Ένα από τα τρία άρματα (γαλλικής κατασκευής) που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή, ακριβώς μπροστά από τα κατεβασμένα ρολά της τότε «Υπεραγοράς» στην οδό Πατησίων, βάζει ξαφνικά μπρος τις μηχανές. Ακούγεται ο ανατριχιαστικός ήχος από τις ερπύστριες. Είμαστε όλοι συγκεντρωμένοι στην Πύλη του Πολυτεχνείου, δίπλα από την Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς κανείς από εμάς να πιστεύει ότι κληρωτοί στρατιώτες θα κτυπούσαν με τανκς την πύλη, θα κτυπούσαν εμάς.
Οι τελευταίες πράξεις που έλαβαν χώρα εκείνη την ώρα στο Πολυτεχνείο ήταν η μετακίνηση της Μερσεντές του πρύτανη προς την Πύλη, ώστε να φράξει το δρόμο του άρματος (αλλά η χούντα στο μένος της να καταστείλει την αντίσταση ούτε Μερσεντές υπολόγισε ούτε τις ζωές που βρίσκονταν εκεί στην Πύλη). Χωρίς ο οδηγός-μαυροσκούφης του άρματος μάχης να διστάσει ούτε λεπτό γκρεμίζει την κεντρική πύλη. Τα δακρυγόνα έπεφταν συνεχώς, φωνές, πυροβολισμοί, μικρές εστίες φωτιάς παντού. Αμέσως μετά καταφθάνουν τα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφέροντας πλήθος οπλισμένων στρατιωτών, ανεβαίνοντας την Πατησίων. Ακούστηκαν και κάποιοι πυροβολισμοί, ίσως από ελεύθερους σκοπευτές, όπως υπολογίζαμε, από τους κάθετους δρόμους στην οδό Πατησίων. Εκείνη την ώρα όμως ο ακούστηκε ο εθνικός ύμνος για τελευταία φορά από τον Δημήτρη Παπαχρήστου και μετά ο ραδιοφωνικός σταθμός σίγησε. Ήταν η ώρα που μετρούσαμε ήρωες…
Δύο μέρες νωρίτερα σε ένα μουντό δειλινό του Νοέμβρη, μια ομάδα φοιτητών του Πολυτεχνείου, αλλά και της Νομικής, μπήκαμε μέσα στο Πολυτεχνείο. Απλωθήκαμε στην αρχή στην οδό Στουρνάρη. Είμασταν αποφασισμένοι, φαίνονταν καθαρά στα πρόσωπά μας και απλωθήκαμε αμέσως γύρω από την Σχολή Καλών Τεχνών. Ζητούσαμε μέσα στην καταχνιά της άγριας δικτατορίας τα αυτονόητα από την χούντα των συνταγματαρχών: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Η Χούντα ζητούσε για αυτήν τα αυτονόητα: Φίμωση, συλλήψεις, βασανιστήρια, εξορίες.
Σιγά- σιγά μαζεύονταν και άλλοι, ένα κύμα από διαμαρτυρόμενους άρχισε να απλώνεται στην Πατησίων και μέσα στο Πολυτεχνείο. Ήρθε και ο Γιάννος Κρανιδιώτης (γιος του τότε πρέσβη της Κύπρου Νίκου Κρανιδιώτη), ήρθε και ο Ρένος Πρέντζας, ένας βουλευτής του «γιατρού», του Βάσου Λυσσαρίδη, της ΕΔΕΚ. Εφερε μαζί του κάποιες σακούλες, μέσα είχαν πινέλα, μπογιές. Τότε δεν υπήρχαν σπρέι μπογιάς. Ήθελε προσοχή όταν έγραφες κάποιο σύνθημα στον τοίχο, ή στο τρόλεϊ, να μην στάξει η μπογιά και αλλοιώσει το σύνθημα. Ορισμένοι έφεραν μέσα σε σακούλες σούπερ μάρκετ και ξυραφάκια «Άστορ». Μας έμαθαν πως να κόβουμε τα ξυραφάκια στη μέση και να τα βάζαμε μέσα στα νεράντζια. Ήταν το μοναδικό όπλο των έγκλειστων, ελεύθερων πολιορκημένων, έναντι των δακρυγόνων, των βομβών κρότου, των κλομπ, των χαφιέδων, των εσατζήδων αλλά και των τανκς της χουντικής βίας.
Ο κόσμος ερχόταν όλο και πιο πολύς, γέμισε όλη η Πατησίων και ένα μέρος της Γ Σεπτεμβρίου και ας ήταν εκεί κοντά το φοβερό και τρομερό υπουργείο Δημόσιας Τάξης της Χούντας. Ο πεζόδρομος της οδού Τοσίτσα έχει καταληφθεί από πλήθος πολιτών συμπαραστεκόμενων στον αγώνα των φοιτητών, που παίρνουν την ευκαιρία να ενωθούν με το αντιδικτατορικό κίνημα. Κανέναν δεν ένοιαζε εάν εκεί κοντά βρισκόταν το χουντικό υπουργείο. Η προσοχή όλων μας ήταν στραμμένη στα τρόλεϊ. Παίρναμε τα πινέλα και την μπογιά και γράφαμε συνθήματα «Κάτω η Χούντα», «Έξω αι ΗΠΑ» (ακόμα και στα συνθήματα τότε ακολουθούσαμε την καθαρεύουσα). Ή το άλλο «πάρε τον πίθηκό σου και εμπρός» (για τον χουντικό «πρωθυπουργό Μαρκεζίνη). Η συμπαράσταση του κόσμου ήταν εντυπωσιακή και συνάμα συγκινητική. Θύμιζε κάπως την πρώτη εξέγερση, την κατάληψη της Νομικής, τότε που ο κόσμος μας πετούσαν κουλούρια, νερό και μπισκότα στην ταράτσα. Μόνον που αυτή τη φορά προσέχαμε ιδιαιτέρως τους προβοκάτορες.
Όχι όπως απρόσεκτοι και άπειροι που είμαστε την πρώτη φορά στην Νομική, που εμφανίστηκαν κάποιοι καλοθελητές οι οποίοι ζήτησαν δήθεν να βοηθήσουν να δραπετεύσουμε από τους αστυνομικούς και τους εσατζήδες και μας οδήγησαν δήθεν για ασφάλεια στο νεκροτομείο (κάτω από την Νομική) όπου μας περίμεναν οι Εσατζήδες του Θεοφιλογιαννάκου και του Χατζηζήση
Ήμουν τρίτο έτος της Νομικής, είμαστε μια ομάδα φοιτητών της φοιτητικής ένωσης «Αγών» και αποφασίσαμε να συμπαρασταθούμε στους ελεύθερους πολιορκημένους. Ήταν το Πολυτεχνείο η πρώτη σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας και ο κόσμος διψούσε για αντίσταση.
Αμέσως στήθηκε η Συντονιστική Επιτροπή, αφού μαζί με τους φοιτητές ήρθαν εργάτες, αγρότες, μαθητές, οικοδόμοι κόσμος πολύς. Το ημερολόγιο έγραφε 17 Νοεμβρίου (ιστορική μέρα). Άρχιζε να εκπέμπει, με το παράσημο του «παράνομου», ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου. Άκουγες τον Δημήτρη Παπαχρήστου να ψέλνει πολλές φορές τον Εθνικό μας Ύμνο, άκουγες την Μαρία Δαμανάκη να λέει με μια πρωτόγνωρη γεμάτη πάθος φωνή συνθήματα κατά της Χούντας», άκουγες επίσης τους Λάμπρο Παπαδημητράκη και Τόνια Μωροπούλου να φωνάζουν «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», ωσάν να ήθελαν να τους ακούσει όλος ο πλανήτης και κυρίως οι χειριστές του τανκ καθώς και οι στρατιωτικοί που είχαν μαζευτεί έτοιμοι να μπουκάρουν. Ο σταθμός του Πολυτεχνείου σε μια μετάδοση που κάνει όσους την ακούνε να ανατριχιάζουν έκανε εκκλήσεις στους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές των ανωτέρων τους και να ενωθούν με τους φοιτητές.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ Έντυπη Έκδοση