Πώς τα γεγονότα τον Φεβρουάριο του 1973 επηρέασαν το Πολυτεχνείο

Στις 14 Φεβρουαρίου του 1973 έγινε στο Πολυτεχνείο ένα κακούργημα, το οποίο δεν έχει πάρει στην Ιστορία τη θέση που του αξίζει – υποθέτω διότι «καλύφθηκε» απ’ τα γεγονότα της Νομικής, τα οποία όμως αφενός μεν έπονταν χρονικώς (16-22/2/73), αφετέρου δε δεν είχαν θύματα.

Κατά τη γνώμη-μου, τα γεγονότα του Νοεμβρίου του ’73 προέρχονταν εν πολλοίς απ’ τα γεγονότα του Φεβρουαρίου του ’73 στο Πολυτεχνείο: Στις 14 Φεβρουαρίου του 1973 έγινε στο Πολυτεχνείο ένα κακούργημα, το οποίο δεν έχει πάρει στην Ιστορία τη θέση που του αξίζει – υποθέτω διότι «καλύφθηκε» απ’ τα γεγονότα της Νομικής,
τα οποία όμως αφενός μεν έπονταν χρονικώς (16-22/2/73), αφετέρου δε δεν είχαν θύματα.

Εκείνο τον καιρό η δικτατορία είχε υποχρεωθεί να χαλαρώσει λίγο τη σκληρότητά-της, γρήγορα όμως (λόγω φοιτητικών απεργιών) αναγκάσθηκε να θεσπίσει διατάξεις (12.02.73) άρσεως της αναβολής στράτευσης φοιτητών που απεργούσαν. Έτσι δημιουργήθηκε αμέσως ένα κύμα διαμαρτυριών σε όλα τα Πανεπιστήμια. Λοιπόν, απ’ το πρωί της 14ης Φεβρουαρίου 1973 οι φοιτητές του Πολυτεχνείου απεργούν και συνέρχονται σε συνελεύσεις διαμαρτυρίας.

Η Σύγκλητος αποφασίζει διακοπή μαθημάτων, για να μην τεκμαίρεται «αποχή», ενώ θυροκολλεί και ανακοίνωση συμπαράστασης προς τα αιτήματα των φοιτητών. Το μεσημέρι πεντακόσιοι φοιτητές είναι συγκεντρωμένοι στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Φεύγουν σιγά σιγά, αλλά συλλαμβάνονται απ’ την Αστυνομία απέξω. Η Σύγκλητος τότε καλεί τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον αρμόδιο Εισαγγελέα – και σε μία ώρα, Πρυτανεία, διευθυντής και Εισαγγελέας βρίσκονται στην πύλη της Πατησίων διαπραγματευόμενοι την ανεμπόδιστη αποχώρηση των φοιτητών. Και τότε, γύρω στις τρεις το απόγευμα, ορμάνε στο Πολυτεχνείο (απ’ όλες τις πύλες) ασφαλίτες με πολιτικά και ένστολοι αστυνομικοί, ξυλοκοπούν με πρωτοφανή αγριότητα όποιον βρίσκουν μπροστά τους – ακόμη και μέσα στην αίθουσα
της Συγκλήτου.

Κι όσοι βγαίνουν συλλαμβάνονται και στοιβάζονται στα λεωφορεία και τις κλούβες της Αστυνομίας και οδηγούνται στη ΓΔΑ. Η Σύγκλητος αλλά και η διορισμένη Πρυτανεία παραιτούνται. Αντιγράφω τώρα εδώ ένα πρόσφατο κείμενο του πολ. μηχανικού Γ. Αντύπα: «Πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε και θυμάμαι: Την επόμενη μέρα το πρωί (15. Φεβρ. 1973) στον χώρο μπροστά στην Πρυτανεία, βλέπουμε έναν εξοργισμένο καθηγητή να ανεβαίνει στα σκαλιά (“ο Τάσιος”, “ο Τάσιος” ακούστηκε) και να λέει με δυνατή φωνή:

“Καταγγέλλω όσα συνέβησαν εχθές σ’ αυτόν τον ιερό χώρο (…). Θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να τιμωρηθούν οι ένοχοι”». Πράγματι, κάλεσα όσους κακοποιήθηκαν να έρθουν στο γραφείο-μου και να καταθέσουν εγγράφως και επωνύμως όσα υπέστησαν.

Μέχρι το μεσημέρι συγκεντρώθηκαν 30 τέτοιες καταγγελίες (μεταξύ αυτών και της φοιτήτριας Μαρίας δαμανάκη). Είχα την αφέλεια να θέλω να υποβάλω μήνυση κατ’ αγνώστων – ώσπου μου υποδείχθηκε ο κίνδυνος στον οποίον θα εξέθετα αυτά τα παιδιά. Έκρυψα τις καταγγελίες στο σπίτι της μητέρας-μου – το Γραφείο-μου τη νύχτα έγινε φύλλο και φτερό, αλλά φυσικά δεν βρήκαν τίποτε.

Εκτιμώ ότι το κακούργημα εκείνο άφησε πίσω εκατό περίπου τραυματίες. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας έστειλα τις καταγγελίες στο υπουργείο Παιδείας – δεν έλαβα ούτε καν επιστολή παραλαβής… δεν θέλω εδώ να εκταθώ σε παρεπόμενα γεγονότα, ιδίως στο κατηγορητήριό-μου κατά του κυβερνητικού Επιτρόπου στη Γενική Συνέλευση των Καθηγητών ΕΜΠ (σελ. 30, 31 και 39 των Πρακτικών) ούτε στη δίκη των φοιτητών-μας, όπου ήμουν μάρτυρας υπερασπίσεως (19. Φεβρ. 1973) – ούτε καν και στη φυλάκιση του καθηγητή Ν. Αθανασιάδη και τη δίκη-του (13. Αυγ. 1973).

Επιτρέψτε-μου μόνον μια σύντομη παραπομπή στη συνέντευξήμου στην εφημερίδα «Προοδευτική» (πρωτοσέλιδο, 22 Φεβρ. 1973):

«Τα αιτήματα των σπουδαστών δικαιώθηκαν ουσιαστικώς απ’ την απόφαση της Συγκλήτου ΕΜΠ», «Τα Πανεπιστήμια είναι απ’ την ίδιατους τη φύση χώρος Ελευθερίας», «Εύχομαι ριζική αναθεώρηση της γενικότερης πολιτικής έναντι του φοιτητικού κόσμου, πριν συμβούν ανεπίτρεπτες μεταλλάξεις σοβαρής ε θ ν ι κ ή ς σημασίας». δεχθήκαμε τότε επιστολές συμπαράστασης υπογεγραμμένες από 160 ξένους καθηγητές (Μ. Βρετανίας, ΗΠΑ και Γερμανίας).

Υποστηρίζω ότι οι αθλιότητες εκείνων των φανατικών ερασιτεχνών της χούντας άφησαν ίσως ίχνη διαστρέβλωσης της πολιτικής-μας ωριμότητας έως και σήμερα.

Έχω τη γνώμη ότι η αποφασιστικότητα που επικράτησε στις συνελεύσεις των σπουδαστών του Πολυτεχνείου, οι οποίες άρχισαν στις 14 Νοεμβρίου, είχε επηρεασθεί και απ’ τα γεγονότα της 14 Φεβρουαρίου του 1973. (Υπήρχε όμως κι η συνέλευση των σπουδαστών Μηχανολόγων το βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου, αν θυμάμαι καλά).

Μετά τις αλλεπάλληλες αποφάσεις για κατάληψη, οι οποίες πάρθηκαν απ’ τις συνελεύσεις της 14ης Φεβρουαρίου, ήταν η πρώτη φορά όπου όλα σχεδόν τα αιτήματα ήσαν ξεκάθαρα πολιτικού χαρακτήρα. Κι έτσι αμέσως συνειδητοποίησα τη σημασία και τη σοβαρότητα της κατάστασης – περιέργως δε δεν συμμεριζόμουν τις ανησυχίες σοβαρών φίλων (μεταξύ των οποίων και ο δημήτρης Τσάτσος). Ίσως δεν άντεχα άλλο εκείνο το πολυετές αίσθημα της ταπείνωσης που μας είχαν επιβάλει – αλλά και της ενοχής πως ό,τι έκαμα ήταν ασήμαντο. Παρ’ όλο που (κατά «σύμπτωση») στις 12 Νοεμβρίου, ημέρα δευτέρα, είχα μιλήσει σε γεύμα 200 ανθρώπων στο Galaxy Hotel (Οδός Ακαδημίας), με θέμα «Η Αναστάτωση της Νεολαίας» (οργανωτής Β. Μουντάκης)…

Ήμουν ο ανεπίσημος σύνδεσμος ανάμεσα στον Πρύτανη (τον αξέχαστο Κωνσταντίνο Κονοφάγο) και τους σπουδαστές πολιτικούς μηχανικούς. Απ’ τις 13 ως το μεσημέρι της 16ης Νοεμβρίου μπαινόβγαινα στο Πολυτεχνείο, απ’ το γραφείο-μου στο κτίριο Γκίνη, όπου κοιμόνταν τέσσερα παιδιά, έως το γραφείο της Επιτροπής Σπουδαστών στο κτίριο Αβέρωφ. δηλώνω γι’ άλλη μια φορά ότι εθαύμασα τις ικανότητες εκείνης της Επιτροπής και των συνεργατών της: Πού βρήκαν τις διοικητικές και διπλωματικές ικανότητες να σβήσουν τα ακραία συνθήματα της πρώτης μέρας, να οργανώσουν υπηρεσίες και να εναρμονίσουν πλήθος τάσεων που εκδηλώνονταν μέσα σ’ αυτήν την (τελικώς ανοιχτή) μάζωξη…

Η Επιτροπή της Συγκλήτου (Λαδόπουλος, Σκουληκίδης, Βέης) τους παραστάθηκε σε κάμποσα πρακτικά ζητήματα, αλλά μόνον οι πρωτεργάτες σπουδαστές εκείνων των ημερών σήκωσαν στους ώμους-τους αυτόν τον (πολυμέτωπο, λέω) αγώνα, όταν είχαν να κάνουν και με μια δίβουλη ή και τρίβουλη (όπως θ’ αποδειχθεί) Κυβέρνηση.

Την Πέμπτη 15 Νοεμβρίου, μαζί με τον πολύ κοντινό-μου φίλο Θ. Σκουληκίδη, επισκεφθήκαμε τον υπουργό Παιδείας Σιφναίο (κατοικούσε στην ίδια πολυκατοικία με τον Σκουληκίδη, Ηρακλείου 8), ο οποίος μας διαβεβαίωσε ότι «σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο  να παρέμβει η Αστυνομία στο Πολυτεχνείο». Και είχα την αφέλεια,
το ίδιο βράδυ, να περάσω το μήνυμα σ’ όσους δικούς-μου εύρισκα μέσα στο Πολυτεχνείο. Λοιπόν, ο Σιφναίος ήταν ειλικρινής, διότι την άλλη μέρα (Παρασκευή 16 Νοεμβρίου) διαβάζομε πρωτοσέλιδη στο «Βήμα» την επίσημη ανακοίνωση: «Το Υπουργείον είναι αποφασισμένον απαρεγκλίτως να σεβασθή την απόφασιν της Συγκλήτου. Η Κυβέρνησις είναι αποφασισμένη να εμμείνη εις την γραμμήν αυτήν».

Το απόγευμα, πάντως, κατεβαίνω στη διαδήλωση – και σε λίγο, κατά μήκος της Πατησίων, βρίσκομαι μες στα αναπάντεχα δακρυγόνα της Αστυνομίας. Ξέμαθος και με τα μάτια πρησμένα, ξεφεύγω δεξιά, φθάνω στο Πεδίον του Άρεως, πλένω (ο άσχετος) το πρόσωπο-μου με νερό –πονάν τα μάτια-μου φριχτά– και καταφεύγω στο σπίτι της μητέρας-μου, Αλεξάνδρας 3· με περιποιείται και φθάνω σπίτι-μου (Ηπείρου 1) κατά τις δέκα το βράδυ. Εκεί με περιμένουν τα τηλεφωνήματα του Σκουληκίδη: «Πήγαινε στους φίλους-σου στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ερυθρού Σταυρού, στην οδό Γ´ Σεπτεμβρίου, να διαμαρτυρηθείς, γιατί δεν στέλνουν αυτοκίνητο να πάρουν τραυματίες μέσα απ’ το Πολυτεχνείο, όπου έχουν καταφύγει». Πάω με κάθε προφύλαξη και αμυαλιά (είχαν αρχίσει οι πυροβολισμοί στους
δρόμους) – μου λένε: «Εμείς πάμε, αλλά δεν μας αφήνουν καν να κουνηθούμε κι ούτε βέβαια να μπούμε στο Πολυτεχνείο».

Ήταν πια ολοφάνερο ότι άλλες «δυνάμεις» κυβερνούσαν κι όχι η δήθεν Κυβέρνηση. Κι είχαν φανεί πλέον οι προθέσεις-τους με το τανκς μπροστά στην πύλη της Πατησίων, με το ιταμό κανόνι προβεβλημένο. Το ναδίρ της Ιστορίας του Στρατού-μας… δεν είμαι ικανός να περιγράψω όσα τραγικά επακολούθησαν·
άλλωστε, τη στιγμή που το τεθωρακισμένο γκρέμιζε την πύλη, εγώ έπεφτα με κολικό του νεφρού, καθώς (απ’ την προς την οδό Μάρνη μπαλκονόπορτα-μου) είχα απευθείας οπτική επαφή με το Πολυτεχνείο.

Θα ήθελα όμως να τελειώσω με τη Συνέλευση Καθηγητών και Συγκλήτου το επόμενο πρωί, 17 Νοεμβρίου 1973, ημέρα Σάββατο, σ’ ένα μικρό αμφιθέατρο (στο Κτίριο Εργαστηρίου Αντοχής) στου Ζωγράφου. Ο λαμπρός Πρύτανης Κ. Κονοφάγος περιγράφει τα γεγονότα των ημερών, διαβάζει τις ανακοινώσεις της Συγκλήτου, δίνει πληροφορίες για τραυματίες σπουδαστές-μας, ανακοινώνει προσχέδιο για τη σχεδιαζόμενη νέα ανακοίνωση της Συγκλήτου και ζητά γνώμες και
προτάσεις των παρισταμένων καθηγητών. Έχει μεριμνήσει για ένα μικρό μαγνητόφωνο, ώστε να κρατηθούν Πρακτικά της ιστορικής εκείνης συνάντησης.

Ζητώ αμέσως τον λόγο και διαβάζω σχέδιο απόφασης της Συγκλήτου. Αντιγράφω εδώ το απομαγνητοφωνημένο κείμενο. (Χάρις στην κα Β. Φλέσσα έχω ένα ψηφιοποιημένο απ’ την ΕΡΤ αντίτυπο της αρχικής κασέτας).

«1. Ὡς γνωστόν, κατά τά γεγονότα τοῦ Φεβρουαρίου 1973, αἱ προσδοκίαι τῆς Συγκλήτου τοῦ Ἱδρύματος διεψεύσθησαν πολλαπλῶς:
1) Ἐγένετο εἰσβολή τῆς ἀστυνομίας εἰς τό Πολυτεχνεῖον, παρά τάς ρητάς ἀντιρρήσεις τῆς Συγκλήτου.
2) Κατεπατήθησαν τά γραφεῖα τῆς Συγκλήτου καί ἔγιναν ξυλοδαρμοί ἐπ’ αὐτῆς ταύτης τῆς τραπέζης αὐτῆς, ὑπό τά ὄμματα ἐνίων συγκλητικῶν.
3) Ἐδόθησαν ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν δημοσιότητα ἀνακριβεῖς δημοσιεύσεις προερχόμεναι δῆθεν ἐκ τῆς Πρυτανείας.
2. Ἐξ ἄλλου κατά τά γεγονότα τῆς 17ης Νοεμβρίου:
1) Ἐγένετο εἰσβολή εἰς τό Π., ὑπό τοῦ Στρατοῦ αὐτήν τήν φοράν, παρά τάς πρό ὀλίγων ὡρῶν ἀντιθέτους ρητάς διαβεβαιώσεις τῆς Κυβερνήσεως καί παρά τήν σαφεστάτην καί ἐπανειλημμένως διατυπωθεῖσαν ἀντίθεσιν τῆς Συγκλήτου.
2) Ἐχύθη αἷμα.
3. Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω καθίσταται σαφές ὅτι αἱ ἁρμοδιότητες τῆς Συγκλήτου καί αὐτό τοῦτο τό κῦρος αὐτῆς καταργοῦνται κατά διαστήματα, κατά τρόπον ἀνεξήγητον, καί δή ὑπό τῶν Ἀρχῶν ἐκείνων αἱ ὁποῖαι εἶναι τεταγμέναι διά τήν προστασίαν αὐτῶν. Ἐνώπιον τῆς καταστάσεως ταύτης ἡ Σ. ἐξήτασε τό ἐνδεχόμενον τῆς παραιτήσεώς της. Ἐπειδή ὅμως τό μέτρον τοῦτο ληφθέν κατά τό παρελθόν εἰς οὐδέν ὠφέλησεν, ἀλλά καί λόγω τοῦ βαρέος κλονισμοῦ τῆς ἐμπιστοσύνης τῆς Σ. πρός τήν εὐστοχίαν τῶν ἀποφάσεων τῶν ἁρμοδίων πρός τούς ὁποίους θά ὑπεβάλλετο ἡ τοιαύτη παραίτησις, ἡ Σ. κατέληξεν εἰς τήν ἀπόφασιν νά ἀσχοληθῆ μέ τό ἐν θέματι πρόβλημα (τοῦ ὁποίου προβλήματος ἡ ἁρμοδιότης τῆς ἀνήκει), εἰς τό ἐπίπεδον ἀκριβῶς ἐκεῖνο εἰς τό ὁποῖον τό πρόβλημα τοῦτο μετετοπίσθη ἐκ τῶν πραγμάτων (πάντως δέ οὐχί ὑπαιτιότητι αὐτῆς). Ἐπί τούτοις, ἡ Σ. ἐπιθυμεῖ νά καταστήση σαφές ὅτι συναισθάνεται βαθύτατα τεταγμένον καθῆκον αὐτῆς νά ἀσχοληθῆ μέ τό πρόβλημα τοῦτο, ἀνεξαρτήτως τῆς θέσεως εἰς τήν ὁποίαν θά χρειασθῆ οὕτως εἰπεῖν νά τό συναντήση.

Οὕτως, ἡ Σ. παρατηρεῖ τά κάτωθι:

1) Τό φαινόμενον τῆς ἀναστατώσεως τῆς νεολαίας συνιστᾶ διεθνές φαινόμενον ἐξόχως περίπλοκον καί ἐν ταυτῷ μεγίστης σημασίας διά τό μέλλον, διεθνῶς ἀναγνωριζομένης. Παρατηρεῖται ἐπί τούτοις ὅτι παρ’ ἡμῖν τό θέμα ἔχει ἀντιμετωπισθῆ μέ μίαν χαρακτηριστικήν ἔλλειψιν ψυχραιμίας καί μέ μίαν προοπτικήν ἀμέσων οἱονεί “λύσεων”, αἱ ὁποῖαι ἀφήνουν ἤδη τεραστίας οὐλάς εἰς τήν ἱστορικήν μνήμην τῶν νέων, ἐγκυμονοῦσαι μεγίστους ἐθνικούς κινδύνους.
2) Παρ’ ἡμῖν, εἰδικώτερον, ὀφείλει νά ἀναγνωρισθῆ τό ἰδιότυπον ψυχολογικόν κλῖμα εἰς τό ὁποῖον εὑρέθη ἡ φοιτητική νεολαία κατά τά τελευταῖα ἔτη: Ἡ πολυετής ἀπουσία τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν ἀπό τήν ρύθμισιν τῶν τοῦ οἴκου των, ἡ ἄστοχος χρῆσις πολιτικῶν λαβάρων εἰς πλείστους πανεπιστημιακούς χώρους, ἡ διάψευσις ὑποσχέσεων τῶν ἀρχῶν εἰς περιπτώσεις ἐνδοπανεπιστημιακῶν ἐκδηλώσεων, ὁ νόμος περί στρατεύσεως κ.λπ. κ.λπ. δέν συνιστοῦν κλῖμα ἐντός τοῦ ὁποίου δικαιούμεθα νά ζητοῦμεν “κοσμιότητα” ἀπό τήν πλέον εὐαίσθητον μερίδα τοῦ Ἔθνους. Παρά ταῦτα, πάντως, ἡ Σ. εὐμενῶς σημειοῖ τήν συστηματικήν καί εὔστοχον ἀπομόνωσιν τῶν ἐξτρεμιστικῶν στοιχείων τήν ὁποίαν τελικῶς ἐπέτυχον οἱ σπουδασταί τοῦ ΕΜΠ, τήν ἀπάλειψιν τῶν ὀλίγων ἀναρχικῆς ἐμπνεύσεως συνθημάτων, τήν πλήρη διαφύλαξιν τῶν Ἐργαστηρίων καί τῶν Ἑδρῶν κ.λπ.
3) Ἐν ὄψει πάντων τῶν ἀνωτέρω ἡ Σ. τοῦ ΕΜΠ διαδηλοῖ τήν ἀνάγκην ρυθμίσεως τοῦ ὅλου προβλήματος τῆς φοιτητικῆς ἀναταραχῆς, ἐπί τῇ βάσει εὐρυτέρων καί μονιμωτέρων μέτρων, ἤτοι της θεσπίσεως των δημοκρατικων ελευθεριων εις τήν Χώραν, μόνων ικανων πλέον διά τήν ριζικήν καί μακρόπνοον λύσιν καί του προβλήματος αυτου»

Η αναγκαστική μετροέπεια κι η καθαρεύουσα αυτού του κειμένου δεν κρύβουν την αγωνία των καθηγητών του ΕΜΠ – κι ούτε μειώνουν τη σημασία του τελικού αιτήματος για την αποκατάσταση της δημοκρατίας· ένα αίτημα πρωτόφαντο για μια Σύγκλητο ελληνικού πανεπιστημίου τον καιρό της χούντας.

Το κείμενο-μου δεν έγινε τελικώς δεκτό. Αλλά κι η ανακοίνωση που βγήκε ήταν αρκετά καλή.

Με ασήμαντες εξαιρέσεις το καθηγητικό σώμα και η Σύγκλητος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου βρέθηκαν, νομίζω, εκείνον τον καιρό στο ύψος των περιστάσεων, στηρίζοντας τον ηρωισμό των σπουδαστών.

Θεοδόσης Π. Τάσιος, ομότιμος καθηγητής Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου


Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Πολυτεχνείο, 1973. Η φοιτητική εξέγερση», που κυκλοφόρησε στις 12 Νοεμβρίου αποκλειστικά με «Το Βήμα της Κυριακής» με την υπογραφή κορυφαίων ακαδημαϊκών, συγγραφέων και δημοσιογράφων και την επιστημονική επιμέλεια τριών διακεκριμένων επιστημόνων και ακαδημαϊκών (Β. Παναγιωτόπουλου, Γ. Βούλγαρη και Σ. Ριζά).

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.