Η σύνταξη της περίφημης ρύθμισης για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια της χώρας μας δεν αποδεικνύεται τόσο εύκολη όσο παρουσιάστηκε μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. Κατ ακρίβεια, μοιάζει πλέον με έναν πραγματικό γρίφο, καθώς τα προβλήματα που προηγούνται της σύνταξης της είναι αρκετά και η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε λάθος βήματα μεγάλη. Όποιος δε, τα βαδίσει, κινδυνεύει με μια πολιτικά καθοδική πορεία.
Ιδού πως έχει σήμερα το παρασκήνιο που καταγράφει η δημοσιογραφική έρευνα: Την περίοδο αυτή (και τους μήνες που προηγήθηκαν από την εκκίνηση του θέματος), στη χώρα μας έχει φουντώσει το lobbying από δυο κυρίως ενδιαφερόμενους πόλους: τα κυπριακά ιδιωτικά πανεπιστήμια που επιθυμούν διακαώς να «μπουν» στην ελληνική αγορά (με εξασφαλισμένο το προνόμιο της γλώσσας που θα φέρει πολύ περισσότερους νέους στα επι πληρωμή προγράμματα τους) και τους εκπροσώπους των ελληνικών κολεγίων που επιθυμούν επίσης διακαώς να …ενηλικιωθούν και να γίνουν «πανεπιστήμια».
Το ερώτημα είναι με ποια κριτήρια θα ενταχθούν τα νέα ιδιωτικά ανώτατα Ιδρύματα στο ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με την μικρότερη δυνατή ακαδημαϊκή «φθορά». Και βέβαια, με τον κίνδυνο υποβάθμισης των δημόσιων ΑΕΙ της χώρας, να καραδοκεί.
Γιατί, από την μια πλευρά, θα έχεις δημόσια δωρεάν ανώτατα Ιδρύματα στα οποία οι νέοι θα μοχθούν μέσω ενός ασφυκτικού (και συχνά άδικου αν μελετήσουμε τις παρενέργειες της περίφημης Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής) εξεταστικού συστήματος.
Και από την άλλη πλευρά, θα έχεις ιδιωτικά ΑΕΙ επί πληρωμή, με τελείως διαφορετικά κριτήρια εισαγωγής (γιατί ο Έλληνας νομοθέτης μπορεί να φτιάξει ότι κριτήρια θέλει για την λειτουργία τους, αλλά να καθορίσει τον τρόπο εισαγωγής των φοιτητών σε παραρτήματα άλλων χωρών, είναι βέβαιο ότι δεν το μπορεί).
Σ αυτό το σκηνικό, το «βάρος» πέφτει στην Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης της χώρας (ΕΘΑΑΕ) η οποία δεν μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια σε σοφές ή γενναίες κινήσεις. Η ηγεσία της δε, συντάσσει απλά εκθέσεις μια φορά τον χρόνο που στην πραγματικότητα αποτελούν «αποδελτίωση» ευρωπαϊκών ερευνών με στατιστικά στοιχεία για την ανώτατη εκπαίδευση, αλλά χωρίς καμία χαρτογράφηση του ελληνικού πανεπιστημιακού χώρου: πόσα τμήματα έχουν κοινά επιστημονικά αντικείμενα, πόσες ειδικότητες επαναλαμβάνονται σε επιστημονικά αντικείμενα που δεν έχουν απορρόφηση από την αγορά, ποια τμήματα θέλουν επικαιροποίηση των προγραμμάτων τους, που υπάρχουν «δίδυμα» τμήματα που πρέπει να κλείσουν κλπ.
Η ΕΘΑΑΕ λοιπόν θα διατυπώσει τώρα τα κριτήρια με τα οποία θα γίνουν δεκτά τα ιδιωτικά ΑΕΙ στην Ελλάδα και τα οποία είναι βέβαιο ότι θα βασιστούν στα παρακάτω:
- – Κοινές προδιαγραφές με τα δημόσια ΑΕΙ στο κτιριακό επίπεδο και τις εγκαταστάσεις τους (εδώ βέβαια είναι προφανές ότι ένας μεγάλος ιδιωτικός οργανισμός θα ανταποκριθεί με άνεση).
- – Κοινός τρόπος επιλογής των καθηγητών του (στην Ελλάδα είναι υποχρεωτικοί οι διδακτορικοί τίτλοι για κάθε καθηγητή ΑΕΙ).
- – Κοινές προδιαγραφές στο πρόγραμμα σπουδών (ένας κοινός οδικός χάρτης όσον αφορά τα επιστημονικά αντικείμενα και τις προδιαγραφές τους με τα δημόσια ΑΕΙ).
Το βέβαιο επίσης είναι ότι θα ξεκινήσουμε μόνο με παραρτήματα ξένων ΑΕΙ στη χώρα μας και όχι με την εξ αρχή ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα, κάτι που απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Διακρατικές συμφωνίες λοιπόν για την ίδρυση παραρτημάτων τους στην Ελλάδα, εγγραφή τους σε ειδικό μητρώο και έγκριση από την ΕΘΑΑΕ με ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια.
Ο νέος νόμος που συντάσσεται αυτή την στιγμή, θα βασιστεί στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, υπόθεση C66/18 (γνωστή ως υπόθεση Soros) της Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας. Και σε αυτήν κρίθηκε «ότι η επ’ αμοιβή διοργάνωση μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, που εμπίπτει στο κεφάλαιο της Συνθήκης το οποίο αφορά την ελευθερία εγκατάστασης, εφόσον ασκείται από υπήκοο ενός κράτους-µέλους εντός άλλου κράτους-µέλους». Ακόμη αναφέρεται σ αυτήν ότι επιτρέπεται σε μία εταιρεία που έχει συσταθεί «σύμφωνα µε τη νομοθεσία του κράτους-µέλους όπου έχει την καταστατική έδρα της, να ιδρύσει υποκατάστημά σε άλλο κράτος-µέλος».
Τα προβλήματα και οι κίνδυνοι
Είναι αλήθεια ότι έχουμε ήδη στη χώρα μας πληθώρα παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων που συνεργάζονται ήδη με ελληνικά κολέγια και έχουν την μορφή ιδιωτικών εταιριών οι οποίες παρέχουν πτυχία τα οποία αναγνωρίζουμε (ακολουθώντας τους νόμους της ΕΕ) σε επίπεδο επαγγελματικών δικαιωμάτων ως ισότιμα των πτυχίων δημοσίων ΑΕΙ της χώρας.
Είναι αλήθεια επίσης ότι μεγάλα Ιδρύματα γειτονικών χωρών, εδώ και καιρό, συζητούν την ίδρυση νέων παραρτημάτων τους (ειδικά στον τομέα της Ιατρικής που συγκεντρώνει το περισσότερο ενδιαφέρον), σε συνεργασία με ιδιωτικά μεγάλα νοσοκομεία της πρωτεύουσας.
Ωστόσο, η νέα αυτή αγορά και η ανεξέλεγκτη ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στα αστικά κέντρα (ανεξαρτήτως του επιπέδου ή της επιστημονικής τους επάρκειας) είναι πιθανότατο σε λιγότερο από δυο χρόνια να οδηγήσει στο …κλείσιμο δημοσίων πανεπιστημίων σε νησιωτικές και ακριτικές περιοχές (όπως το πανεπιστήμιο Αιγαίου, Πελοποννήσου, Δυτ. Μακεδονίας κ.α.) τα οποία η χώρα μας χρειάζεται για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Μια πρόταση: καθώς η βασική μας πρόθεση είναι να αποτελέσουν τα ιδιωτικά ΑΕΙ πόλο έλξης φοιτητών και φοιτητριών από το εξωτερικό, ίσως θα ήταν φρόνιμο να ξεκινήσουμε επιτρέποντας την λειτουργία μόνο ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών από ιδιωτικά ΑΕΙ, έτσι ώστε να αποτελέσουν έναν διακριτό πόλο στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας που δεν θα ανταγωνιστεί ευθέως τα δημόσια πανεπιστήμια.
Στη χώρα μας έχουμε παρατηρήσει συχνά τον υδροκεφαλισμό ιδιωτικών παροχών (σε τομείς όπου θα έπρεπε να καλύπτει ένα κράτος πρόνοιας προς τους πολίτες του), που συνήθως καταλήγει στην απόλυτη υποβάθμιση των δημοσίων οργανισμών και ιδρυμάτων του.
Πρέπει λοιπόν να προστατεύσουμε τα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας. Πρέπει να τα στηρίξουμε και να διατηρήσουμε το επιστημονικό επίπεδο και το κύρος τους.
Η δημόσια ανώτατη εκπαίδευση είναι κάτι που παρέχουμε ακόμη πλήρως δωρεάν (μόνο στο προπτυχιακό επίπεδο βέβαια, καθώς στις μεταπτυχιακές σπουδές πλέον συνήθως απαιτούνται δίδακτρα).
Η ιδιωτική αγορά στο χώρο των ΑΕΙ είναι ένα θέμα που πρέπει να ρυθμιστεί γιατί πράγματι σε πολλά σημεία είναι οπισθοδρομικό ή αποσπασματικό και χαώδες. Όχι όμως σε βάρος των δημοσίων πανεπιστημίων μας. Και ο κίνδυνος βρίσκεται μπροστά μας…