Αν και δεν διαθέτει τη σχετική συνταγματική αναγνώριση, η αντιπολίτευση στη δημοκρατία μας νοείται ως «θεσμικό αντίβαρο» και εντάσσεται στους μηχανισμούς ελέγχου του τρόπου με τον οποίο ασκείται η εξουσία.
Ακριβώς όμως επειδή δεν υπάρχει συνταγματική πρόβλεψη, η απουσία αντιπολίτευσης δεν νοείται ως «θεσμικό κενό». Το όποιο κενό καλύπτεται απλώς στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής.
Συμβαίνει έτσι να έχουμε ένα κυβερνών κόμμα το οποίο, κατά δήλωση της ηγεσίας του, αντιπολιτεύεται μόνο ο κακός του ο εαυτός.
Ένα δεύτερο κόμμα, μάλλον σε αποδρομή, όπου οι μισοί αντιπολιτεύονται τους άλλους μισούς.
Κι ένα τρίτο το οποίο, ανάλογα με την οπτική γωνία που το βλέπει κανείς, βρίσκεται σε κατάσταση αντιπολιτευτικής αναμονής ή αντιπολιτευτικής ύπνωσης. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, πάντως, αντιπολιτεύεται επίσης τον εαυτό του.
Τα τρία αυτά δεδομένα στοιχειοθετούν ένα νέο είδος αντιπολίτευσης που καλύπτει το όποιο αντιπολιτευτικό κενό κυρίως αυτοαναφορικά και οπωσδήποτε εκ των έσω.
Η νέα αυτή αντιπολίτευση δεν προσφέρεται για τεχνητές πολώσεις που τόσο χαρακτήρισαν τη μεταπολιτευτική μας περίοδο.
Προσφέρεται όμως για χάζι.
Είτε σε επίπεδο ατυχών και υπερφίαλων δηλώσεων από κυβερνητικά στελέχη.
Είτε στη συσκευασία της σάλτσας Pummaro.
Είτε σε «ώρα ΠΑΣΟΚ».