«Τα κόμματα μιλούν με τη γραμματική της διπλής γλώσσας, του λαϊκίστικου στερεότυπου για δημόσια χρήση και του κυνισμού για χρήση εσωτερική. Ο λόγος της συμπολίτευσης και ο λόγος της αντιπολίτευσης συνυπάρχουν σ’ έναν φαύλο κύκλο όπου η οξύτητα των διατυπώσεων επιτρέπει σε όλους να συγκαλύπτουν την ανειλικρίνεια των εξαγγελιών τους μα και μια προγραμματική τους αμηχανία. Ηρθε η ώρα να σπάσουμε αυτό τον φαύλο κύκλο που κοστίζει ακριβά. Κοστίζει, επειδή μας οδηγεί όλους μαζί σε μια απαξίωση της πολιτικής. Κοστίζει, επειδή εμποδίζει τις λύσεις μεγάλων εθνικών προβλημάτων, που θυσιάζονται χάριν μιας αντίληψης πολιτικού κόστους ή ευκαιριακής εκμετάλλευσης θεμάτων που απαιτούν υπεύθυνη στάση».
Οι διατυπώσεις θα μπορούσαν να είναι χθεσινές, σημερινές ακόμη. Μα έχουν ηλικία σχεδόν τριάντα ετών. Ηταν Μάρτιος 1996. Ο Σημίτης, που είχε μόλις συμπληρώσει δύο μήνες πρωθυπουργός, έκανε την ασυνήθιστη κίνηση να παραστεί ο ίδιος στο συνέδριο του Συνασπισμού της Αριστεράς και να ανέβει στο βήμα. Η ομιλία του ήταν μια έκκληση για ένα «νέο πλαίσιο για τον διάλογο, τη συνύπαρξη και την αντιπαράθεση ανάμεσα στα κόμματα». Ηταν, προπάντων, μια πρόσκληση σε διάλογο και κοινή δράση στο πλαίσιο μιας Κεντροαριστεράς με εσωτερική πολυχρωμία, «ιστορική και ιδεολογική πολυμορφία». Οπου ως Κεντροαριστερά οριζόταν «ένα νέο σχέδιο που ενώνει ηθικό ορίζοντα και εκσυγχρονιστική πρακτική, ανάπτυξη και κοινωνική ευαισθησία».
Το άνοιγμα δεν βρήκε ανταπόκριση και δεν είχε συνέχεια. Με τα σημερινά μέτρα, μάλιστα, και με μια εκδοχή Αριστεράς να πλειοδοτεί σε αντιεκσυγχρονιστικό μένος έναντι της βαθιάς λαϊκής Δεξιάς, η διατύπωση και μόνον μιας τέτοιας πρότασης ακούγεται εξωφρενική. Σκανδαλώδης. Αλλά τότε κανείς στο ακροατήριο δεν είχε σκανδαλιστεί. Ο Σημίτης ήταν, στα χρόνια της εσωκομματικής του μοναξιάς, πριν διαδεχθεί τον Ανδρέα, ο πιο τακτικός, ίσως, συνομιλητής της Αριστεράς μεταξύ όλων των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Τον Δεκέμβριο του 1989, για παράδειγμα, λίγες εβδομάδες μετά την πτώση του τείχους και με την ένταση στις σχέσεις ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού στα κόκκινα, ο Σημίτης είχε πάρει μέρος σε μια δημόσια συζήτηση με τον αείμνηστο Γρηγόρη Γιάνναρο και τον Μίμη Ανδρουλάκη με θέμα «Ποια Αριστερά για το 2000;».
Η συζήτηση είχε κάνει αίσθηση τότε – τη θυμήθηκε στην πρόσφατη εκδήλωση για τον πρώην πρωθυπουργό ο Γιάννης Βούλγαρης. Το θέμα της ήταν οι ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ανατολική Ευρώπη τόσο για την κομμουνιστική Αριστερά όσο και για τη σοσιαλδημοκρατία. Και το ερώτημα που είχε κυριαρχήσει ήταν αν, μετά την πτώση, υπήρχαν πια οι προϋποθέσεις άρσης του σχίσματος και σύγκλισης των δύο χώρων. Το ερώτημα ήταν επίσης πώς ορίζεται κάθε φορά το περιεχόμενο της διαφοράς Αριστεράς και Δεξιάς, μεταρρύθμισης και συντήρησης. Ο Σημίτης είχε ρωτήσει, για παράδειγμα, τον Γιάνναρο και τον Ανδρουλάκη: Η σταθεροποιητική πολιτική, που ακολουθήθηκε σε πολλές χώρες μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις ήταν «Θατσερικη, μονεταριστικì, αντιλαϊκή, αντεργατική»; Ακόμη κι αν είχε οδηγήσει «σε συγκράτηση του πληθωρισμού, βελτίωση του βιοτικού́ επιπέδου και αύξηση των εισοδημάτων»; Ηταν στην πράξη αριστερή ή δεξιά πολιτική;
Η ερώτηση μοιάζει πια πολυτελής. Και απ’ όλα αυτά δεν έχει μείνει πια ούτε καν κάποιος μακρινός απόηχος. Η ατζέντα του διαλόγου εντός της Αριστεράς και περί αυτήν έχει αλλάξει δραματικά, ξανά και ξανά, παντού στην Ευρώπη, πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Οπου έχει συντελεστεί μια επιπλέον κρίσιμη αλλαγή. Η «αθώα του αίματος» Αριστερά στην οποία απευθυνόταν το 1996 ο Σημίτης ενσωμάτωσε και βίωσε υποδειγματικά η ίδια αυτό που ήταν τότε αμαρτία των «άλλων» – την κατά Σημίτη «λαϊκίστικη δημαγωγία και διπρόσωπη υποκρισία του πολιτικού λόγου».
Ο διάλογος περί Αριστεράς, στο περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον, διεξάγεται τώρα σε ένα κλίμα – με τα λόγια του Κωνσταντίνου Τσουκαλά – «ματαίωσης, θλίψης και ντροπής» και με τον κίνδυνο – με τα λόγια του Γιώργου Σταθάκη – της «γελοιοποίησης». Η επικράτηση των «λαϊκιστών», που διεκδικούν μια φαντασιακή αναβίωση του παραδοσιακού δικομματισμού, με τον ΣΥΡΙΖΑ στον ρόλο του ενός πόλου, επί όσων επέμεναν να νοσταλγούν προγραμματική αντιπολίτευση, αριστερή ταυτότητα και μεταρρυθμιστικό προγραμματικό λόγο, δημιουργεί νέα δεδομένα.
Ο Σταθάκης τοποθετεί την αρχή του κακού στο 2019. Οταν μετά την εκλογική ήττα ο ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόταν να μπολιαστεί με «καινούργιες κεντρικές ιδέες», μια νέα στρατηγική σύλληψη «που θα του επέτρεπε να επανεφεύρει τον εαυτό του μετά το τέλος της μνημονιακής περιόδου». Και αντ’ αυτού, περιορίστηκε στην ευκολία του αντιμητσοτακικού λαϊκισμού και μιας φύρδην-μίγδην διεύρυνσης στο πλαίσιο της οποίας ο Κασσελάκης έμοιαζε απολύτως συμβατός. Οσα συμβαίνουν σήμερα, ξεκίνησαν το 2019.
Μα η αρχή του κακού, νομίζω, θα έπρεπε να τοποθετηθεί νωρίτερα, το 2012. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ διέπραξε το «προπατορικό αμάρτημα». Το οποίο δεν ήταν, όπως συνήθως λέγεται, η συνεργασία του με τους ΑΝΕΛ. Ηταν η διεκδίκηση της εξουσίας με τα συνθήματα, τη λογική, το ύφος και το ήθος των ΑΝΕΛ. Και η διαχείρισή της με τρόπο, κατά τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, «κατώτερο των προσδοκιών και εν πολλοίς αφελή».
Μπορεί τώρα να αναταχθεί η ζημιά; Να «δικαιωθεί της αμαρτίας» ένα κόμμα και μάλιστα εν ζωή; Να ξανακερδηθεί η χαμένη αθωότητα; Κανείς δεν έχει την απάντηση στα ερωτήματα. Κι είναι σαν να επιστρέφουμε, με άλλους, πολύ δυσκολότερους όρους, σε πολύ δυσμενέστερο περιβάλλον, αλλά με τον ίδιο τίτλο, σε εκείνη τη συζήτηση του παταγώδους 1989: Ποια Αριστερά για τον 21ο αιώνα; Ούτε σε αυτό το ερώτημα έχει κανείς την απάντηση. Μόνον μια γενική (και μη αποδείξιμη φυσικά) αίσθηση πως το ερώτημα εξακολουθεί να έχει νόημα.