Η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η καταστολή της έχουν την αυτοτελή σημασία τους ως ιστορικό γεγονότα, εντάσσονται όμως σε μια ιστορική αλληλουχία, η οποία έχει ως αφετηρία την κατάληψη της Νομικής Σχολής στις 21-22 Φεβρουαρίου 1973, συνεχίζεται με το αποτυχόν κίνημα του Ναυτικού το Μάιο του 1973 και ακολουθείται από την κατάργηση της μοναρχίας την 1η Ιουνίου, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 29 Ιουλίου σχετικά με ένα νέο σύνταγμα που επρόκειτο να αποτελέσει το πλαίσιο μιας ελεγχόμενης πολιτικοποίησης και επανόδου σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα υπό κηδεμονία.

Η περίοδος αυτή η πυκνή σε γεγονότα υπεδείκνυε ως βασικό πρόβλημα τη νομιμοποίηση. Η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος κατά την εξαετία που είχε διαρρεύσει ήταν αναμφισβήτητη, ο κατασταλτικός του μηχανισμός είχε εξαρθρώσει απόπειρες οργανωμένης αντίστασης και η πιθανότητα δυναμικής ανατροπής ήταν μόνο θεωρητική καθώς οι υποστηρικτές της δικτατορίας κυριαρχούσαν στις ένοπλες δυνάμεις, ιδίως στο στρατό, που αποτελούσε το κλειδί για τη δομή της εξουσίας.

Η προοπτική των εκλογών, οι οποίες αναμενόταν να διεξαχθούν το Φεβρουάριο του 1974, έθετε διλήμματα στις πολιτικές δυνάμεις. Επιβαλλόταν η αποχή από τη νέα διαδικασία ή η συμμετοχή, η οποία όμως μπορεί να κατέληγε στη νομιμοποίηση ενός αυταρχικού καθεστώτος. Ο αρχηγός της συντηρητικής Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ) Παναγιώτης Κανελλόπουλος, τελευταίος πρωθυπουργός της προδικτατορικής εποχής, υποστήριζε τη γραμμή της αποχής όπως και ο θεωρούμενος ως διάδοχος του Γεωργίου Παπανδρέου στην ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, του άλλου ισχυρού κομματικού πόλου της προδικτατορικής περιόδου, Γεώργιος Μαύρος. Ισχυρά στελέχη της ΕΡΕ όμως, όπως ο Γεώργιος Ράλλης, πίστευαν ότι πριν οι πολιτικές δυνάμεις καταλήξουν στην απόφαση της αποχής έπρεπε να υποβάλουν συγκεκριμένους όρους για τη διεξαγωγή των εκλογών με τους οποίους θα εξασφαλιζόταν ένα αδιάβλητο αποτέλεσμα. Επίσης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ ήταν θετικός, είχε άλλωστε υποστηρίξει τα προηγούμενα χρόνια μια πολιτική «γέφυρας», δηλαδή συμφωνημένης με τη χούντα εξόδου από τη δικτατορία. Με ενδιαφέρον έβλεπαν το πείραμα Μαρκεζίνη και ο Στέφανος Στεφανόπουλος και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, οι δύο πιο σημαντικοί εκπρόσωποι των λεγόμενων αποστατών της Ένωσης Κέντρου. Υπέρ της εξελικτικής προσέγγισης και της εξέτασης συγκεκριμένων προϋποθέσεων ώστε να μην χαθεί μια ενδεχόμενη ευκαιρία εξόδου από τη δικτατορία τάσσονταν ο Ηλίας Ηλιού, ηγέτης της προδικτατορικής Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), αλλά η προσκείμενη στη Μόσχα ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) παρέμενε αρνητική.

Η συζήτηση δεν ωρίμασε πλήρως καθώς ήδη στις 4 Νοεμβρίου σημειώθηκαν τα πρώτα επεισόδια μεταξύ αντιφρονούντων και αστυνομικών δυνάμεων στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου. Στις 14 Νοεμβρίου ακολούθησε η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Τα γεγονότα αυτά έδειχναν με σαφήνεια ότι η πολιτικοποίηση του στρατιωτικού καθεστώτος είχε θέσει σε κίνηση μια διαδικασία πολιτικής κινητοποίησης και αμφισβήτησης: Η φιλελευθεροποίηση ήταν ανεπαρκής ως προς το θεσμικό της σκέλος και δημιουργούσε ζητήματα νομιμοποίησης, αυτή η τελευταία απέρρεε από μια ζωηρή αμφισβήτηση της γνησιότητάς της. Ταυτόχρονα όμως σήμαινε χαλάρωση της καταστολής και, πολύ σημαντικό, ελευθερία του τύπου και δημόσιο διάλογο με συνέπεια την εκδήλωση της πολιτικής διαμαρτυρίας. Η ένταση της πολιτικής διαμαρτυρίας δημιουργούσε παράλληλα ανησυχία στο σκληρό πυρήνα και στη βάση των στρατιωτικών υποστηρικτών ενός καθεστώτος το οποίο αντιμετώπιζε μεν αδιέξοδα στρατηγικής φύσης αλλά ταυτόχρονα η δυνατότητά του να ελέγξει την κατάσταση και να επιβάλει την εξουσία του δεν είχε αμφισβητηθεί. Η απόπειρα πολιτικοποίησης είχε να αντιμετωπίσει αυτές τις αντιφατικές πιέσεις μεταξύ αυτών που πίστευαν ότι ο εκδημοκρατισμός ήταν ανεπαρκής ή και επίπλαστος και αυτών που πίστευαν ότι δημιουργούσε προϋποθέσεις «αναρχίας». Ούτε ο Παπαδόπουλος ούτε ο Μαρκεζίνης είχαν το πολιτικό κεφάλαιο και την αξιοπιστία ώστε να εξασφαλίσουν την υποστήριξη ενός μεγάλου μέρους της δεξιάς και του κέντρου του προδικτατορικού πολιτικού συστήματος ώστε να υπάρξει η κρίσιμη μάζα συμμετοχής στις εκλογές που προγραμματίζονταν για τις αρχές του 1974.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποκάλυψε τις αντιφάσεις που εμπεριείχε μια πορεία φιλελευθεροποίησης. Ο στρατός δεν ήταν έτοιμος να υποστηρίξει ένα γνήσιο εκδημοκρατισμό, η υπόθεση περιπλεκόταν από την προσωπική στρατηγική του Παπαδόπουλου, οι πολιτικές δυνάμεις της προδικτατορικής περιόδου δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσουν ήδη στην αφετηρία της διαδικασίας μια ενιαία θέση και όρους για ένα γνήσιο εκδημοκρατισμό. Τέλος, ο αμερικανικός παράγων, ο οποίος συνεργαζόταν στενά με το στρατιωτικό καθεστώς και θεωρείτο ικανός να επιδράσει στην ελληνική πολιτική εξέλιξη, είχε παραμείνει τη δεδομένη στιγμή προσκολλημένος σε μια μάλλον παρωχημένη αντίληψη που συνέδεε την προστασία των αμερικανικών στρατηγικών συμφερόντων με αυταρχικά καθεστώτα τα οποία υποτίθεται ότι απέτρεπαν την άνοδο στην εξουσία των διαφόρων ρευμάτων της αριστεράς. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ένα ελληνικό γεγονός ενταγμένο στις ιδιαίτερες εξελίξεις της ελληνικής πολιτικής αλλά ήταν ταυτόχρονα και ένα γεγονός που προέκυπτε από τον ολοένα και αυξανόμενο ρόλο των φοιτητικών κινημάτων στην πολιτική σκηνή των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών που πρόβαλε διεκδικήσεις των νεώτερων γενεών οι οποίες συχνά ήταν ιδεολογικά επηρεασμένες από την επαναστατική ή ανατρεπτική οπτική διαφόρων μαρξιστικών εκδοχών. Ταυτόχρονα ήταν ένα πρόδρομο σήμα του κύματος εκδημοκρατισμού της Νότιας Ευρώπης το οποίο άρχισε να εκδηλώνεται από την άνοιξη του 1974. Αυτό το κύμα εκδημοκρατισμού όφειλε περισσότερα στην κοινωνική δυναμική και την πολιτική ωριμότητα των κοινωνιών και των πολιτικών δυνάμεων στη Νότια Ευρώπη και λιγότερα στον αμερικανικό ή το δυτικοευρωπαϊκό παράγοντα.

Ο Σωτήρης Ριζάς είναι Διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι ένας εκ των τριών διακεκριμένων επιστημόνων και ακαδημαϊκών που επιμελούνται το βιβλίο «Πολυτεχνείο, 1973. Η φοιτητική εξέγερση» που κυκλοφορεί στις 12 Νοεμβρίου αποκλειστικά με «Το Βήμα της Κυριακής».