«Το Τείχος του Βερολίνου δεν υπάρχει πλέον και αυτό δημιουργεί νέα, μεγάλα προβλήματα, γιατί ασφαλώς φέρνει μια ουσιαστική μεταβολή στον γεωγραφικό και πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, ίσως στο αμέσως προσεχές μέλλον.
»Υπό την πίεση των λαϊκών εκδηλώσεων στην Ανατολική Γερμανία, μέσα στην πολιτική ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι τελευταίες δραματικές εξελίξεις στην Ουγγαρία και την Πολωνία, με τη δεδηλωμένη ανοχή της Μόσχας και με απόφαση της νέας, κομμουνιστικής ηγεσίας του Ανατολικού Βερολίνου, το τσιμεντένιο “φράγμα” που υψώθηκε τον Αύγουστο 1961 για να συγκρατήσει τους πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας στη χώρα τους υπερκεράσθηκε σαν σύμβολο, αλλά και ουσιαστικά, το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης, το ίδιο απροσδόκητα όσο αναπάντεχα οικοδομήθήκε».
Τόσο περιεκτικά, ψύχραιμα και κατονοητά περιγράφει ο Στάθης Ευσταθιάδης, στο «ΒΗΜΑ» της 12 Νοεμβρίου 1989 το κοσμοϊστορικό γεγονός της Πτώσης του Βερολίνου που είχε συγκλονίσει την υφήλιο λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα, το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου.
Αναπάντεχο
Ο δημοσιογράφος Κώστας Γαλανόπουλος έγραφε στα «ΝΕΑ» της 11ης Νοεμβρίου 1989:
«Αν έλεγε κάποιος πριν από δύο τρεις μήνες ότι το Τείχος του Βερολίνου σήμερα δεν θα υπήρχε πια ουσιαστικά, θα τον θεωρούσαν ανεδαφικό, αδαή της «πολιτικής πραγματικότητας» της Ευρώπης.
»Θα του έλεγαν ότι ένα τέτοιο οικοδόμημα, με βάρος μάλιστα πολιτικό, και με αίμα ακόμη στα θεμέλια και τις κολόνες του, δεν μπορεί βέβαια, ό,τι κι αν συμβεί, να πέσει μέσα σε μια μέρα! Και όμως έγινε.
»Το Τείχος δεν ήταν απλώς το τελευταίο ταμπού στο χωρισμό της Ευρώπης. Μαζί του καταρρέουν – ουαί τοις θυσιασμένοις – θέσεις, απόψεις, ιδέες και πρακτικές που εδώ και σαράντα χρόνια υπήρξαν το πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής ολόκληρης της Ανατολικής Ευρώπης».
Το λάθος
O Νίκος Χειλάς περιγράφει στο «ΒΗΜΑ» το κρίσιμο λάθος του ανατολικογερμανού αξιωματούχου Γκύντερ Σαμπόφσκι, το οποίο καθόρισε τις εξελίξεις το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου.
«9 Νοεμβρίου 1989, 6.30 μ.μ.. Στο Κέντρο Τύπου στην οδό Μόρενστρασε του Ανατολικού Βερολίνου, ο κ. Σαμπόβσκι, το νούμερο 3 – τότε – του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος (ύστερα από τον γενικό γραμματέα Εριχ Χόνεκερ και τον ορισμένο διάδοχό του Εγκον Κρεντς) δίνει συνέντευξη στους ξένους ανταποκριτές. «Μία από τα ίδια» σημειώνει κατά την έναρξή της ένας από αυτούς. Αυτό συνεχίζεται και όταν ο ομιλητής αρχίζει να διαβάζει αποσπάσματα από νέα απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.
»Για αλλαγή των διατάξεων περί ταξιδίων στο εξωτερικό είναι εδώ ο λόγος. Για κατάργηση των περιορισμών. Για ελεύθερη διακίνηση. «Από πότε θα ισχύει αυτό;» ερωτά ιταλός δημοσιογράφος. «Από όσο ξέρω… από τώρα, αμέσως» είναι η απάντηση. H ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται ξαφνικά. Οι δημοσιογράφοι εγκαταλείπουν τρέχοντας την αίθουσα. Στις 7.05 μ.μ. το πρακτορείο Associated Press χρησιμοποιεί ως πρώτο τον όρο «άνοιγμα των συνόρων». Και λίγα λεπτά αργότερα η γερμανική τηλεόραση επιβεβαιώνει ότι η «Ανατολική Γερμανία ανοίγει οριστικά τα σύνορα».
»H πραγματικότητα, που κρυβόταν στις λεπτομέρειες, ήταν βέβαια διαφορετική. Στην απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής αναφέρεται ρητά, ότι το άνοιγμα θα γινόταν όχι αμέσως, αλλά από τις 4.00 π.μ. της επόμενης ημέρας, έτσι ώστε να υπάρξει χρόνος για την ειδοποίηση των συνοριακών αρχών και η όλη υπόθεση να φανεί σαν κάτι που ελέγχουν πλήρως οι ανατολικογερμανικές αρχές. «Δεν υπήρξε κάτι τέτοιο στο χαρτί που μου παρέδωσαν» έλεγε αργότερα ο κ. Σαμπόβσκι. «Ο Γκύντερ παρέβλεψε, ως συνήθως, τα ψιλά γράμματα. Αυτό ήταν που προκάλεσε το χάος στα σύνορα. Με αποτέλεσμα να χάσουμε μαζί με τον έλεγχο και την πολιτική ηγεμονία στη χώρα» ήταν η απάντηση του κ. Κρεντς.
Η κατάρρευση είχε ήδη αρχίσει
»H πτώση του Τείχους δεν οφείλεται, βέβαια, κυρίως σε ατομικά λάθη. Το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού βρισκόταν από καιρό σε πλήρη σήψη – χωρίς λεφτά και χωρίς προοπτική οικονομικής ανάκαμψης. «Μας επισκέπτονταν καθημερινά απεσταλμένοι του Χόνεκερ για να μας πουν πως είναι χρεοκοπημένοι και χρειάζονται άμεσα πίστωση» αποκάλυψε τις προάλλες ανώτατος δυτικογερμανός υπάλληλος, που το 1989 υπηρετούσε στο υπουργείο Οικονομικών, στη Βόννη.
»»Ως αντάλλαγμα πρόσφεραν την απόλυση πολιτικών κρατουμένων και τη χαλάρωση των περιορισμών στα ταξίδια των Ανατολικογερμανών». Και κάτι που υποθέτει ο ίδιος: «Στα τέλη του ’89 ο Χόνεκερ φαινόταν αποφασισμένος να ξεπουλήσει το Τείχος – παρ’ όλο που συνέχιζε να λέει ότι αυτό και μετά 100 χρόνια θα στέκεται ακόμη».
»Αλλά ούτε και εξωτερικά στηρίγματα είχε το καθεστώς. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχε εξαγγείλει τη λήξη του «δόγματος Μπρέζνιεφ», που έδινε στη Σοβιετική Ενωση «αυτοδίκαια» το δικαίωμα επέμβασης στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Και έτι χειρότερα για τον Χόνεκερ: στην τελευταία επίσκεψή του στο Ανατολικό Βερολίνο, με αφορμή τα 40ά γενέθλια της Ανατολικής Γερμανίας την 8η Οκτωβρίου 1989, ήταν – με εξαίρεση τον καθιερωμένο ασπασμό στόμα με στόμα – κάθε άλλο φιλικός προς τον Χόνεκερ. Αντίθετα, φιλικά αισθήματα έδειχνε προς τους διαδηλωτές στην ίδια πόλη, που με το σύνθημα «Γκόρμπι, Γκόρμπι – βοήθα» ζητούσαν την εφαρμογή της περεστρόικα και στην Ανατολική Γερμανία.
Τα κινήματα των πολιτών
»Το αποφασιστικό χτύπημα ήρθε όμως από τα «κάτω», από τα «κινήματα των πολιτών» που είχαν ως ορμητήριο – ελλείψει άλλων φορέων – την εκκλησία των Διαμαρτυρομένων. Παράδειγμα, οι «διαδηλώσεις της Δευτέρας» στη Λειψία, στις οποίες συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άτομα, με μόνιμη αφετηρία την εκκλησία Σανκτ Νικολάι. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η απόδραση χιλιάδων πολιτών μηνιαίως, κυρίως μέσω των δυτικών πρεσβειών στην Πράγα και στη Βουδαπέστη, αλλά και από τα σύνορα της Ουγγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας προς την Αυστρία. Ολα αυτά υπονόμευσαν το καθεστώς σε βαθμό ώστε να μην μπορεί πλέον να ασκήσει εξουσία. Το αποτέλεσμα ήταν μια «εσωτερική έκρηξη» (implosion) που οδήγησε και στην εσωτερική κατάρρευση του καθεστώτος».
Μετά την πτώση
Τριάντα τέσσεσερα χρόνια μετά, δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως οι Ανατολικογερμανοί διατηρούν για την επανένωση της Γερμανίας τον ίδιο ενθουσιασμό, με αυτόν της νύχτας της 9ης Νοεμβρίου του 1989.
Έρευνα της γερμανικής κυβέρνησης, το 2019, που είχαν δημοσιεύσει οι Financial Times έδειξε πως παραπάνω από τους μισούς Ανατολικογερμανούς (το 57%) βλέπουν τους εαυτούς τους ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ενώ μόλις το 38% από αυτούς, χαρακτηρίζει την επανένωση της Γερμανίας ως επιτυχή.
Ακόμα κι αν έπεσε το τείχος, ο οικονομικός, βιωτικός και κοινωνικός διαχωρισμός συνεχίζει να υφίσταται κι αυτό φυσικά βαραίνει ως ευθύνη τη Δύση, που το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1989 χαιρέτιζε την πτώση του Τείχους και καλωσόριζε τους Ανατολικογερμανούς στον ελεύθερο κόσμο της.