Με ταινίες όπως η στρατιωτική σάτιρα «Λούφα και παραλλαγή» (την οποία ακολούθησαν συνέχειες) και ο «Βίος + πολιτεία», μία από τις πιο αιχμηρές και ευφάνταστες πολιτικές σάτιρες στην Ιστορία του ελληνικού σινεμά, ο σκηνοθέτης Νίκος Περάκης ανήκει στους σημαντικότερους κινηματογραφικούς δημιουργούς του ελληνικού κινηματογράφου από την μεταπολίτευση και μετά. Συνεπώς, η βράβευσή του με έναν ειδικό Χρυσό Αλέξανδρο το βράδυ της Τρίτης 7 Νοεμβρίου, στον κινηματογράφο Ολύμπιον της πλατείας Αριστοτέλους είναι το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να τον τιμήσει. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του αφιερώματος στο έργο του Νίκου Περάκη, τόσο ως σκηνοθέτη όσο και ως σχεδιαστή παραγωγής (production designer).
Το έργο του Περάκη ως σκηνογράφου φάνηκε κυρίως στις ταινίες του Γερμανού σκηνοθέτη Φόλκερ Σλέντορφ ο οποίος έδωσε το παρόν στην εκδήλωση μιλώντας για τον παλιό συνεργάτη του. Μία από τις ταινίες στις οποίες συνεργάστηκαν είναι το «Ταμπούρλο» που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών και το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, και το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ. Μιλώντας για το έργο του Νίκου Περάκη, ο Σλέντορφ ανέτρεξε στην πρώτη γνωριμία τους το 1972, όταν δούλευαν με τη σύζυγό του, Μαργκαρέτε φον Τρότα, στην ταινία «A Free Woman». Σε εκείνη την ταινία, ο Νίκος Περάκης ήταν υπεύθυνος για το production design. «Δεν γνωρίζαμε εκείνη την εποχή ότι ο Νίκος Περάκης ήθελε να γίνει σκηνοθέτης. Ήταν μέρος της μικρής κοινότητάς μας, που αυτοαποκαλούνταν Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος, στα νότια της Βαυαρίας, στο Μόναχο, μοιραζόταν την ίδια στέγη με άλλους βασικούς συντελεστές και συνεργαζόταν με όλους τους νέους σκηνοθέτες» είπε ο Σλέντορφ.
Είπε επίσης ότι η γερμανική κοινότητα θεωρούσε τον Περάκη «σαν έναν από εμάς και όχι Έλληνα, κάτι το οποίο θα άλλαζε με τον καιρό». Γιατί κάποια στιγμή, τους είπε ότι στα διαλείμματα ανάμεσα στις ταινίες που έκανε στη Γερμανία πήγαινε στην Ελλάδα και γύριζε ταινίες που εμείς δεν είχαν δει ποτέ. Ο Περάκης συνέχισε να κάνει ταινίες στη γερμανική γλώσσα με γερμανούς ηθοποιούς, όπως το «Bomber & Paganini» με τον Μάριο Άντορφ και επίσης ανέλαβε τη σκηνογραφία της ταινίας του Σλέντορφ, “Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ”. Ωστόσο επειδή το κάστινγκ της τελευταίας αργούσε να οριστικοποιηθεί, ο Περάκης αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να γυρίσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. «Τα σχέδια όμως που είχε προλάβει να ετοιμάσει για την παραγωγή της δικής μου ταινίας ήταν μια πραγματική αποκάλυψη» είπε ο Σλέντορφ.
Και συνέχισε: «Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερο τρόπο για να αναπαρασταθεί το εφιαλτικό σύμπαν του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στο “Ταμπούρλο” παρά ως ένα σκοτεινό παιχνίδι, και αυτό ακριβώς ήταν το όραμα του Νίκου. Στην ταινία “Ο ταξιδιώτης”, την προσωπική αγαπημένη της φιλμογραφίας μου, μεγάλο μέρος της οποίας γυρίστηκε στην Ελλάδα, ο Νίκος έκανε θαύματα: ανακατασκεύασε ένα αεροπλάνο που δεν υπήρχε πια με τη βοήθεια αμερικανών πιλότων και το προσγείωσε στην έρημο, σε μία από τις πιο θεαματικές σκηνές που είχα ποτέ σε ταινία μου. Τον ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό», προσέθεσε ο Φόλκερ Σλέντορφ.
Στο πλαίσιο του Q&A που ακολούθησε, ο σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος σχολίασε το στοιχείο της κοινωνικής ευαισθησίας και καταγγελίας στο σινεμά του Νίκου Περάκη, ενώ ο κωμικός και παρουσιαστής της φετινής τελετής έναρξης του Φεστιβάλ, Δημήτρης Πιατάς, υπογράμμισε την υποδόρια χροιά ντοκιμαντέρ στο «Βίος + πολιτεία», την παρουσία πολλών αγαπημένων προσώπων μπροστά από την κάμερα που σχετίζονται με την προσωπικότητα του ίδιου του δημιουργού, καθώς και το ανυπέρβλητο σατιρικό του χιούμορ το οποίο φάνηκε όταν ο Περάκης παρέλαβε το βραβείο λέγοντας «χαίρομαι πολύ για την τιμή που μου κάνετε και κυρίως για το ότι έγινε όσο είμαι ακόμα ζωντανός.»